Μαρίλια Γιακουμή, Ο άνθρωπος που έχασε τον εαυτό του

Αρχείο 13/04/2017

favicon

Ήταν ένας παράξενος άνθρωπος και αυτό δύσκολα κανείς θα το αμφισβητήσει. Από μικρός ήθελε να περιτριγυρίζεται από άλλους, ακόμα και αν αυτό σήμαινε πως θα συναναστρεφόταν με άτομα που δεν εκτιμούσε ιδιαίτερα. Όμως κι όταν μεγάλωσε, προτιμούσε να ξοδεύει την ώρα του ακούγοντας ιστορίες που δεν συγκρατούσε, από ανθρώπους που δεν ένιωθε τίποτα για αυτούς, παρά να μένει μόνος με τον Εαυτό του. Κάποιος, λίγο παρατηρητικός, θα μπορούσε να ισχυριστεί, πως είχε μάτια για να βλέπει τους άλλους, αυτιά για να ακούει τους άλλους και στόμα για να μιλάει στους άλλους. Πάντα και μόνο στους άλλους.

Όλα αυτά τα χρόνια φρόντιζε επιμελώς να αγνοεί τις μικρές φωνούλες μέσα στο μυαλό του, που πάσχιζαν να ακουστούν και αυτό ήταν κάτι που πλήγωνε τον Εαυτό του. Όσες φορές προσπάθησε να του μιλήσει, Εκείνος του γύρναγε την πλάτη. Ήταν αναγκασμένος να τον ανέχεται, αλλά όχι να τον αγαπάει. Και κάθε φορά που το άκουγε αυτό, ο Εαυτός του  κατέβαζε το κεφάλι και κρυβόταν στις πιο σκοτεινές γωνιές του μυαλού του, να μην ενοχλεί, να μην φαίνεται. Τον έβλεπε να προσπαθεί να μοιάσει σε άλλους, προσποιούμενος κάτι που δεν ήταν. Τον άκουγε να επαναλαμβάνει, μηχανικά, λόγια ξένα και ένιωθε καθαρά κάθε σταγόνα ευτυχίας του κάθε φορά που κάποιος επευφημούσε όλη αυτή την ψευτιά. Τότε ο Εαυτός του τον ικέτευε να του δώσει λίγη σημασία. Να τον κοιτάξει, έστω για μια φορά και να τον αγκαλιάσει.

-Είμαι κομμάτι σου, του φώναζε. Άκουσέ με και θα αγαπήσεις και εμένα, όπως τους άλλους. Αλλά, ό,τι κι αν έκανε ήταν μάταιο. Εκείνος δεν ήθελε καμία σχέση μαζί του.

Ωσπου, ένα απόγευμα, ο Εαυτός μάζεψε τα ελάχιστα πράγματα, που είχε από Εκείνον και έφυγε. Του άφησε μόνο ένα γράμμα. Από εκεί και πέρα η ζωή Εκείνου θα ήταν σίγουρα καλύτερη.

Το επόμενο πρωί Εκείνος βρήκε το γράμμα και χάρηκε στην ιδέα πως πλέον θα μπορούσε να ζήσει ελεύθερος, χωρίς τον Εαυτό του να τον κατακρίνει.

Οι πρώτες μέρες κύλησαν ξέγνοιαστα… Δεν του έλειπε και δεν τον αναζήτησε.  Μέχρι που, κάποιες εβδομάδες αργότερα, άρχισε να νιώθει κενός. Αν συνέχεια αλλάζει πρόσωπα, τότε ποιο πραγματικά είναι το δικό του; Αν συνέχεια ακούει τις φωνές που προέρχονται απ’ έξω, τότε που πήγε η φωνή μέσα του;

Περνούσαν σκέψεις από το μυαλό του και τον τρέλαιναν γιατί δεν ήξερε αν και, ποιες από αυτές, ήταν δικές του. Περπατούσε στο δρόμο, σκυμμένος, με τα χέρια στις τσέπες. Κάποτε υπήρχε κάποιος που του φώναζε πως η λύση είναι να κοιτάξει μέσα, όχι έξω. Τώρα προσπαθεί να το κάνει, αλλά δεν ξέρει πώς. Δεν είχε διάθεση για τίποτα και απέφευγε να σηκώνεται από το κρεβάτι… Έπειτα ερχόταν πάλι το βράδυ, κουβαλώντας  όλα τα ερωτήματα για τα οποία δεν είχε απαντήσεις. Ήταν ασθενής ή αδύναμος, δυστυχισμένος ή προσωρινά παραιτημένος; Το μόνο που ήθελε ήταν να καταλήξει σε μια κατάφαση, που να περιγράφει αυτό που είναι. Όχι άλλες ερωτήσεις.

