Μικρές ιστορίες
του Αγίου Φεβρουαρίου
Κάτι ώρες τον κερδίζουν τα τραγούδια. Πάει να πει πως καίγεται ανάμεσα στους στίχους, πως φορά τις σημασίες τους, θυμάται τα πρόσωπα, τα σχήματα και τις μορφές που καθιστούν τα πράγματα προσωπικά.
Τα τραγούδια της πατρίδας του αφηγούνται τη λαϊκή μυθολογία. Μιλούν για τις σκοτεινές γειτονιές του Σαραντάρη, για τις ατμόσφαιρες του Μεταξουργείου Κατάγονται από μια αδιάφορη πολίχνη, ζουν κάθε εποχή, με αδειανές σάλες και μ΄ορχήστρες αειθαλείς κρατιούνται στην ακμή τους.
Εκεί ανάμεσα, σαν μεσημβρινοί γεννιούνται οι πιο κάτω αφηγήσεις που έχουν βάση οργιαστική, Επειδή πάσχουν απ΄τον έρωτα και περιπαίζουν τον θάνατο.
Ήρθα και απόψε
Μουσική/Στίχοι: Ζαμπέτας Γιώργος/Βασιλειάδης Χαράλαμπος
Η Έλλη μετράει επτά δεκαετίες. Η οδός Πατησίων της ανήκει και όταν φθάνει το σαββατόβραδο, σεργιανίζει σαν πρώτα όλους τους δρόμους, όλα τα παλιά τραγούδια. Λένε πως η καρδιά της είναι στοιχειωμένη και πως έτσι θα χαθεί. Όμως εκείνη για όλους αδιαφορεί. Σαν έρθει το σαββατόβραδο, μες στην ηγεμονική της ομορφιά ακολουθεί τον δρόμο για το κοιμητήρι.Εκεί έχει ένα παιδί και τους γονιούς της και ένα σωρό φίλους που σταθήκαν άτυχοι.
Πού πας Έλλη;
Ποτέ δεν απαντά, ποτέ το πρόσωπό της δεν στρέφει σαν τάχα εκείνο το κοιμητήρι να ΄ναι της ζωής της ο μόνος ο σκοπός. Εκεί έχει ένα παιδί και μια μεγάλη της αγάπη. Πάντα όταν φτάνει στην αυλόπορτα κάπως διστάζει. Συλλογίζεται μια στιγμή μονάχα αν το μπορεί και έπειτα ακολουθεί το μονοπάτι για τα μνήματα.
Εκείνο τ΄απόγευμα μύριζε αγιόκλημα και είχαν γείρει οι νερατζιές από τους ίσκιους. Ωραία και μονότονη εποχή, ακμαία φθάνει και ακμαία χάνεται στα προπύλαια της ζωής μας.Καθώς βάδιζε άκουσε που ΄φερνε ο άνεμος κάποιο γνωστό τραγούδι. Για μια στιγμή της φάνηκε πως τα λουλούδια τα φυτεύουν στον ουρανό και πως η ευτυχία της ήταν φτιαγμένη από ένα υλικό που δεν υπάρχει.
Έπειτα ήρθε η νύχτα και ίσως άλλη μια βροχή. Και η οδός Πατησίων πήρε να θυμίζει τα λάδια των ζωγράφων που ως γνωστόν κρατούν θολή και ανομολόγητη την αρχική του αφορμή.
Αμάν Κατερίνα μου!
Μουσική/ Στίχοι: Σ. Περπινιάδης/ Τούντας Πάνος
Επί της οδού Τσώρτσιλ που ΄ναι πια γνωστή με το τωρινό της όνομα λειτουργούσε το μαγεριό της Κατερίνας. Είχε κάτι πολύχρωμους φωτισμούς έξω, γιρλάντες να πούμε σαν κέντρο παραλιακό. Έμοιαζε απ΄ εκείνα τα μαγαζιά της σειράς μα όποιος το ισχυριζόταν δεν είχε κατά νου την Κατερίνα. Όταν ξυπνά χίλια πουλιά την αναγγέλουν και οι εύζωνες περνούν απ΄την αυλή της, χαιρετίζοντας τα σώματα.
Βγείτε να δείτε, το Ρινάκι πάει για το νερό, κοιτάξτε πώς την λαχταρά ο γανωματής, δείτε το γαλανό της φόρεμα με τα φτερά του παγονιού ζωγραφισμένα ως κάτω στους αστραγάλους της.
Στα μπαλκόνια οι μάγκες γράφουν για ΄κείνη τραγούδια απελπισμένα, οι μοτοσικλέτες περνούν σαν επιτάφιοι, αργά με στολισμένα παιδιά και ανοιχτά θερινά πουκαμισάκια. Όμως η Κατερίνα δεν δίνει σημασία σε όλα τούτα. Και αν είναι όμορφη και αν είναι λίγα, τόσο λίγα τα είκοσι μονάχα καλοκαίρια της, ο νους της ταξιδεύει στου κόσμου τα λιμάνια.
“Κατερίνα μου, απόψε φτάσαμε στις Ινδίες. Να δεις ένα θέαμα παράξενο και ένα πλήθος φαιδρό δίχως σκοπό να γεμίζει τις κατάμεστες πόλεις. Οι γυναίκες τους έχουν πρόσωπα βαμένα με ήλιους και φεγγάρια και σχήματα και όλοι μαζί πνίγονται μες στα ποτάμια στ΄όνομα ενός άγνωστου θεού.Μα σου ορκίζομαι Κατερίνα μου, πως την δική σου ομορφιά ποτέ δεν την αντίκρισα ως τώρα. Και είναι στιγμές που συλλογίζομαι να παρατήσω ετούτη τη ζωή και να΄ρθω κοντά σου, ως το τέλος να ζήσουμε Κατερίνα μου.Φίλα μου μια χούφτα χώμα απ΄την Άνω Πόλη και να με συλλογίζεσαι Ρηνιώ μου. Θα σου γράψω ξανά, θα δεις.”
