Αρχείο 04/04/2017
✤
Τον Λάρυ τον γνώρισα όταν ήμουν δεκαοχτώ και υπήρξε πολύ σημαντικό πρόσωπο στη ζωή μου. Ήταν εκείνος που με εισήγαγε στον λαμπερό χώρο της τηλεόρασης βοηθώντας με να γίνω καλύτερο κάθαρμα και του χρωστούσα πολλά. Είκοσι χρόνια αργότερα-μεσούσης της κρίσης- είχα κατορθώσει να διατηρήσω τα κεκτημένα έστω και αν πλέον κινούσα τα νήματα από το παρασκήνιο, σε αντίθεση με πολλούς συνάδελφους δεν είχα πεταχτεί στην τσόχα σαν καμένο χαρτί αλλά διηύθυνα μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες παραγωγής. Ο Λάρυ από την άλλη θύμιζε μια ξεθωριασμένη φωτοτυπία του παλιού του εαυτού, είχε συμβάλλει σε αυτό μια παχυλή διατροφή που ήταν υποχρεωμένος να καταβάλλει στην πρώην σύζυγο του- μια αποτυχημένη ηθοποιό κάποιας παρακατιανής σχολής- και τα έξοδα ενός πολυδάπανου προγράμματος αποτοξίνωσης από το οποίο είχε βγει καθαρός και κατάφερε μείνει έτσι για τρεις μέρες πριν ξαναπέσει με τα μπούνια στα οπιούχα. Όταν χτύπησε την πόρτα του γραφείου η γραμματέας μου προσπάθησε να τον ξεφορτωθεί άρον άρον βγάζοντας ο,τι ψιλό κουβαλούσε στην τσέπη της.
«Είμαι ο Λάρυ Παπαδάς και όχι κανένας ζητιάνος δεσποινίς, όταν εγώ μεσουρανούσα στην τηλεόραση και έπινα καφέ με τον Χιου Τζάκμαν στην ταράτσα του Μεγάλη Βρετανία εσένα σε ξεσκάτιζε ακόμα η μαμάκα σου»
Της είπε σε έντονο ύφος.
«Κάποιος τρελός έχει έρθει και ζητάει να σας δει, ισχυρίζεται ότι είναι ο Λάρυ Παπαδάς. Να τον αφήσω να περάσει;»
Με ενημέρωσε η Βιβή από την ενδοεπικοινωνία παίρνοντας την έγκριση μου.
Όταν η πόρτα άνοιξε τα λόγια της αποδείχτηκαν σωστά κατά το ήμισυ. Ο άνθρωπος που αντίκριζα ήταν όντως θεότρελος, όμως δεν ισχυριζόταν ότι ήταν ο Λάρυ Παπαδάς, ήταν πράγματι ο Λάρυ Παπαδάς. Με το που σηκώθηκα να τον υποδεχτώ έπεσε στην αγκαλιά μου και με έσφιξε τόσο δυνατά σα να ήμουν η μοναδική σανίδα σωτηρίας μέσα στον ωκεανό με τα σκατά που ήταν βουτηγμένος.
«Όλα εντάξει Λάρυ, όλα εντάξει, κάθισε τώρα να τα πούμε»
Του είπα με συγκατάβαση προσπαθώντας να αναχαιτίσω την ενοχλητική εγκαρδιότητα του. Βολεύτηκε απέναντι και, αφού άναψε ένα από εκείνα τα σιχαμερά, δύσοσμα πούρα του, ξεκίνησε να μιλάει ακατάπαυστα ραπτομηχανίζοντας το πόδι του.
«Αγορίνα μου, καμάρι μου. Πάντα το έλεγα ότι εσύ είχες τη στόφα για μεγάλα πράγματα, να’ σαι τώρα στη γραφειάρα σου να στήνεις και να ξεστήνεις talent
show και να τους παίζεις όλους στα δάχτυλα. Αλήθεια εκείνο το φωτομοντέλο που κυκλοφορούσες πριν τρία χρόνια τι απέγινε; Ωραίο μουνί έτσι…και ας έκανε και βίζιτες που και που, το ήξερες φαντάζομαι ε; Α, να μην το ξεχάσω, έχω αυτή την ιδέα, «καφίρ» λέγετε, θα κάνει επανάσταση σου λέω! Πάταγο! Είναι η τελευταία μου ευκαιρία να βγω από αυτό το βούρκο που κυλιέμαι παλικάρι μου, και εσύ είσαι ο μόνος που μπορεί να με βοηθήσει! Θα το κάνεις έτσι;»
Μόνο από σεβασμό στην παλιά μας φιλία και πολύ περισσότερο ένα ανεξόφλητο χρέος για όλα όσα είχε κάνει για μένα δεν τον πέταξα έξω με τις κλωτσιές.
