Ιστορίες της Πέμπτης -Μαρίας Πετρίτση: Ροζ

Αρχείο 25/05/2017

Από την Αθήνα ξεκινήσαμε αχάραγα ακόμα. Γύρω μας μαύρο σκοτάδι, υγρασία και λασπουριά. Η λαχαναγορά επί ποδός. Άλλοι φορτώνανε μηλοπορτόκαλα εκτός εποχής και άλλοι ξεφόρτωναν λάχανα και μελιτζάνες μέσα σε ευρωπαϊκά καφάσια. Ελληνικό το προϊόν, ξένη η συσκευασία. Ή και το αντίθετο. Οι χαμάληδες ανάκατοι. Χίλιες ράτσες.
Βγαίνω στη διασταύρωση. Οδηγώ μηχανικά. Ως το απόγευμα θα είμαστε στη Σαλονίκη, θα ξεφορτώσουμε τα καρπούζια και μετά πίσω ξανά. Σε λίγο μπαίνω στην εθνική και στρίβω προς Λαμία. Το φορτηγό γεμάτο εμπόρευμα. Η καρότσα τίγκα στο ζουμί και στο κουκούτσι. Αναμενόμενες απώλειες. Στη θέση του οδηγού εγώ, δίπλα μου ο συνοδηγός που έχουμε κανονίσει να πάρει το τιμόνι μετά τη Λάρισα.
Νυστάζω λίγο. Ο καφές μου αχνίζει δίπλα στο χειρόφρενο μέσα στο κυπελάκι. Πιτσιλάει το λεβιέ των ταχυτήτων σε κάθε φρενάρισμα. Αποφασίζω να το πάρω πιο μαλακά. Αυτός ροχαλίζει σιγανά, το κεφάλι του κολλημένο στο τζάμι. Τα χέρια του πάνω στα γόνατά του, με τις παλάμες να κοιτούν το ταβάνι. Ξέψυχα. Μπροστά στα μούτρα μας, στον καθρέφτη, μια παναγίτσα πλαστική και δυο τρία κομπολόγια πηγαινοέρχονται σαν εκκρεμές.
Πατάω την κασέτα και χαμηλώνω την ένταση. Καζαντζίδης αρχικά και στο καπάκι Ρίτα Σακελλαρίου. Κάπως βαρύ για πρωί αλλά δε δίνω σημασία. Ειδήσεις δε γουστάρω ν΄ ακούσω, βαρέθηκα τις ίδιες και τις ίδιες ψευτιές. Τα ίδια καραγκιοζιλίκια.
Γύρω χαράζει και όλα γίνονται ροζ.
«Γυναίκειο πράμα το χάραμα», σκέφτομαι και βάζω τα γέλια μόνος μου, σαν τρελός. Ο συνοδηγός βολεύεται καλύτερα και μια αποφορά κατουρλίλας φτάνει ως τη μύτη μου καθώς ανοίγει διάπλατα τα πόδια.
Έξω χωράφια, άσφαλτος, κοράκια, πεύκα και ελιές. Ο δρόμος φεύγει σαν αλαφιασμένο φίδι. Όσο περνάει η ώρα η μέρα γίνεται λιγότερο ροζ και περισσότερο κίτρινη. Η ζέστη φουντώνει. Προσπερνάω τα αγροτικά με τις καρότσες και κάνα δυο ΙΧ που πάνε σαν τις κότες. Μετά πιάνω αριστερή λωρίδα και συνεχίζω προς Βόλο. Αυτός κοιμάται.
Οι ώρες περνούν. Κοντεύει μεσημέρι. Η κασέτα παίζει Μιχάλη Βιολάρη. Λίγο πριν τη Λάρισα κάνω στάση για κατούρημα. Κάμπος γύρω μας, ξεραΐλα. Κάνα δυο γαϊδούρια βόσκουν κάτι σανά και πιο κει ένα κοπάδι πρόβατα γυροφέρνει μια ετοιμόρροπη στάνη. Άνθρωπος πουθενά. Ορίζοντας άδειος.