Για τις επόμενες εβδομάδες διάβαζε βιβλία με συνταγές ευτυχίας, άκουγε γνώμες καθωσπρέπει ανθρώπων,  που τον ανάγκαζαν να θυμηθεί όλα όσα, με κόπο, είχε καταφέρει να κρύψει .

Ένιωσε ξανά το πρώτο χάδι της μητέρας του, τη ζεστασιά από το γέλιο του πατέρα του. Έδωσε ξανά το πρώτο του φιλί και ένιωσε το πρόσωπό του να φλέγεται. Θυμήθηκε όλες τις φορές που προσπάθησε για κάτι και το πέτυχε και όλες αυτές τις φορές που λύγισε και δεν τα κατάφερε. Άφηνε την ίδια απογοήτευση να τον κατακλύζει, τον ίδιο θυμό και έπειτα το ίδιο πάλι πείσμα τρύπωνε μέσα του. Έπειτα ,έψαξε τον εαυτό του μέσα στα βιβλία που κάποτε αγαπούσε να διαβάζει. Μα όσο και αν έψαξε στις σελίδες, το μόνο που κατάφερε ήταν να απαλύνει λίγο τον πόνο. Δεν μπορεί κάπου εδώ θα είσαι, σκεφτόταν και συνέχιζε να ψάχνει.

Χάθηκε σε μουσικές που του άρεσαν, σε σκηνές ταινιών χαραγμένες στο μυαλό του,  σε αρώματα και γεύσεις, σε βλέμματα που τον ηρεμούσαν και άλλα που τον τρόμαζαν.

Άνοιξε παλιά κουτιά με φωτογραφίες. Τα πρόσωπα των εικόνων είχαν ξεθωριάσει στη μνήμη του αλλά η θύμησή των δεν είχε ολότελα χαθεί.

-Πού πήγαν όλοι αυτοί; Όσοι με γνωρίζουν μένουν για λίγο… Ίσως γιατί όλοι έβλεπαν διαφορετικό προσωπείο και αντιδρούσαν στην αλήθεια μου γιατί δεν την γνώριζαν. Μόνο ένας ήταν πάντα εδώ και εγώ τον έδιωξα, για να κρατήσω όλους τους άλλους.

Κάποια στιγμή μετά από κάποια χρόνια μοναξιάς και μελαγχολίας, άρχισε κάτι να αλλάζει. Ένιωθε πιο δυνατός, πιο σίγουρος αλλά δεν ήξερε γιατί. Τότε ήταν που ένα μουντό μεσημεράκι ένιωσε πως δεν είναι μόνος του πια. Το κενό μέσα του έκλεισε γιατί ο Εαυτός του γύρισε. Έκπληκτος και ταυτόχρονα ανακουφισμένος, σηκώθηκε και πήγε προς το μέρος του.

– Έπρεπε να φύγεις για να καταλάβω πόσο σε χρειάζομαι, του είπε. Γιατί όμως ήρθες τώρα;

-Όταν με είχες δεν με ήθελες, δεν με άκουγες, με φίμωνες. Στο γράμμα, σου έλεγα πως όταν εμπιστευτείς τα δικά σου πόδια και αφήσεις ό,τι πέταγες τόσα χρόνια να επιστρέψει , τότε εγώ θα βρίσκομαι μπροστά σου. Γιατί με έψαξες σε ότι δικό σου είχε απομείνει και τελικά με βρήκες στις πιο βαθιές πτυχές σου.

Ήταν η ιστορία Εκείνου, που έχασε τον Εαυτό του.

*

©Μαρίλια Γιακουμή

φωτο©Στράτος Φουντούλης

vintage_under2

Στηρίξτε την προσπάθειά μας με ένα απλό like στο facebook. Ευχαριστούμε