Sylvia’s mother says Sylvia’s tryin’ to start a new life of her own
Sylvia’s mother says Sylvia’s happy so why don’t you leave her alone
Το κορίτσι του Nick Ut μπροστά μου
Mε λυγισμένο το γόνατο και τα χέρια στους αγκώνες σαν οστά από φτερά μικρού πουλιού, το κορίτσι εμπρός μου θα έμοιαζε με εκείνο που έτρεχε γυμνό στη φωτογραφία του Nick Ut
Αυτή όμως στεκόταν όρθια και στητή μέσα στην τσίγκινη σκάφη όπου την έπλενε η μάνα της
Την πατάτα σου, τρίψε μωρή την πατάτα σου!, της πέταξε η μάνα της κι έβγαινε ένα κόκκινο διαταγής μέσα από τα μάτια κι η φωνή της παχιά και σαλιωμένη από τα στρογγυλά της μάγουλα
Άγνωστο τότε σε μένα γιατί, μα καιρό μετά θα έδενα την παρατήρηση με αναφορές γραφιάδων στην σημασία που είχε τότε η …πατάτα για τις γυναίκες και με ποια μυσταγωγία μετέδιδαν από μεγάλη στην πιο μικρή αυτό το μυστήριο σαν μεταξύ τους μυστικό
Έσκυψε το κορίτσι και, παίρνοντας το μικρό πετσετάκι το αλειμμένο με πράσινο σαπούνι, άρχισε να τρίβει την πατάτα της που, κι αυτή μετά από χρόνια, θα αποκτούσε μέσα από σελίδες ποιημάτων την εικόνα ενός χλωμού άγουρου βερίκοκου έτσι όπως τώρα το έβλεπα ανάμεσα στα πόδια της αφράτο και κίτρινο σα ψημένο μπισκότο με το λιγοστό αχνό χνούδι του, χνούδι νεοσσού
[***]
Η γκαζιέρα της κυρά-Λένης
Ήταν από τον φόβο του δασκάλου που κολλούσαμε την τσίχλα κάτω από το θρανίο
Κι ήταν ο άλλος φόβος που μας έκανε να τη γυρίζουμε στο στόμα και να την μασάμε ως να χάσει την ουσία της παίρνοντας δικό της εκείνο που μας ανήκε και είχε ήδη κλέψει: μήπως η τσίχλα φτύσει το αίμα μας που είχε αντλήσει καθώς τη μασούσαμε λίγο πριν, όπως ήταν ανάποδα κρεμασμένη κάτω από το θρανίο, κοντά, πολύ κοντά στη ζέστα των ποδιών μας
Γι’ αυτή την σύγχυση, ευθύνη έφερε η γκαζιέρα της κυρά-Λένης
Στην κουζίνα της κυρά Λένης, τα Σάββατα της παιδικής μου ζωής κι αφότου είχα αφήσει τη δική μου σκάφη, εκτός από την εισαγωγή στην ανατομία του γυναικείου σώματος σαν παρατηρήτρια, είχα και την πρώτη μου εμπειρία στη χημεία της χρωστικής των σωμάτων
Η γκαζιέρα ακουμπισμένη επάνω στον πάγκο της κουζίνας, ζέσταινε συνήθως το νερό που έπαιρνε με ένα κατσαρολάκι να πλύνει και να ξεπλύνει την κόρη της
Μια μέρα που της ζητήσαμε να μας δώσει λίγες δεκάρες να πάρουμε τσιχλόφουσκες, είπε καθ’ υποψίαν τρομοκρατημένη: μη μασάτε αυτά τα πράγματα! σας ρουφάνε το αίμα… δε βλέπετε; άμα το βάλετε πάνω από τη γκαζιέρα στάζει το αίμα σας κόκκινο, και το βάλαμε
Το αίμα έσταζε εμείς φοβηθήκαμε η γκαζιέρα ξεδιψούσε – σωπάσαμε
[***]
Ένα λάμδα στη φουρκέτα του φωτιστικού
…και, ξαφνικά, ένα λ άρχισε να κρεμιέται από τη φουρκέτα του φωτιστικού στο ταβάνι πάνω από τη μύτη της, σάμπως για να τη φτάσει. Μα όπως δεν έφτανε, σα να μάκρυνε το ένα του πόδι κι ένα ι άρχισε να γεννιέται στην άκρη του. Μα καθώς κι έτσι δεν έφτανε, ιδρώτα έβγαλε απ’ τον κόπο και μια καταστρόγγυλη σταγόνα πιάστηκε στην άκρη του ι. Λιόλιο μου!, είπε τότε η γυναίκα, κι αυτό είναι όλο.
Τα νέα διέδωσαν την υπόθεση ενός, κατά τα λοιπά, δημιουργικού στο αποτέλεσμα ιλίγγου.
[***]
Πόνος είναι ο έρωτας
εκείνη έλεγε: ετούτο το σκίσιμο το γλυκό στην καρδιά της ήβης, κάλεσμα είναι για τον έρωτα
οι άλλοι έλεγαν: ο έρωτας είναι πόνος· η αγάπη είναι πόνος / πόνος είν’ ο έρωτας· η αγάπη πόνος
πεισμένη πως κάτι συνέβαινε με την ίδια, εκείνη είπε: κάτι κακό, κάτι παράταιρο έχω πάνω μου / άλλα καταλαβαίνω
κι ένα σφυρί έπιασε και με μανία κοπανιόταν
έτσι που στο τέλος την πόνεσε ο θάνατος και την πήρε
κι όπως αναχωρούσαν, είδε το φεγγάρι και τον ήλιο
σε μιαν σκοτεινή αχλύ να σβήνονται και τ’ άνθη, όλα, τα χρώματα να χάνουν
τότε κι εκείνη πόνεσε και γι’ αυτό είπε: αυτός είναι ο έρωτας
κι αγάπησε τον θάνατο
*
©Ασημίνα Λαμπράκου
φωτο: Video still from Dr. Hook & The Medicine Show ~ «Sylvia’s Mother» >
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.