Ανακουφίζομαι πίσω από το φορτηγό και κάνω μερικά βήματα να ξεμουδιάσω. Ο άλλος έχει ξυπνήσει. Τον βλέπω να ανοίγει την πόρτα και να πηδάει έξω. Τρίβει τα μούτρα του και βγάζει τσιγάρο με τη μία. Πλησιάζει και κοιτάμε μαζί τον κάμπο.
«Πάμε μία από το χωριό», μου λέει δείχνοντας κάτι χαμόσπιτα λίγο πιο κάτω.
«Να κάνουμε τι;», τον ρωτάω κοιτώντας τις κεραμιδένιες σκεπές. «Εκεί δε θα’ χει ούτε ψυχή ζώσα».
«Πάμε που σου λέω, μια ώρα καθυστέρηση το πολύ, σιγά τα ωά να πούμε», επιμένει και υποχωρώ.
Τρία χιλιόμετρα παράκαμψη, χαρά στο πράμα. Ο δρόμος χωματένιος, κακοτράχαλος, τίγκα στο πουρνάρι. Στο κασετόφωνο Μαρινέλλα, «Πάλι θα κλάψω, πάλι θα γελάσω, τι κι αν εσύ χαθείς…». Σταματάμε λίγο πριν την πλατεία του χωριού και κοιτάζουμε τα πέριξ. Σπίτια ελάχιστα, διάσπαρτα γύρω από ένα πλάτωμα. Τριγύρω κίτρινα χωράφια. Φτωχός τόπος, άγονος. Παρκάρω το φορτηγό σε ένα ξέφωτο και ανηφορίζουμε αμίλητοι. Στο καφενείο παραγγέλλουμε καφέδες και ούζα. Μαζί.
Κοιτάζω τη σερβιτόρα με το ροζ βαθύ ντεκολτέ. Σαραντάρα, στρογγυλή, με κάτι στήθη σαν πεπόνια. Κοκκινομάλλα με φακίδες στα χέρια και στο πρόσωπο. Μάτια που πεταρίζουν. Στόμα μεγάλο και χαλαρό. Αδειάζει το δίσκο και με κοιτά με νόημα. Τώρα καταλαβαίνω την επιμονή του αυτουνού. Γυρνάει προς το μέρος μου, μου κλείνει το μάτι και γελάει. Ασχημάντρας αλλά καλή καρδιά.
«Τράβα», μου πετάει και αρχίζει να στρίβει ένα άφιλτρο.
Σηκώνομαι. Το εσωτερικό του καφενείου βρωμάει κλεισούρα και υγρασία. Στους τοίχους κρέμονται φωτογραφίες του Βέγγου και του Σταυρίδη, πιο κει μία της Μελίνας αγκαλιά με τον Ντασέν μέσα σε επίχρυσα κάδρα. Τα τραπέζια άδεια. Την ακολουθώ πίσω από τον πάγκο. Τα καπούλια της σαν ζωγραφιές. Στέκομαι απέναντί της στο ένα μέτρο απόσταση όταν τη βλέπω να ακουμπά στο μάρμαρο του νεροχύτη, να το καβαλά και να με κοιτάζει σιωπηλή.
Πλησιάζω και κολλάω πάνω της. Μυρίζει κάτι ανάμεσα σε σταφύλι και γλυκάνισο. Αργότερα μαθαίνω πως πριν έρθει στη δουλειά έφτιαχνε κόλλυβα για το μνημόσυνο του αδερφού της. Ο συνοδηγός μου το πρόλαβε αυτό, που πηγαινοέρχεται συχνότερα από μένα και ήξερε τα καθέκαστα από πριν.