«Καφίρ είπες;»
Επανέλαβα τον τίτλο της ιδέας του προσπαθώντας να δείξω, ή έστω να προσποιηθώ, κάποιο ενδιαφέρον .
«Μάλιστα! Οι άπιστοι της υποσαχάριας Αφρικής σύμφωνα με τους Μουσουλμάνους! Αναγραμματισμός του Αφρίκ, αλλά και του φρίκ. Αν αφαιρέσεις το άλφα δηλαδή. Φρικιά! Εκεί θέλω να καταλήξω, θα μαζέψουμε ο,τι σκουπίδι έχει περάσει από τα τηλεοπτικά πλατό τα τελευταία είκοσι χρόνια, θα αναβιώσουμε ξανά το trash tv…»
«Η εποχή του trash έχει περάσει ανεπιστρεπτί Λάρυ, τώρα όλη η Ελληνική τηλεόραση είναι ένα απέραντο σκουπιδαριό, πασπαλισμένο με το επίχρισμα της φτηνής σοβαροφάνειας και της σαχλής έπαρσης»
«Όχι έτσι όπως την οραματίζομαι εγώ, αυτό το show δεν θα έχει την παραμικρή σχέση με ό,τι έχει προβληθεί. Φαντάσου τώρα τη Νανά Στρούκα, τον κύριο αποτριχωμένες γάμπες, τον τζίμι τον νάνο, τη μετενσάρκωση της Εντίθ Πιάφ, όλα αυτά τα διαταραγμένα ψώνια μαζί σε ένα παλκοσένικο, πλαισιωμένα από μια αμφιθεατρική εξέδρα. Στην αρχή όλα θα μοιάζουν σαν μια ακόμα παραγωγή της κακιάς ώρας, αλλά κάθε άλλο παρά τέτοια θα είναι. Ξέρεις γιατί; Το κοινό θα είναι δικό μας, επιλεγμένο με αυστηρά κριτήρια και δασκαλεμένο στις ανάγκες του προγράμματος. Επαγγελματίες κλακαδόροι, πανηγυρτζήδες, χαβαλέδες, άτομα χωρίς καμία αναστολή, πρόθυμα να γιουχάρουν, να διαπομπεύσουν μέχρι και να τους φάνε ζωντανούς αν χρειαστεί. Μετά τις δυο τρεις πρώτες αναγνωριστικές εκπομπές θα ξεκινήσει το πραγματικό σόου. Θα τους εφοδιάσουμε με γιαούρτια, σάπιους γιαρμάδες, κέρματα και κωλόχαρτα τα οποία θα εκτοξεύουν κατά βούληση. Φαντάζεσαι τι έχει να γίνει, ο Jerry Springer μπροστά τους θα φαντάζει μαθητούδι!»
Δεν είχα διεκδικήσει ποτέ το παράσημο του ηθικού, κάθε άλλο μάλιστα. Στα χρόνια που μεσουρανούσα στο γυαλί είχα σκοτώσει υπολήψεις και είχα οδηγήσει ανθρώπους στην αυτοκτονία. Αλλά μεγαλώνοντας μπορούσα να διακρίνω όλο και πιο καθαρά τη λεπτή διαχωριστική γραμμή που χώριζε την πρόκληση από την κατακραυγή, ο νεανικός τυχοδιωκτισμός είχε δώσει τη
θέση του σε ψυχρούς, επαγγελματικούς υπολογισμούς που φρόντιζαν να διατηρούν το ισοζύγιο θετικό και το μέτωπο μου καθαρό. Στα σαράντα μου ήμουν ένας ευυπόληπτος παραγωγός που δήλωνε όλα του τα έσοδα στην εφορία και διήγε μια ζωή σοβαρού οικογενειάρχη.
