Ασημίνα Λαμπράκου, My way

Αρχείο 10/07/2017

fav-3

Το άσπρο του βουνού βότσαλο Κι η μαρτυρία της Άνοιξης Το κορμί του· ανθρακομμένος βράχος πέρα στο πέλαγο μακριά Το αγόρι
Γυναίκες του τάματος με λάμδα από λιβάνι και λατρεία στα ριγηλά τα χέρια στου Άη Λια μαζεμένες το ’ξωκκλήσι στην πέτρα πάνω του βουνού
Η κόρη δώδεκα χρονώ παιδί στον ύπνο με το γυμνό πέλμα και τα χείλη τα φεγγαρένια Το βραδινό κι η νύχτα αφέγγαρη Θεία αγρύπνια
Το μικρό φιδάκι από τον κόρφο της ελιάς δραπετεμένο
Σαν έγλειψε σκόρδο λιωμένο στην άκρη του ασβέστη στης ελιάς γύρεψε δρόμο να επιστρέφει παρά στης κόρης το γυμνωμένο στήθος
Έτσι ανάσανε κι αυτό κι αλαφρωμένο από την άλλη έγειρε
να το χαρεί γυμνό του ανέμου το ανέκκλητο το φύσημα πριν
από του αυγερινού το έβγα
Το πρωινό η καμπάνα κι η νηστεία· ξεκίναγε η μέρα και Το αγόρι άφαντο όπως το γύρεψε της κόρης το διψασμένο βλέμμα
Κάτω από τον αγκώνα βαθειά ο βράχος Το χέρι το σκισμένο το ’θρεφε η θάλασσα· λευκή -όπως η αλυκή στ’ αλάτι- η πληγή πονούσε
Το μάτι της πουλί που τον ορίζοντα τον σκίζει Γύρισε τη διάθεση
λάδι στ’ άσβηστα καντήλια να προσθέσει· το φιτίλι να σηκώσει
της νύχτας να μαζέψει τ’ αποφόρια και τη σελήνη που στο θόλο
ξαστοχούσε
Το άσπρο του πελάγου το ακλόνητο Κι η μαρτυρία του θεού το βύθισμα της μέσα-γης δυο οργιές κάτω από το βράχο
Η θάλασσα γυμνώθηκε
Λες από δίψα ο Ποσειδώνας την ορέχτηκε και την κατάπιε Το αγόρι ακόμη να φανεί κι όπως ο Απόλλωνας αγνάντια το φέγγος του
είχε σκορπισμένο- το πουλί στο μάτι της κόρης θαμπώθηκε
σκιάχτηκε φτερούγισε αρπάχτηκε κι από λαχτάρα αδέξια έφτιαξε φωλιά με τα μαλλιά της
πάνω στους ώμους τούς λευκούς τούς μαρμαροσμιλεμένους
Εκεί κούρνιασε την κόρη να προικίζει λεπτούς λαρυγγισμούς
και κελαηδήματα που· δώδεκα χρονώ παιδί με του έρωτα είχε
τ’ αγκάθι τρυπηθεί ._

fav-3

©Ασημίνα Λαμπράκου

φωτο©Στράτος Φουντούλης

vintage_under2