Την αγκαλιάζω από τη μέση και χώνω το πρόσωπο στα μαλλιά της. Πλούσια και μαλακά, λες κι έχουν πιάσει φωτιά από το πολύ χρώμα. Η σάρκα της βαμβάκι. Της φιλάω το αυτάκι της και τη νιώθω να μου ριγάει. Της ξεκουμπώνω με το στόμα το σκουλαρίκι και το φτύνω κατά γης. Ούτε που δείχνει να τη νοιάζει.
Χουφτώνω τα ατελείωτα βυζιά και ρουφάω το λαιμό της. Αφήνει κάτι μικρά αγκομαχητά που με τρελαίνουν. Χαϊδεύω τη ράχη της παλάμης της και μετά κατεβαίνω προς τα κάτω. Χώνω το χέρι ανάμεσα στα μπούτια της και ανασηκώνω τη φούστα. Κάνω πιο πέρα την κυλόττα της και με το άλλο χέρι ξεσφίγγω τη λωρίδα. Ζευγαρώνουμε αμέσως, χωρίς πολλά πολλά. Με αγκαλιάζει.
Νιώθω καλά, είναι νωρίς κι έχω δυνάμεις. Γουστάρω και θέλω να γουστάρει κι αυτή. Εκείνη γδέρνει την πλάτη μου πάνω από το πουκάμισο και τραβάει βαθιές εισπνοές τη μυρωδιά μου. Νιώθω τα νύχια της σαν αρπακτικά πουλιά στη ραχοκοκαλιά μου. Τα βυζιά της έχουν πεταχτεί έξω από το μπλουζάκι της και κουνιούνται πάνω κάτω. Όμορφα βυζιά, αφράτα. Πάνω πάνω στο αριστερό έχει μια ελιά. Την αγγίζω. Πιάνει το χέρι μου και το σφίγγει.
Κάτι πάνω της μυρίζει πουτανιά και αληθινή αγάπη.
Με παρασύρει σα ζεστό ποτάμι. Νομίζω πως θα κρατήσει για πάντα όλο αυτό. Για ολόκληρη τη ζωή μου. Χάσιμο το κορμί της. Σαν ουρανός. Με σφίγγει και με κολλάει περισσότερο πάνω της. Γραπώνω τα καπούλια της και γινόμαστε ένα. Τελειώνω δυνατά, τέρμα μέσα της, ξεφυσώντας την άκρη του λαιμού της. Ξαποσταίνω στον ώμο της για μια στιγμή κι έπειτα επανέρχομαι στον κόσμο. Βγαίνω σιγά σιγά και σκουπίζομαι σε μια πετσέτα της κουζίνας.
Εκείνη κατεβαίνει αμίλητη από το μάρμαρο, συμμορφώνει τα ρούχα της και στρώνει τα μαλλιά της. Το βλέμμα της περίλυπο, σαν κάτι να περιμένει.
Βάζω το χέρι στην τσέπη μου και βγάζω κάτι χαρτονομίσματα τσαλακωμένα. Κάνω να της τα δώσω και με κοιτάζει άγρια. Απλώνω το χέρι και της τα βάζω στην παλάμη. Λέει «όχι» αλλά την αγνοώ. Της σφίγγω περισσότερο το χέρι. Ωραίο δέρμα, δροσερό. Απαλό σαν κοριτσίστικο. Αφήνω μέσα τα λεφτά και την κοιτάζω.
«Πάρτα».
Εκείνη τα πιάνει, τα τσαλακώνει χειρότερα, κι έπειτα τα πετάει στο πάτωμα και μου σκάει ένα σκαμπίλι που με στέλνει στα αστέρια. Τα μάτια της πετάνε φωτιές. Πάω ν’ αγριέψω και να τσαμπουκαλευτώ. Σηκώνω το χέρι δίπλα στο πρόσωπό της. Με πιάνει από τον αγκώνα και μου χαμογελά. Οι φωτιές έχουν ημερέψει. Κόβομαι σα να κράταγε μαχαίρι. Μου κάνει νόημα να βγω, κι εγώ τσακίζομαι να φύγω. Πριν φτάσω στην αυλή που με περιμένει ο άλλος, τρέχει ξωπίσω μου και μου χώνει στην τσέπη τα λεφτά. Έπειτα ξαναμπαίνει μέσα. Αμίλητη. Σαν ξένη.
