Ολβία Παπαηλίου, Ξενοδοχείον «Κοιμητήριον των Άστρων» [1]

Αρχείο 28/12/2016

fav_separator

Ο Αλισταίρ Τόμας (πρώην καθηγητής λογοτεχνικής ανθρωπολογίας με έδρα στο πανεπιστήμιο του…., μέχρι την εποχή που βγήκε καθηγητικώς σε σύνταξη) έκλεισε πίσω του την πόρτα του δωματίου 503 σ’ ένα ξενοδοχείο, η διεύθυνση του οποίου μεν του διέφευγε, αλλά το όνομα θα έκανε κάποιον, λιγότερο αφηρημένο, να αναπτύξει ένα χαμόγελο, μικρό ή μεγαλύτερο σε μέγεθος – μιας κι η επιγραφή, σε χρώμα νέον πορφυρό, διάβαζε ευκρινέστατα: Ξενοδοχείον/Κοιμητήριον των Άστρων.

Άφησε, με μια κίνηση ξαφνικά στερημένη από αέρα, τη βαλίτσα χειρός που μετέφερε (έως λιγάκι πριν, τόσο ανάλαφρα). Ήταν γεμάτη με πουκάμισα χωμένα  όπως-όπως, ανάκατα με μερικά βιβλία, το κομπιούτερ του, μια μηχανή για να τραβά φωτογραφίες τις οποίες αργότερα θα επεξεργαζόταν, χαρίζοντάς τους χρώματα εξωκοσμικά: σ’ αυτή του τη δεκαετία, είχε συμβεί πως η Πραγματικότητα δεν ήτανε ούτε επαρκώς πολύχρωμη, ούτε ωστόσο κι επαρκώς μονόχρωμη, κι αυτό τον είχε κάπως καταβάλει. Έμοιαζε σαν κάποια κλασματική τιμή της ύπαρξής του να έπρεπε να αναλάβει να αναδιοργανώσει τα αποτελέσματα των οπτικών ερεθισμάτων του, με τρόπο τέτοιο που να αποδίδεται πιστά μία ψευδαίσθηση: ότι ας πούμε, υπάρχει φως στον ίσκιο των μεσημεριών, και είναι χρυσοκίτρινο και όχι ώχρα κατρουλί. Οι λέξεις ήταν πάντοτε, ακόμα κι από μέσα από τη γενική αφηρημένη τους υπόσταση, απείρως πιο πιστές προς το πρωτότυπο ερέθισμα: οι εικόνες, ήταν πράγμα διεστραμμένο και φιλήδονο, και οδηγούσανε το μάτι λανθασμένα, είχε αποφασίσει εδώ και μία τριετία ο Αλισταίρ.

Θα είχε ίσως βγάλει το σακκάκι του, ή το παλτό του (ναι, ένα μακρύ ελαφρύ παλτό, ίδιο με κείνο που θα φορούσε ο πατέρας του σε κάποιο απομακρυσμένο παρελθόν που μόλις τώρα χτυπάει το οπτικό νεύρο του Αλισταίρ εν είδει οράματος) «ναι, ένα παλτό σαν του μπαμπά, μα όμως ελαφρύτερο». Αλλά το ίδιο ζεστό, αν και αβρότερο στην υφή: τα τελευταία πέντε χρόνια νοιώθει το κρύο εντονότερα, ακόμα κι όταν ίσως κάνει ζέστη – κι αυτή τη νοιώθει, και τη νοιώθει ως ενόχληση. Καμμιά φορά, μιλάει δυνατά. Ζει (κατά βάση) μόνος του. Καμμιά φορά, ξανακλέβει τη ζωή του πίσω.

Στο τραπέζι, υπάρχει ένα βάζο με λουλούδια: σαν αποκεφαλισμένα πουλιά του Παράδεισου, τρεις Στρελίτσιες. Πάντα αυτή η εμμονή με το τρία – λες κι όλα τα ξενοδοχεία να έχουν πλέον την ανάγκη ν’ αποδείξουν ότι πιστεύουνε στην Άγια Τριάδα! Ένα λουλούδι, είναι βέβαια κάπως μοναχικό – και δύο, είναι σχεδιασμός γελοία αισθηματικός: τρία, λοιπόν – και όχι τέσσερα, ώστε να εξαίρεται το κλέος της πατριαρχίας μας, αγαπητοί μου – κοιτάει τον εαυτό του να χαμογελάει, έτσι που ζει/ξαναβλέπει τη σκηνή, αυτός σε ένα περιβάλλον υπουργών (πολιτισμού και ιερονομίας, όπως συνηθιζόταν τις παλιές ημέρες να τα ονομάζουνε, αυτά τα ευσεβή οφίκια). Μετά, λίγο που δεν του κόψανε τον κώλο στο Πανεπιστήμιο: γιατί ο ένας εκ των υπουργών είχε μία περίπτωση με τη γυναίκα του άλλου – που φεύ κι αλλοίμονο είχε κι αυτός ο άλλος μια περίπτωση με τη γυναίκα του ενός, κι έτσι η όλη γκάφα με τα τρία και τα τέσσερα, ε, είχε αναγκαστεί τότε να πάρει πόδι ένα έτος συναπτό, τάχα μου σε άδεια εκπαιδευτική και προς τη χάρη έρευνας ακαδημαϊκής τον στείλανε και του πληρώνανε και το ξενοδοχείο, στο μέρος που τον είχαν εξορίσει, τα καθίκια.

«Από ξενοδοχείο σε ξενοδοχείο, η ζωή μου»: είχε σκεφτεί κάποτε να βγάλει μία συλλογή ποιημάτων με αυτόν τον τίτλο ακριβώς. Μετά, σκέφτηκε ότι ίσως θα μπορούσε να το έκανε διηγήματα – με αναφορές σε πραγματικά ξενοδοχεία και υπαρκτές και ανύπαρκτες γυναίκες/ξενοδοχεία της ψυχής του – αλλά μπλέχτηκαν στο κεφάλι του όλα και εντέλει κάποιος λογοτέχνης-βαμπίρ του έκλεψε την ιδέα τηλεπαθητικώς ή και πραγματικώς, ποιός πια να ξέρει και ποιός νοιάζεται. Του αρέσει ακόμα να γοητεύει, αλλά έχει χάσει τη δυνατότητα να γοητεύεται. Αν είναι να ειπωθεί κάτι πιο αληθινό, συλλογίζεται χαλαρά ο Αλισταίρ – κάθε γυναίκα είναι μια διαφορετική Η Ίδια. Το δωμάτιο μυρίζει (παραδόξως) βιολέτες, εκείνος όμως δε θα το αντιληφθεί.

*

©Ολβία Παπαηλίου