Άννα Μπουτσουρίδου, Μια λέξη μου χτυπάει επίμονα την πόρτα


Ημέρα πρώτη
Μια λέξη μου χτυπάει επίμονα την πόρτα. Χτυπάει σαν το τικ του ρολογιού -σηκώνομαι- Στο τακ προλαβαίνω ξανά να μαρμαρώσω.  Μένω αγκυλωμένος σαν παρένθεση που κρέμεται.  Ο μισός εδώ, ο υπόλοιπος ούτε και ξέρω. Το χτύπημα μου αναδεύει διάφορα. Σκύβω με περιέργεια μέσα μου να τα δω. Και μόλις αρχίζω να βλέπω αποκοιμιέμαι.  Ποτέ κανείς δεν μου έχει προκαλέσει τόσο γρήγορα ανία.

Ημέρα δεύτερη
Μια λέξη μου χτυπάει την πόρτα.  Μην είναι ωρολογιακή βόμβα; Μπα, όχι. Ηχεί σαν νότα από κάποιο όργανο ο χτύπος αυτός. Σαν άρπα που την κρατάει άγγελος μοιάζει.   Αλλά απ τον έβδομο χτύπο και μετά αλλάζει.  Σαν να κουβαλήθηκε μαζί του κάτι απ τα υπόγεια. Τότε ακουμπάω την παλάμη στην καρδιά μου να αφουγκραστώ. Συγχρονιζόμαστε.

Ημέρα τρίτη
Χτυπάει επίμονα, μα δεν της ανοίγω.  Αν και για χρόνια στην υποδοχή, με το ημίψηλο και τα παπούτσια γυαλισμένα.  Για να αποσπάσω την προσοχή μου το ρίχνω στην δουλειά.  Πιάνω το ματσακόνι, στυλώνω τα μπουντέλια.   Σιγοσφυρίζω αδιάφορα.  Ανάβω τσιγάρο. Ρίχνω μια ματιά στο βιβλίο εσόδων-εξόδων.  Κάτι χρωστούμενα, κάτι δανεικά.  Ένα χωραφάκι με αμπελοφάσουλα. Το μεσημέρι στέκομαι και αγναντεύω το βιος μου.  Μετράω τα κύματα σαν καλός ναυτικός.  Με πιάνει απορία.  Πότε μαζεύτηκαν εδώ τόσα άχυρα;   Τι τα κρατούσα, ταγγισμένα τυριά και γκλίτσες;  Κάνω έναν απολογισμό πάντα υπό τον ήχο του χτυπήματος.  Φέρνει κάτι από ταγκό, με βλέπω με το φράκο.  Σπίτια σε τοπία παραθαλάσσια ορθώνονται ολόγυρα, γλαροπούλια κρώζουν πετώντας.  Μια γαλέρα πολεμική τα εμβολίζει.

Ημέρα τέταρτη
Χτυπάει επίμονα την πόρτα μου μια λέξη.  ‘’Βάρα’’ λέω από μέσα μου.   Με κάθε χτύπημα σφίγγουν οι μεντεσέδες περισσότερο, μουλαρώνει το μάνταλο.  Ίσως με μια κλωτσιά. Με βαραίνουν της γνωριμίας τα τυπικά. Τα ‘’περάστε’’,  ‘’πώς είσθε’’.  Αφού το ξέρω:  Μόλις καθίσει στο σαλόνι, φώτα και υποβολείς θα πάρουν μπρος.  Θα λάμψουν τα χρυσά φλουριά. Θα μετρήσουν τα κλεμμένα. Και όπως θα μιλάει, θα ακούω εγώ με μάτια διάπλατα.  Για ένα ολόκληρο λεπτό.  Θα είμαι έντιμος μαζί της.

Ημέρα πέμπτη
Μια λέξη χτυπάει την πόρτα μου.  Μοιάζει ο ήχος με βροχή.  Με επίμονο ψιλόβροχο.  Μα το γυρνάει ξαφνικά σε καταιγίδα.  Στο τζάκι θα θέλει να σταθεί.   Να συνομιλήσουν τα αναφιλητά της με τα τριξίματα των ξύλων.  Απ’ τα μαλλιά της θα κρέμονται τάματα.  Θα την κοιτάζω όπως θα στέκεται ολόγυμνη.  Από τον κόρφο της θα ξεχυθεί ένα τσούρμο παιδιά και θα κλαίνε.

Ημέρα έκτη

Μια λέξη επίμονα χτυπάει την πόρτα.  Ήρθε λέει από την άλλη άκρη.  Απ’ την συντέλεια του κόσμου γλύτωσε.   Θα με καλοπιάσει να πιώ το φάρμακο.
Άνοιξε βρε που είσαι όμορφος,  θα αρχίσει.
Μια κουταλιά όλη και όλη.
Μην κλαψουρίζεις, στο γένι σου ακόμα δεν σκαλώνει η παλάμη.
Μια σταγόνα μέλι έχεις στην άκρη των χειλιών σου.

Ημέρα έβδομη
Μια λέξη χτυπάει την πόρτα μου.  Στο ένα πόδι στέκεται σαν πελαργός.  Ξέρει το όνομα μου.  Χτυπάει σήματα μορς με το ράμφος της.   Μιλάει για φωνήεντα που τα κατάπιε η καταπακτή. Τα σύμφωνα πώς βρήκανε το δρόμο μες το δάσος.  Μυρίζει ζεστό γάλα.  Ποτέ δεν είναι αργά.
Τόση προσπάθεια να μείνουνε στη θέση τους.  Μια καρδιά, δυο μάτια, μια ελπίδα.  Απλά πράγματα.  Έτσι όπως τα έχουνε όλοι.

*

©Άννα Μπουτσουρίδου

φωτο: Στράτος Φουντούλης