Αρχείο 16/03/2017
Ολημερίς ακάματοιστο γάλα
ρουφούσαμε τις ρόδες των δικύκλων
τραταρισμένοι το δρόμο για τις θίνες
και μ’ εντολή ν’ ανάψουμε φωτιά
στο γάνωμα της μέρας
Βαριές νομάδες μεταμόρφωσης φωτός
κουρδίζαμε στα μάτια πεταλούδες
«Πίσσα λιωμένοι θα κατέλθουμε!» Πιάναμε λιω μέ νοι το τραγούδι και παίρναμε ηδυσμένοι τις στροφές να μας κρατούνe τρυφερά στα χέρια οι γκρεμοί. Είχαμε διατελέσει από νήπια ανυπόδητοι κι ευήθεις, με τόσο γλυκόλογο το ύφος, που έφθασε σημείο –όταν επήλθε η ωρίμανση– να σέρνουμε στα πάρκα, αντί για καροτσάκια, χαρμολύπη. Μάλιστα ανυψώναμε ρακένδυτα μπαλόνια σε χρώμα κόκκινο μαζί με το σουσάμι απ’ το κουλούρι που είχε ξεμείνει στα παλτά μας· στέργαμε να πείσουμε τις πάπιες πως ήταν για το καλό μας η απόδραση, όταν μας φίλαγε η μάνα – πριν να κουνήσει για μαντήλι τον κυνόδοντα που ’χε ν’ αφυδατώνει οίκτο απ’ το φεγγάρι· μας το κουβέντιασε στ’ αυτί, όταν βγάζανε τα συκώτια απ’ το κοκόρι, πως άρπαξε σπλάχνο ο χρησμός, και λερωθήκανε οι ψίθυροι στα δέντρα, πως τάχα θα κρεμιόμαστε ανάληψη απ’ το βολβό του φεγγαριού τότε που φύλλωμα θα πέταγε της Περσεφόνης το αιδοίο
Μ’ έναν αμμόκοκο στο δόντι και το λυκόφως
να τρεμοσβήνει σπίρτο στ’ αχαμνά μας
με το καλάι της συμφοράς στο φλοίσβο του ψαριού μας
γανώσαμε το έλασσον αμάρτημα τη μέρας
τον ήσσονα λόγο κρείττονα ερήμην να ομιλεί.
*
©Ιφιγένεια Σιαφάκα
φωτο©Στράτος Φουντούλης
Στηρίξτε την προσπάθειά μας με ένα απλό like στο facebook. Ευχαριστούμε
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.