Αρχείο 02/07/2016
Ήταν ένα αυγουστιάτικο, ήσυχο βράδυ που η Αλίκη αποφάσισε να φύγει για λίγες μέρες στο εξοχικό . Γενικά της άρεσε η Αθήνα το καλοκαίρι και ειδικά τα βράδια. Οι λίγοι κάτοικοι που επέμεναν να μένουν στην Αθήνα , μόλις έδυε ο ήλιος, έβγαιναν σε μπαλκόνια και πλατείες , απολάμβαναν την ομορφιά των συνοικιακών θερινών σινεμά, σεργιάνιζαν χαζεύοντας στους δρόμους και άφηναν το καλοκαίρι να τους αγκαλιάσει. Ωστόσο, η Αλίκη, τις τελευταίες μέρες ένιωθε ασφυκτικά. Το σπίτι της, που άλλοτε λάτρευε να κάθεται , τώρα το ένιωθε να μικραίνει και να μικραίνει. Της φαίνονταν, πως οι τοίχοι και το ταβάνι θα τη συνέθλιβαν αν έμενε λίγο ακόμη. Όμως κι έξω όταν έβγαινε, δεν ήταν καλύτερα. Κάτι δεν την ικανοποιούσε και το χειρότερο ήταν πως δεν ήξερε τι.
Κάπως έτσι λοιπόν, αποφάσισε να φύγει όπως και έκανε. Είχε δύο χρόνια να πάει από τότε που έχασε τους γονείς της. Στο διάστημα αυτό, ο μόνος επισκέπτης του σπιτιού ήταν μια μακρινή της θεία που πήγαινε που και που και πότιζε τον κήπο.
Το εξοχικό της ήταν ένα παλιό και μικρό σπίτι δίπλα στη θάλασσα. Είχε πολλές αναμνήσεις από αυτό το σπίτι. Μικρή συνήθιζε να περνάει όλο το καλοκαίρι εκεί με τους γονείς της. Τα πρωινά κατέβαινε στην παραλία με τους φίλους της και δεν γυρνούσαν αν δεν έφτανε η ώρα του μεσημεριανού. Τα απογεύματα η μητέρα της, της έπλεκε πλεξούδες τα μαλλιά και εκείνη καβάλαγε το ποδήλατό της και ξεχύνονταν στα πλακόστρωτα σοκάκια του χωριού.
Χρόνια τόσο αθώα και ξέγνοιαστα. Ακόμα και οι καβγάδες με τους γονείς της ,που τότε την θύμωναν, τώρα φάνταζαν τόσο αστείοι. Τα χρόνια περνάνε και έχουν την τάση να ξεθωριάζουν τα συναισθήματα του παρελθόντος αφήνοντας μόνο μια γλυκόπικρη γεύση.
Μετά από ταξίδι κάποιων ωρών, η Αλίκη έφτασε στο χωριό. Είχε νυχτώσει και η πλατεία ήταν γεμάτη οπότε προτίμησε να πάει από τον περιφερειακό δρόμο, που θα την έβγαζε αμέσως στο σπίτι της. Όταν το είδε να ξεπροβάλλει πίσω από τη στροφή, ήταν το ίδιο οικείο, όπως τότε δύο χρόνια πριν. Η θεία της είχε κάνει πολύ καλή δουλειά και τα δένδρα του κήπου είχαν θεριέψει και αγκαλιάσει το σπίτι. Άφησε τα πράγματα, έκανε ένα ντουζ και βγήκε στη βεράντα. Αυτή η ώρα είχε από μόνη της μια μελαγχολία. Η σιωπή απλώνονταν παντού και μόνο κάπου κάπου τη διέκοπτε ο παφλασμός των κυμάτων και οι μακρινές φωνές που έρχονταν από την πλατεία.
«Είναι ίσως η ευκαιρία μου να αντιμετωπίσω τους φόβους μου και όλα τα συναισθήματα που με βαραίνουν εδώ και καιρό», σκέφτηκε. Σε κάθε καρέκλα ,γύρω από αυτό το τραπέζι, θα κάτσει και ένα από αυτά.
Έτσι ,σιγά σιγά οι καρέκλες κατοχυρώθηκαν. Πρώτος έκατσε ο Χρόνος και δίπλα του η Απώλεια με τη Μοναξιά. Παραδίπλα έκατσαν τα παιδικά της Όνειρα παρέα με τις Επιθυμίες της και τέλος έκατσε, σοφός και βαρύς ο Θάνατος.
Η φαντασία της έτρεχε, να πλάσει τις μορφές των καλεσμένων της. Μόλις ο ήλιος ανέτειλλε η ομήγυρη θα διαλύονταν.
Μίλα Αλίκη. Μας κάλεσες σήμερα εδώ και από το επιτακτικό κάλεσμά σου ,φάνηκες απεγνωσμένη, ξεκίνησε ο Χρόνος και το ύφος του πρόδιδε μια χαιρεκακία ,ή τουλάχιστον έτσι της φάνηκε.
Και η Αλίκη μίλησε άναρχα και ελεύθερα και είπε ό,τι σκεφτόταν, ό,τι την καταδυνάστευε τόσο καιρό. Κατηγόρησε τον Χρόνο, που δεν σταματάει ποτέ, που πάντα καλπάζει και δεν νοιάζεται αν αυτή του η βιάση πιέζει τους άλλους.
