Aρχείο 11/07/2017
Είπε το “ναι”
στα πόδια της Κίρκης
έσκυψε και
στην αθανασία
πόνταρε
ολόκληρη τη ζωή του
“Κάπου μεταξύ Ρώμης και Νάπολης, στο μέσον του αρχιπελάγους συνάντησα ξανά εκείνον τον παράξενο ταξιδιώτη. Τι απόγνωση, τι χίμαιρα στ΄άδεια του μάτια. Ποτέ δεν γύρισε ο Οδυσσέας. Ποτέ δεν επέστρεψε στην Ιθάκη, τα παλιά του παλάτια, τα υποστατικά, τα κτήματα όλα ρήμαξαν. Ο γιος του χάθηκε μες στα κύμματα, προσθέτοντας τ΄όνομά του πλάι στους ατέλειωτους ανώνυμους των βυθών. Εκείνος που σμίλεψε τη μορφή του, ίσως για χάρη του Τιβέριου, ίσως γιατί όλα τ΄αριστουργήματα πραγματώνονται έξω απ΄τον κόσμο, έκρυψε στα σπήλαια της Σπαρλένγκα, επεισόδια μιας συναρπαστικής ιστορίας. Ο ασκοφόρος του οίνου, το τρομερό χέρι της Σκύλλας, σπαράγματα απ΄τ΄αθησαύριστα μάτια του παράξενου ήρωα, ένας πιστός σύντροφος. Μπορεί ο Ελπήνορας που ΄χε όλη τη ζωή μπροστά του προτού η πλάνη τον συντρίψει, μπορεί κάποιος που λησμόνησαν για πάντα όλες του κόσμου οι ραψωδίες. Όλοι τους παράγραφοι της ίδιας ιστορίας. Πρόσωπα που σημάδεψαν με τ΄όνομά τους την ανθρώπινη τέχνη. Μορφές του έπους, πρωταγωνιστές της ανθρώπινης τραγωδίας και του ταξιδιού. Ψυχές γεμάτες κατάφαση εμπρός στο καβαφικό “ναι”, κουρέλια ενός κόσμου δίχως τέλος και όρια.
Ήταν στα οράματα της ιταλικής λογοτεχνίας, ίσως σε μια παραφορά του Καλβίνο που έλαμψε η αλήθεια για πρώτη φορά. Ένας Οδυσσέας, πιστός στ΄ακατόρθωτο, εραστής του κόσμου που όσο και αν βυθίστηκε στο νόστο, ποτέ δεν άφησε τις θάλασσες. Ένας ήρωας, σαν αυτούς που ξοδεύονται δίχως ανταμοιβή, ένας λάτρης του ταξιδιού, του επέκεινα. Φτιαγμένος από σώμα και φωνή, έξω απ΄τον χρόνο και τ΄ανθρώπινα. Ο πρώτος που θ΄αψηφήσει τους θεούς, που μόνος θα ορίσει ξανά τον κόσμο και θα τον ερμηνεύσει. Γεννημένος για τους στίχους, τ΄αγάλματα, τα καλοκαίρια. Ένα μέτρο για τ΄ανθρώπινα που ποτέ δεν θα καταργηθεί.Εκείνο το επίμονο πλήρωμα που θα χαθεί, διατρέχει σαν ισημερινός ολόκληρο το φάσμα του μυστηρίου της ζωής.