Κάθομαι δίπλα του στην πλαστική καρέκλα. Νιώθω ένα τρεμούλιασμα γερό, μέσα κι έξω απ’ το κορμί μου. Ανάβω τσιγάρο και κοιτάζω προς τον κάμπο. Ο άλλος δε ρωτάει να μάθει αυτά που ξέρει από πριν. Τα γόνατά μου λυμένα.
Αγάπη. Πόσο κράτησε; Δυο τρεις ανάσες κι ένα βλέμμα.
Τελειώνουμε τα ούζα και τον καφέ, αφήνουμε τα φράγκα στο τραπέζι και κατηφορίζουμε προς το φορτηγό. Πριν σκαρφαλώσω στου συνοδηγού γυρίζω το κεφάλι και κοιτάζω πίσω. Κάτι γυναίκες πάνε προς το μαγαζί μα εγώ ψάχνω την άλλη, τη δικιά μου.
Τη βλέπω στο κατώφλι να με κοιτάζει από μακριά. Σηκώνω το χέρι και της γνέφω. Κάνει το ίδιο προς το μέρος μου, χαμογελά, κι έπειτα μπαίνει μέσα.
Το στόμα μου γεμίζει σάλιο. Ανοίγουμε το φορτηγό και πατάω ξανά την κασέτα. Αρχινάει ένα τραγούδι της Χαρούλας. Ο άλλος βάζει μπρος, γκαζώνει και σε λίγο ανηφορίζουμε προς Σαλονίκη. Ντάλα ήλιος, καταμεσήμερο. Τα καρπούζια βράζουν πίσω. Εμείς δεν βγάζουμε άχνα μπροστά.
Στρίβω και τον κοιτάζω. Το πουκάμισό του καρό, το παντελόνι του λιγδιάρικο, μες τη μαύρη τσαλάκα. Υπολογίζω πως πρέπει να έχει πάνω από μήνα να πλυθεί.
«Δε θα’ χει στο σπίτι του γυναίκα να τον πλύνει και να τον σιδερώσει, ο φουκαράς», λέω από μέσα μου και γέρνω στο τζάμι.
Το δικό μου πουκάμισο είναι σιδερωμένο και το παντελόνι με τσάκιση χτεσινοβραδινή. Μοσχοβολάει.
Ο ύπνος με παίρνει γρήγορα.
Βλέπω την αυλή του καφενείου, σε κείνο το χαμένο χωριό. Είναι φθινόπωρο, και πάνω απ’ τα σπίτια είναι μαζεμένα κάτι μεγάλα γκρίζα σύννεφα. Έχουν περάσει χρόνια, λέει. Εγώ έχω γκριζάρει κι έχω αποκτήσει κοιλιά. Στο πρόσωπο λίγες ρυτίδες. Βλέπω και τη γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά και τις φακίδες να γελάει στο κατώφλι, όμορφη σαν και τώρα. Αγέραστη. Στην αγκαλιά της κρατάει ένα κορίτσι, φτυστό εγώ όταν ήμουν μικρός. Το παιδί με κοιτάζει, μου χαμογελάει, μετά σηκώνει το χέρι του, με δείχνει και μου λέει:
«Το ροζ είναι κοριτσίστικο χρώμα, μην ξεχνάς».
Ξυπνάω απότομα και προσπαθώ να ησυχάσω την ταχυκαρδία. Γύρω μου χαράζει βράδυ ροζ.

*

©Μαρία Πετρίτση

φωτο©Στράτος Φουντούλης

vintage_under2