«Λάρυ αυτό που μου ζητάς να κάνουμε είναι απαίσιο, και μην ξεχνάς ότι υπάρχει και το ΕΣΡ»
«Τα πρόστιμα του ΕΣΡ θα είναι το χαρτζιλίκι του καφετζή μπροστά στην απήχηση που θα έχουμε. Αγορίνα μου! Δεν σε αναγνωρίζω, τι είναι αυτά που μου λες;»
Προς στιγμήν ούτε εγώ με αναγνώριζα. Αλλά ακριβώς αυτή ήταν η διαφορά μου με εκείνον. Το συκώτι μου ήταν υγιές και η επιδερμίδα μου σφριγηλή, δεν είχα πουλήσει την ψυχή μου στον διάβολο, απλά είχα υπογράψει μαζί του έναν προσωρινό διακανονισμό. Ο άνθρωπος που καθόταν απέναντι θα μπορούσε να ήταν η διαστρεβλωμένη αντανάκλαση μου, και η αλήθεια ήταν ότι δεν απείχε πολύ από αυτήν. Είχα καταφέρει να επιβιώσω γιατί γνώριζα τα όρια μου, ο Λάρυ είχε φτάσει ένα σκαλί πριν τον πάτο γιατί διαρκώς προσπαθούσε να τα υπερβεί, τώρα μου ζητούσε να τον ακολουθήσω. Δεν αμφέβαλλα για την επιτυχία του προγράμματος, πίσω από κάθε επιτυχία των τελευταίων χρόνων άλλωστε βρισκόταν η υπογραφή του, όμως δεν μπορούσα να πω το ίδιο για την ψυχική μου ακεραιότητα. Αυτή ήμουν βέβαιος ότι θα κλονιζόταν ανεπανόρθωτα. Σηκώθηκα και στάθηκα πίσω από την τεράστια τζαμαρία που περίκλειε το γραφείο, απ’ έξω απλωνόταν ο θάλαμος αερίων που όριζε και διαμόρφωνε την καθημερινότητα μας, ένιωσα το ρυτιδιασμένο χέρι του να πέφτει απαλά στον ώμο μου.
«Κοίταξε αυτό το χάλι αγορίνα μου και πες μου ποιος αξίζει να ζει εκεί έξω, η μάλλον μην κοιτάξεις τίποτα, η όραση είναι η πιο απατηλή αίσθηση του ανθρώπου, μονάχα κλείσε τα μάτια σου και μύρισε την αποσύνθεση. Μια πόλη γεμάτη ερείπια και κινούμενα ναυάγια, μια νεολαία αγκιστρωμένη στον χρεοκοπημένο ηδονισμό της που βαράει τατουάζ όπου βρει και επικοινωνεί με συνάλλαγμα «που’σαι ρε boy» και «klein mein». Από το άντερο της κάλπικης
ευημερίας μας απέμειναν μόνο Πόρσε που σκουριάζουν σε συνοικιακές μάντρες, ρωσίδες που ξέμειναν σαν τα τελευταία φρικιά στα Μάταλα και πρώην μοντελοβίζιτες που τώρα βαράνε μύγες σε επαρχιακά μπουζουξίδικα»
«Εμείς τους δημιουργήσαμε Λάρυ!»
«Όχι, τίποτα δεν δημιουργήσαμε εμείς! Εμείς ήμασταν απλά αρκετά έξυπνοι για να πιάσουμε το σφυγμό. Τώρα που όλα γκρεμίστηκαν ήρθε ώρα να τους πετάξουμε την πλάνη πίσω στα μούτρα, να προβάλλουμε την πιο αποκρουστική αντανάκλαση τους. Νομίζεις ότι έχουν μεγάλη διαφορά από τους κρετίνους που θα τους διασκεδάζουν χρυσώνοντας το χάπι της αποτυχίας τους, τσίμπησαν το δόλωμα της μεγάλης ζωής όπως οι τελευταίοι εκείνο της εφήμερης δημοσιότητας, είναι το ίδιο θύματα και ακόμα
μεγαλύτερα. Στη χώρα των δανεικών υποσχέσεων εκείνοι που θα πληρώσουν το μάρμαρο θα είναι όσοι θαμπώθηκαν περισσότερο. Τα ψέμματα τελείωσαν»
Έμεινα ασάλευτος χωρίς να μετακινήσω το βλέμμα μου. Έκλεισα τα βλέφαρα και άνοιξα τα ρουθούνια παίρνοντας μια βαθιά εισπνοή.
«Τι budget θέλουμε;»
Γύρισα και τον ρώτησα στο τέλος…
*
©Αχιλλέας Σωτηρέλλος
φωτο©Στράτος Φουντούλης
Στηρίξτε την προσπάθειά μας με ένα απλό like στο facebook. Ευχαριστούμε
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.