Βουνό με βουνό δεν σμίγει
Μουσική/Στίχοι: Χιώτης Μανώλης/Χιώτης Μανώλης
Ρώτησε παντού για ΄κείνη. Άλλοι του ΄παν πως δεν την ήξεραν και ας τριγυρνούσαν εκεί οι δυο τους απάνω στον μεγάλο έρωτα. Κάποιοι τον πήραν παράμερα και τον συμβούλευσαν να πάψει να την γυρεύει. Του΄παν πως ετούτη η αγάπη, πάει τέλειωσε, του ΄παν πως τα σκαλοπάτια της ζωής είναι από πέτρα, πως πρέπει να κάνει κουράγιο και να μην την γυρέψει, καμιά τρέλα να μην κάνει.
Όμως εκείνος δεν πείθεται, έχει χάσει πια τον ύπνο του, γυρνά μεθυσμένος μες στην πολιτεία, στα παλιά τους στέκια ρωτά μ΄απελπισία και άντε πάλι, σταγόνα τη σταγόνα να πίνει τούτο το δηλητήριο.
Χθες τ΄απόγευμα την αντάμωσε στη γειτονιά. Κοιταχτήκαν από μακριά. Ήθελε να φωνάξει τ΄ονομά της, όμως τα τροχοφόρα και εκείνος ο νεαρός που φιλά τα χέρια της, το σκοτάδι με την αγωνία του, άρπαξε την ανάσα του.
¨Να κάνεις πίσω, δεν σε θέλει ετούτη η γυναίκα. Αν αγαπάς θα περάσει με τον καιρό θα δεις”, θυμήθηκε τα λόγια του Ορέστη. Όμως η αγάπη δεν είναι από σύνεση φτιαγμένη και ήδη μετρά τρεις χειμώνες στη φυλακή, δίχως άνθρωπος να τον γυρέψει.Το πρόσωπό της πια δεν σώζεται.
Καίγομαι, καίγομαι
Μουσική/Στίχοι: Ξαρχάκος Σταύρος/Γκάτσος Νίκος
Δεν την αγαπά. Τώρα το ξέρει καλά. Μπήκε μεσάνυχτα στο μαγαζί του λιμανιού.Θα τραγουδήσει, θα χορέψει με το ντέφι της, σπασμένη μυστικά ως τις πηγές της καρδιάς της. Καπνοί και αμανέδες και ονόματα χαμένα στο πέλαγο, κορμιά χαμένα. Τίποτε απ΄εκείνη δεν σώζεται απόψε, κανείς δεν θα μάθει πόση η μοναξιά της, κανείς δεν θα νιώσει πως εντός της κυλά το δάκρυ και είναι ξενιτιά τούτος ο τόπος και τούτη η ζωή. Τραγουδά μες στο βυζαντινό της κάδρο, κάπως θολή και ανεπανάληπτη, σαν ζωγραφιά. Και είναι για τον έρωτα και για τον θάνατο κιόλας δοσμένη καλά βαλμένη στο τέμπλο του κόσμου.
Το μαγαζί δουλεύει ως το χάραμα. Έπειτα πνίγεται στη λύπη της. Ανάβει, λέει τα φώτα, σαν να΄ταν γιορτή, ανάβει τα φώτα, εκείνη που ΄χει φωνή σαν των θεών, εκείνη που ανήκει κιόλας σε καιρούς παρελθοντικούς. Ένα χαμένο εδάφιο, εκστατικό και του αηδονιού η ψυχή.
Είπε, πάει τέλειωσε με τα τραγούδια. Όμως εκείνη την κρισιμότατη ώρα που τα λόγια φτωχαίνουν, ήρθε ο Πασατέμπος του Μανώλη Χιώτη με τον αργό, θλιβερό σκοπό του και όλα ανατράπηκαν. Πήρε και έγραψε μια τελευταία ιστορία, για το Χριστινιώ της Κοκκινιάς που έπαθε από έρωτα και έζησε τις τελευταίες της στιγμές κλεισμένη σ΄ένα κλουβί, κίνδυνος για τον ίδιο της τον εαυτό.
Όμορφο που΄ναι το κορίτσι σου, του φωνάζουν απ΄τους καφενέδες. Οι μάγκες χτυπούν τις πλάκες, ανασηκώνονται απ΄τις θέσεις τους, πράγμα μεγαλειώδες γι΄αυτήν την αδάμαστη φυλή.
Όμορφα που καίγονται τα στήθη της, φωνάζουν απ΄τα καλντερίμια χαμίνια, ναύτες και στρατιώτες υπό μετάθεση, με δίκοχα και καρδιά θερμή.
Όμορφα που ανθίζουν τα χείλη της, φωνάζουν οι έμποροι απ΄τις στοές και ύστερα ξανά στο παζάρι του κόσμου, ωχ αμάν, αμάν,
Πώς θα ΄θελε να ΄ταν αλήθεια εκείνες οι φωνές, μα τα΄χουνε συμφωνήσει, γι΄άλλου τα μάτια σεργιανίζουν την αγορά.
Ιδέες να μην βάνεις στο μυαλό σου, του΄ χε πει αποφασιστικά και έγινε μαρτύριο από τότε κάθε Κυριακή. Και η ομορφιά της μνήμες .
*
©Απόστολος Θηβαίος
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.