Αρχείο 26/05/2017
Δώρο ή θυσία; Η γραφή, αργά ή γρήγορα, θέτει το θανάσιμο ερώτημά της, όχι τόσο στους αναγνώστες, αυτούς τους συμπάσχοντες θεατές, τους κρυφούς κι αναντικατάστατους κριτικούς εν σμικρύνσει, όσο στους ίδιους τους δημιουργούς της, τους συγγραφείς. Το γιατί κάποιος αρχίζει να γράφει, ίσως είναι αποκλειστικώς ζήτημα της φυσιολογίας. “Κουκιά τρως, κουκιά μαρτυράς”, λέει ο αγαπητός Σωτήρης Δημητρίου, σε πρόσφατη συνέντευξή του στην Ελευθεροτυπία.
“Είμαστε αυτό που τρώμε”, δηλώνει ο Χένρι Μίλερ σε κάποια σελίδα του βιβλίου του “Ο Τροπικός του Καρκίνου”. Ίσως, οι διανοούμενοι ακολουθούν κάποιες ιδιαίτερες συνταγές, κάποια εδέσματα που τους διαφοροποιούν από τους μη-γράφοντες;
Όλοι γνωρίζουμε πως το κεφάλι του ψαριού οξύνει τη μνήμη, πως οι φακές έχουν σίδηρο και ότι αυτές οι τροφές κάνουν τα παιδιά οξυδερκή και δυνατά. Ποια γαστρονομική τακτική ακολουθούν λοιπόν, οι διανοούμενοι, γιατί σίγουρα θα τρώνε έξυπνα φαγητά αφού είναι έξυπνοι;
Αφοδεύουν κανονικώς καθ’ εκάστη ή είναι δυσκοίλιοι; Απόρροια της μεταστροφής από το κόμμα στο σώμα, από τη στράτευση στην εκπλήρωση των λειτουργιών του σώματος, η γραφή τις τελευταίες δεκαετίες έρχεται να κάνει τους λογαριασμούς της με τη διατροφολογία. Να ανακαλύψει και να διεκδικήσει ένα χώρο που πραγματικά είχε αφεθεί για αιώνες ολόκληρους στους αστούς και την τάξη τους.
Αν η τροφή αναδεικνύει τη γραφή μπορεί ο έχων το δώρο της, ο γράφων, χάρη στις μυστικές συνταγές της γιαγιάς του να διαπρέψει, όπως ξεχωρίζει κάποιος στην επαγγελματική του καριέρα;
Η σύγχυση δεν πρέπει να είναι σημερινή: ήδη από την αρχαιότητα οι ποιητές σαν τον Νίκανδρο “Γράφουν στίχους συλλέγοντας χρυσό, ως αντίτιμο των συκοφαντιών τους. Πουλάν ιάμβους, όπως ένας έμπορος, πουλάει λάδι”. Ή πρέπει να διατυπώσουμε ανάποδα το ερώτημα και να ρωτήσουμε ποια γραφή αναδεικνύεται μέσα από την τροφή;
“Τα λόγια σου εχόρτασα” λέει ο λαός “και το ψωμί σου φάτο”. Ποια η γραφή που χορταίνει καλύτερα κι απ’ τον άρτο τον επιούσιο; Κι αν ο συγγραφέας κατά τη γνωστή εικόνα είναι ο φούρναρης της γειτονιάς που ξεφουρνίζει ζεστά ψωμάκια για όλους μας, ο ίδιος πως χορταίνει; Σε ποίες δαπανηρές και οδυνηρές δίαιτες υποβάλλεται; Πόσο διαρκεί η θυσία του; Τα καρβέλια του είναι τα όνειρα του νηστικού; Βγάζει και μας ταΐζει από το υστέρημά του; Η γραφή ως Δώρο προϋποθέτει το αντίτιμο της. Πολύ εύκολα στην ιστορία της λογοτεχνίας, διακρίνουμε τους συγγραφείς καριέρας απ’ όσους πληρώνουν ένα πολύ αυστηρό αντίτιμο για τη δωρεά που τους έγινε. Λένε πως ο Μαρσέλ Προυστ είχε χτίσει με στρώματα φελλού, για πλήρη ηχητική απομόνωση, τους τοίχους του σπιτιού του, και τα τελευταία χρόνια της ζωής του δεν αποχωριζόταν το γούνινο παλτό του, δείγμα εσωτερικής μόνωσης, ούτε όταν βρισκόταν σε κοσμικές, ζεστές συνευρέσεις. Ο Βλαντιμίρ Χολάν έζησε σαράντα και πλέον χρόνια έγκλειστος σε ένα διαμερισματάκι στην Παλιά Πράγα, χωρίς να ξεμυτίσει ούτε για να πάει στο Ταχυδρομείο. Η Μαργκερίτ Ντυράς τελευταία στη σειρά ενός μεγάλου καταλόγου αλκοολικών, αναγνώρισε στο ουίσκι το ισοδύναμο της Δόξας της.
