Αρχείο 10/04/2017
✤
Παιδί ισορροπούσα με τα καλογυαλισμένα σκαρπίνια του παππού και τα δερμάτινα κορδόνια από σκληρό λίπος στις κορφές των δέντρων.
Ο χάρτης έχει ελάχιστα χιλιόμετρα εδώ. Εδώ δεν με ξέρει κανείς. Οι νύχτες είναι στρογγυλές όπως τα πορτοκάλια. Μετρούσα τις φλούδες που έπεφταν στη γη. Θυμάμαι τις πυγολαμπίδες να χοροπηδούν. Χάθηκαν τώρα έγιναν αρχαίες.
Σχεδόν στην γέννηση δραπέτευσα στις λεμονιές και κρύφτηκα. Κάθε ημέρα τις σκαρφάλωνα να δω τις παραλίες. Λίγο πιο πάνω πιο πάνω του τόπου μου. Και πήγε στους λεμονανθούς έλεγε ο γίγαντας παππούς.
Να ‘μουν αγόρι έλεγε η μάνα. Ξεγελάστηκε κι αυτή και ο θεός. Σφύριζα να βγουν οι δαίμονες να παίξουμε Ντο- Ρε- Μι- Φα -Σολ έτσι σφυρίζουν στις μάχες όσοι τους αγνοούν. Συνεχίζω το σφύριγμα. Τίποτα. Οι άγνωστοι δαίμονες μάλλον πέθαναν. Όπως ο παππούς που δεν ήταν δαίμονας αλλά πέθανε από αρρώστια στα κόκκαλα και ήταν όμορφος πολύ και είπαν θα πάρει κι άλλον κι έσπασαν ένα πιάτο. Έσπασε η συλλογή της γιαγιάς. Κυρά Γιαννού την φώναζαν. Είχαν σκεπάσει και τους καθρέφτες μην μας δει λέει το κακό; Κρυφοκοιτούσα από το άνοιγμα της πόρτας. Κακό δεν είδα μόνο τον παππού να κοιμάται άσπρος γελαστός χωρίς φόβο . Δυο χέρια με τράβηξαν να πάμε για λουλούδια. Οι άλλοι μαζί και ο πατέρας τον άρπαξαν μέσα σε ένα σεντόνι. Μαζεύτηκε κουβάρι ο γίγαντας. Κουβάρι και οι σκέψεις του πατέρα. Πάει στα δέντρα. Είχαν σιωπή και αυτός σιωπή. Τον κοίταξα στα μάτια δεν θυμόταν το θανατικό. Οι λεμονιές είχαν ανθίσει. Λέει ήρθες σε καλή ώρα. Από μέσα άκουγα μοιρολόγια. Δεν θέλω τέτοια λέει η γιαγιά. Στιγμή δεν κάθισε στον νεκρό άντρα της. Η αλήθεια ήταν δεν του καθόταν και πολύ γι αυτό και ο συγχωρεμένος είχε τα μάτια του στον δρόμο. Όταν βάλαμε τηλεόραση και έβλεπε τις χανούμισσες το γέλιο πονηρό παιχνιδιάρικο ξέφευγε από το μουστάκι τυλιγόταν στα αυτιά από εκεί ανέβαινε στο κεφάλι μετά κατακόκκινο ρευστό στα μάγουλα και σκληρό ανάμεσα στα πόδια. Τις είχε ιδιαίτερη αδυναμία τις καμπύλες και τα λικνίσματα από τότε που ήταν στους Βαλκανικούς για χρόνια. Χαιρόταν τα αφράτα σώματα τα λικνιστά σαν δασείες λέει που χορεύουν. Με έναν ακαθόριστο τρόπο τα ποθούσε τα ευγνωμονούσε τα φώναζε όλα Nazlı. Όταν τον ρώτησα γιατί είχαν όλες ίδιο όνομα λέει έτσι είναι το νάζι ίδιο σε όλες. Διακριτικά κάθε Σάββατο ντυνόταν στην πένα μυρωνόταν φορούσε την ρεπούμπλικα και έλεγε πάω στην αγορά. Η κυρά Γιαννού που όλα τα ήξερε και τα καταλάβαινε γιατί οι δικές της αδυναμίες με το μακρύ τους σώμα της σκέπασαν τα πόδια παραπανίσια τον ξεπροβόδιζε λέγοντας του μόνο να μην σε πετύχει θάνατος κι ύστερα έλα την ώρα του σπιτιού αφίλητος.
Το σπίτι είχε μια βουή. Ξεχύθηκαν μέλισσες στην κουζίνα στην αυλή. Όλα τα δωμάτια έτριζαν παξιμάδια της παρηγοριάς κολλούσε το μωσαϊκό κονιάκ από τον Μαυράκη. Συνταγή πατέντα με ζάχαρη. Ήρθε και ο γιατρός μαζί με τον παπά και άλλον παπά γέμισε μαύρα ο τόπος κεριά λιβάνι λόγια. Έλα μου πάλι έλα μου που άνθρωπος δεν ήσουν αλλά φτερό πουλιού που μ’ έστειλε στην πόρτα της αβύσσου.
Φέγγιζε εκείνη η νύχτα σύρθηκε αργά με το σώμα του ανθρώπου που το φυλούσαν γυναίκες μαυροντυμένες γυναίκες μακρινές γυναίκες των αγκύλων.
Πορτοκαλένιες στρογγυλές γυναίκες με δυο λεμονανθούς για στήθος.
Με τις ώρες χαμογελούσε ο παππούς όταν διαπερνούσε τον ήλιο. Κι ακόμα.
*
©Ελένη Νανοπούλου
φωτο©Στράτος Φουντούλης
Στηρίξτε την προσπάθειά μας με ένα απλό like στο facebook. Ευχαριστούμε
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.