Εκτός από τον Οδυσσέα, τον πολυμήχανο, εκείνον που χάνει και βρίσκει κάθε τόσο το κουράγιο του, συνοψίζοντας το δράμα που επιφυλάσσει η ζωή και το πεπρωμένο. Εκείνον που αποτίει φόρο τιμής στη νεκρή μητέρα του και έπειτα γίνεται ο ίδιος σπονδή στους υπέροχους βωμούς αυτού του κόσμου. Ανάμεσα σε φεγγάρια και κινδύνους ο Οδυσσέας αποκαλύπτει θαύματα, φθάνει σε κόσμους που αλλιώς δεν θα υπήρχαν. Στην καρδιά του κρατά μια θέση για την αγαπημένη Ιθάκη που μπορεί σε κάθε σημείο αυτού του αρχιπελάγους κάποτε να έλαμψε. Όμως το μεγαλείο του κόσμου, οι χίλιες και μία όψεις του, τ΄ανυπέρβλητο και το χιμαιρικό που θρέφει την καρδιά του, ένα είδος επίμονης και μακράς άσκησης, η παιγνιώδης ψυχή του, άλλοτε ανάμεσα σε λωτοφάγους και πάλι σε πόλεις του βορά στην ακμή της βιομηχανικής επανάσταση σημαδεύεται από την ανθρώπινη μοίρα.”
Στο μέσον της διάλεξης επέστρεψε ο άνθρωπος του όρμου. Η νύχτα χαμήλωνε όλους του θορύβους. Το καλοκαίρι είχε ριζώσει για πάντα στις καρδιές μας. Μέρος στο μεγάλο άθροισμα της νοσταλγίας που είναι το πιο τρυφερό φορτίο μας. Ένας ξαφνικός άνεμος έριξε όλα τα φώτα πάνω σ΄εκείνη τη μορφή. Κάποιος είπε πως γεννήθηκε μια τέτοια νύχτα απ΄τα αγάλματα. Άλλος έτρεξε και φίλησε τα χέρια του. Είπε μετά από χρόνια για τα μάτια του πως ήταν σκοτεινοί ωκεανοί και σώματα ηδονικά της φαντασίας μας. Είπε ακόμη μια προσευχή και όλος ο κόσμος έλαμψε μέσα του. Παλιοί κινηματογράφοι και χοροθέατρα άναψαν εκείνη τη νύχτα τους απόκοσμους φωτισμούς. Μια γυναίκα από αιώνες και από έρωτα φάνηκε έξω απ΄το εργαστήριο μ΄ολόμαυρο ύφασμα και όλη τη θλίψη ενός σπαρακτικού έρωτα. Οι παλιοί σύντροφοι έσφιξαν τα χέρια, ρώτησαν για τις ζωές τους που είχαν πια χωριστεί, έκλαψαν από συγκίνηση για την τύχη που τους επιφύλασσαν τα ύστερα. Τα ξημερώματα άφησε απ΄τα χέρια του ένα πουλί. Τ΄ακολούθησε με βλέμμα χορτοριασμένο ως την ακρη αυτού του κόσμου. Όλα τότε αποκαλύφθηκαν. Τα πλεγμένα του μαλλιά, τα σμιλευμένα και η απόγνωση του ατέρμονου ήταν όλα όσα κρατήσαμε από ‘κείνον. Την άλλη μέρα είπαν πως κάπου στ΄ανοιχτά πέρασε ο παλιός αρμενιστής. Είχε στο πλάι του τους θεούς, στην πρύμνη του δέσποζε ένας μικρός ηνίοχος από μπρούτζο και αύρα θαλασσινή. Έφευγε μαζί με τους θερισμούς, ορίζοντας πατρίδα τ΄αμετάφραστο ενός ελληνικού κόσμου παράξενου και μεταφυσικού που υπάρχει μες στην ψυχή αυτού του μαγικού καλοκαιριού.
“Κάθε ελευθερία είναι μια φιλοδοξία επώδυνη, ένας άξιος άθλος για να θυμόμαστε. Μια εκδοχή της κατοικεί τ΄απόμακρα νησιά του αρχιπελάγους.”
Η διάλεξη ολοκληρώθηκε εν μέσω χειροκροτημάτων και επευφημιών. Η Οδύσσεια υπήρξε ανέκαθεν μια υπόθεση γοητευτική. Το κοινό ένιωσε για πρώτη φορά την ελπίδα του ταξιδιού που ποτέ δεν τελειώνει. Την αρχή ενός δρόμου που πάντα θα φλέγεται, έξω από απ΄τον χρόνο, πέρα από ερμηνείες και κώδικες.
*
©Απόστολος Θηβαίος