Καθώς η γραφή καταργεί τα γνωστά και τα σίγουρα, ο συγγραφέας βρίσκεται ξαφνικά στη γη του πουθενά, και το ουίσκι σαν τη Δόξα μπορεί να τον καλωσορίσει. Κι αργότερα να γίνει η προϋπόθεση για νέα έργα: η γραφή ξεπερνά, υπερπηδά το παρόν κι ο συγγραφέας αναγκαστικά σύρεται πίσω της. Στις μέρες μας, βλέπουμε συγγραφείς να αναλώνονται στο ουίσκι χωρίς να έχουν προηγουμένως πετάξει το σώμα τους πάνω απ’ το εμπόδιο. Συγγραφείς σε πρώτο πλάνο και τη φιάλη του ουίσκι να γιγαντώνεται στις πλάτες τους και να τους σκεπάζει. Στην ανυπαρξία της γραφής, το χώρο καταλαμβάνει τελικώς το ευγενικό ποτό των Σκοτσέζων. Το Δώρο της γραφής υπήρχε και παρέμεινε ανεκμετάλλευτο, ή ήταν μόνον ένα άλλοθι για τον αλκοολισμό μας; Ή ο αλκοολισμός μας δεν είναι παρά το στάδιο πνευματικής προετοιμασίας, πριν αποδώσουμε το κεφάλι μας στο θυσιαστήριο της γραφής;
Πώς διακρίνονται οι γράφοντες απ’ τους γραφιάδες; Όποιος βγάζει καρκίνο (Καρούζος, Χάκκας, Μπαρλάς), είναι τελικώς πιο πειστικός απ’ όσους κάνουν καριέρα στη λογοτεχνία σαν οποιοδήποτε υπάλληλο του Διπλωματικού Σώματος; Ποια θυσία απαιτείται για να διασωθεί τέλος πάντων το δώρο; Έναντι τίνος αντιτίμου το δώρο δικαιώνεται; Μπορεί να υπάρξει γραφή από μη-σημαδεμένους ανθρώπους; Η γραφή σε πληγώνει, τρώει τα σωθικά σου, σε στιγματίζει ανεπανόρθωτα.
Όσοι τιμωρούν τον εαυτό τους, ελπίζοντας πως έτσι θα τους επισκεφθεί η γραφή, αποτελούν πλέον ολόκληρη στρατιά στον ελευθέρας βοσκής χώρο της παραλογοτεχνίας. Κάνουν καλή συντροφιά κι όπως είναι επιρρεπείς στις παρέες, τα περιοδικά και τα ΜΜΕ, καταφέρουν να παρουσιάζουν ως έργο ζωής τα ευφυολογήματά τους. Κι έπειτα; Οι ατσαλάκωτοι από την άλλη, με τους λευκούς γιακάδες και τις πλήρους φωτογένειας φωτογραφίες επιβάλλουν τη μορφή του συγγραφέα ως οποιουδήποτε κοινού ανθρώπου του θεάματος. Δεν φαίνεται πως πλήρωσαν το δώρο που τους έγινε και σε κανένα δεν χρωστάνε. Υπογράφουν ανέμελα χρυσά συμβόλαια για τέσσερα βιβλία στα προσεχή έξι χρόνια και εκλαμβάνουν ως ερωτική εξομολόγηση τα φιλιά της καληνύχτας.
Αφού το αλκοόλ και οι δρόγες αποτελούν πλέον την τροφή των λογοτεχνών, η απορία μας περί της δυναμικής της διατροφής τους απορρίπτεται. Είτε μεθούν με χασίς και αψέντι, με λυσεργικό οξύ ή κοκαΐνη-αρκεί τελικώς ένα μήλο που το γλυκοδαγκώνει η Αγκάθα Κρίστι, πριν αρχίσει να γράφει για να μας κάνει να ανατριχιάσουμε. Στη σειρά των σύγχρονων πεζογράφων ο Σωτήρης Δημητρίου ακριβώς, επειδή προτιμάει αγκινάρες με κουκιά διασώζεται, χωρίς να έχει ανάγκη πολύπλοκων ερμηνειών και αναλύσεων. Όπως έλεγε κι ο Αλμπέρτο Μοράβια, είναι ολέθριο λάθος για ένα συγγραφέα να υποβληθεί στην ψυχαναλυτική διαδικασία, εφ’ όσον ο καλλιτέχνης ψυχαναλύεται μέσα από το έργο του.
Αφορμή της θυσίας και αποτέλεσμα ιάσεως η γραφή, όχι σπανίως θεραπεύει. Λυτρώνει και εξισορροπεί δαίμονες που θα οδηγούσαν διαφορετικά στο περιθώριο και την τρέλα. Ως ιαματικό λουτρό καθαγιάζει τα ελαττώματά μας και προσφέρει απλόχερα άφεση αμαρτιών. Ίσως, σε τελευταία ανάλυση είναι συγγραφείς εκείνοι που αντιλαμβάνονται τη γραφή ως την επικείμενη τελειωτική καταστροφή τους και ταυτοχρόνως ως την ύστατη κάθαρση. Όσοι σαν τον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης, που η λαϊκή παράδοση τον θέλει πανευτυχή από τη μια για τα καινούργια του παπούτσια κι από την άλλη έντρομο γιατί κάθε ευτυχία έχει το οδυνηρό της αντίτιμο, αναφωνούνε: “Σ’ ευχαριστώ, Θεούλη μου, για το καινούργιο ζευγάρι παπούτσια που μου χάρισες, αλλά να ‘ήξερες πως με στενεύουν! Με σφίγγουν, Θεούλη μου, και με πονάνε!!”.
Η γραφή όπως όλα τα καθημερινά δώρα, αποτελεί ένα μέτρο σύγκρισης της ζωής. Το μέγεθος της ευτυχίας που μας αναλογεί, είναι αντιστρόφως ανάλογο με την ικανότητά μας να υποφέρουμε.
*
©Σωτήρης Παστάκας
φωτο©Στράτος Φουντούλης
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.