-Κυλάς τόσο γρήγορα και τόσο ανελέητα που δεν προλαβαίνω να ζήσω όσα θέλω. Με κάνεις να αφήνομαι σε καταστάσεις και μετά έρχεσαι και τα αναποδογυρίζεις όλα, φώναζε. Δεν ξέρω ποτέ αν μου είσαι αρκετός και όταν θέλω να περάσεις όσο πιο γρήγορα γίνεται εσύ βολεύεσαι αναπαυτικά στη πολυθρόνα σου και παίζεις μαζί μου.
Έπειτα γύρισε προς την ξεχασμένη παιδική της ηλικία. Δεν ήταν θυμωμένη πια. Απευθύνθηκε προς τα Όνειρα τις σχεδόν γελώντας. Θυμήθηκαν μαζί όσα σχεδίαζαν παλιά. Πως θα μεγάλωνε και θα ταξίδευε σε ολόκληρο τον κόσμο, πως θα τρώει μόνο γρανίτα φράουλα για πάντα. Πως θα γίνει ζωγράφος και θα σχεδιάζει όλα όσα όμορφα επιμένουν να κρύβονται.
Και τα Όνειρα την ενθάρρυναν! Αν εξαιρέσεις το ότι πλέον δεν τρεφόταν μόνο με γρανίτα φράουλα ,είχε ταξιδέψει αρκετά και τα χέρια της, αγκαλιά με τα πινέλα συνέχιζαν να φανερώνουν την ομορφιά μέσα από την ασχήμια.
-Εμένα γιατί με κάλεσες, ρώτησε η Μοναξιά και η Απώλεια έδειξε να συμφωνεί μαζί της.
-Σας φοβάμαι. Μοιάζετε τόσο πολύ εσείς οι δύο. Κάθε φορά με αφήνετε μισή και εγώ δεν ξέρω πως γίνεται και συνεχίζω με τα κομμάτια μου να λείπουν. Σκέφτομαι πολλές φορές ότι μπορεί τελικά να ερχόμαστε στον κόσμο ολόκληροι και να φεύγουμε γιατί στο τέλος διαλυόμαστε. Δεν θέλω την παρέα σας, γιατί μου θυμίζετε όλα όσα θέλω να ξεχάσω. Η Απώλεια μου παίρνει ανθρώπους που αγαπάω , σχέσεις που ήθελα να κρατήσω, καταστάσεις που δεν ήθελα να τελειώσουν. Και ύστερα έρχεσαι εσύ, Μοναξιά. Ισχνή και απόμακρη ,με τα μακριά και μπερδεμένα σου μαλλιά, τα αποστεωμένα σου δάχτυλα και το θολό σου βλέμμα. Κάθεσαι απέναντι μου και μου επισημαίνεις πώς έχει η νέα τάξη πραγμάτων. Αντίθετα, με όσα μαρτυράει η εμφάνισή σου, όταν κάνεις τη δουλειά σου γίνεσαι τόσο δυναμική!
Η Αλίκη μίλαγε με τόσο θυμό και τόση ορμή, που όταν τελείωσε ήταν εξαντλημένη και λαχανιασμένη.
Στον τελευταίο της καλεσμένο αν και είχε πολλά να πει, δεν βρήκε τίποτα να μπορεί να χωρέσει όλα όσα ένιωθε γι’ αυτόν. Τον έβλεπε να στέκει εκεί ,αμίλητος, ακουμπισμένος στη μαγκούρα του. Πέρα από φόβο και δέος, η μορφή αυτή της προκαλούσε και ένα περίεργο είδος συμπάθειας. Ίσως η σοφία που απέπνεαν οι λευκές του τρίχες και το γερασμένο του σώμα, να τον έκαναν λιγότερο τρομακτικό, ίσως και όχι.
Σαν να ήξερε τι σκεφτόταν, εκείνος είπε: « Ποτέ δεν θα εξοικειωθείς μαζί μου και ποτέ δεν θα γίνω φίλος σου. Και αυτό γιατί είναι αντίθετοι οι ρόλοι μας. Εσύ ονειρεύεσαι το παντοτινό, εγώ δεν ξέρω καν τι σημαίνει αυτή η λέξη. Εσύ μυρίζεις θάλασσα κι εγώ λιβάνι.
Όπως καταλαβαίνεις λοιπόν, δεν συνυπάρχουμε ποτέ. Μπορείς μόνο να με αποδεχθείς σαν αναγκαίο κακό, έκλεισε αστειευόμενος.
Η νύχτα έσπαγε σιγά σιγά από κάποιες θαρραλέες αχτίδες φωτός. Η Αλίκη άρχισε να συνειδητοποιεί πως όσα φοβάται είναι μέρος του εαυτού της. Μελλοντικές μάχες που δεν σταματούν γρήγορα. Αυτή ήταν η αρχή.
Πριν ξημερώσει ακόμη τελείως, η Αλίκη κατέβηκε γυμνή τα σκαλιά της βεράντας και αφέθηκε να πέσει στη θάλασσα. Χαρούμενη και ήρεμη με μία αίσθηση αυτοκυριαρχίας βουτούσε το πρόσωπό της στο παγωμένο και σκοτεινό νερό. Ήταν το πρώτο μπάνιο του καλοκαιριού και ένα από τα ωραιότερα της ζωής της.
*
©Μαρίλια Γιακουμή
φωτο©Στράτος Φουντούλης
Στηρίξτε την προσπάθειά μας με ένα απλό like στο facebook. Ευχαριστούμε
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.