Δημήτρης Σούκουλης, Κανίβαλος

Ο αναγνώστης είναι ένας αχόρταγος κανίβαλος.
Σας το λέω πρώτος κι εμένα πολύ να με συμπαθάτε και να αδιαφορείτε, βεβαίως – δικαίωμά σας – αν φτύνω δόγματα στα πεζοδρόμια σας και κάπως σας χαλνώ τη διάθεση.
Στεγνώνουν όμως εύκολα κάτω από τον ήλιο και με την υγρασία του πρωινού λύνεται στο τσιμέντο, στο μάρμαρο, στη πέτρα Καρύστου, η συντακτική τους δομή.
Επιμένουν τα εκφραστικά λάθη στα πατώματα, κατάλοιπα, περισσεύματα και λογιών προσωπικά σφάλματα.
Σκόρπια γράμματα.
Γραμμικά σύμβολα. Βελάκια, τελείες, μονοτονικές λέξεις.
Επιφωνήματα.
Ο δυσλεξικός σας, όμως, χαρακτήρας, με ανιονικές συστάσεις, καταλύτες και ανατάσεις, θα τα αναπλάσει όπως εκείνον τον βολεύει.
Δεν σας προσάπτω κατηγόρια. Ούτε και ευθύνη.
Κανείς από εσάς, λοιπόν, δεν πρόκειται να γλιστρήσει και να πέσει.
Να κολλήσει το πρόσωπο, να φιλήσει την πίσσα, το χαλίκι.
Στον χαμηλό ορίζοντά σας, αφήνουν, βέβαια, μικρής έκτασης λεκέ αλλά πείτε μου πόσοι από εσάς κυκλοφορούν σκυφτοί, στο καθημερινό σας πήγαινε-έλα, με το βλέμμα να σκουπίζει το χώμα, να στέκεστε σε λεπτομέρειες.
Πόσοι από εσάς πέσατε στα γόνατα, χτυπημένοι από το δέος, για να μαζέψετε ένα λουλουδάκι στις παρυφές του δρόμου, στις άκρες της νησίδας;
Μια απαρηγόρητη μαργαρίτα ή ένα βλαστό από χαμόμηλο, μια παπαρούνα πνιγμένη στην αιθάλη, στην άκρη βενζινοαντλίας ή δίπλα στην παραδοθείσα παραγγελία στοίβας συσκευασιών μεταλλικού νερού σε περίπτερο.
Αυτά πολύ σας εδόθησαν.
Πολύ ονειρεύτηκαν το θαυμασμό σας, το γυάλινο βάζο, την ακατάσχετη αιμορραγία, τον αργό θάνατο στο χλωριωμένο νερό της βρύσης των διαμερισμάτων σας.
Τη ματαιοδοξία.

Την Υστεροφημία.
Εσείς κυκλοφορείτε με κάθε λογής προστασία.
Με προστατευτικά με γυαλί ηλίου, μέσα από παραθυράκι μάσκας ηλεκτροσυγκόλλησης ακόμα και στο καταχείμωνο, τα παράγωγα βλέννας μας δε φαίνονται μέσα από τα φιρμάτα φετίχ σας.
Εισφρένετε προληπτικά οξυζενέ και ιώδια.
Οι ποιητές, από την άλλη, είναι χειροπρακτικοί του πόνου τους.
Δε βλέπουν. Είναι τυφλοί. Ψηλαφίζουν μονάχα.
Οι λέξεις προϊόν μιας εκτομής.
Κόβουν ό,τι εξέχει, ό,τι φλογίζει.
Ο πόνος όμως γύρω γύρω αντανακλαστικός.
Η τομή τους μεγάλη.
Γι αυτό τους βλέπεις οκλαδόν στους δρόμους – κομμένα πόδια.
Γι αυτό άλλους τους βλέπεις μπρούμυτα να φιλούν το πάτωμα – κομμένα μέχρι τους αγκώνες χέρια.

Ο αναγνώστης είναι ένας κανίβαλος.
Μια αποκλειστική νοσοκόμος σε βραδινή βάρδια.
Τραβάει το παραβάν, τις κουρτίνες, μακραίνει τις νύχτες μας, ισιώνει το μαλλί, βάφει το νύχι, τρώει τα πετσάκια, βολεύεται μέσα στη νύχτα στην πολυθρόνα της και μας αναγιγνώσκει δόσεις δόσεις, μασουλώντας κάτι για τη λιγούρα.

*

©Δημήτρης Σούκουλης

φωτο: Στράτος Φουντούλης