Πώς αλλάζει κανείς όταν ερωτεύεται την ομορφιά

Edouard Manet

Από τον Πέτρο Μαρτινίδη

Αλέξανδρος Νεχαμάς, Μόνο μια υπόσχεση ευτυχίας. Η θέση του Ωραίου στην τέχνη και στη ζωή, μτφρ. Ελένη Φιλιππάκη, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2010, σελ. 168

Αν ήταν μόνο η ομορφιά που δίνει υποσχέσεις ευτυχίας, θα μπορούσαμε εύκολα να υπομείνουμε τις κάθε είδους διαψεύσεις ή απογοητεύσεις. Δυστυχώς, το ίδιο κάνουν και οι κυβερνήσεις. Και οι διαψεύσεις, εκεί, δεν σηκώνουν μοιρολατρική αποδοχή ή κάποια συνετή μετάθεση προσδοκιών. Ιδίως από εκείνους που δεν εμπιστεύτηκαν ποτέ τους τις υποσχέσεις της ομορφιάς.
     Η ιστορία του «προβλήματος της Δήλου» είναι γνωστή στους μαθηματικούς από ένα επεισόδιο που μεταφέρει ο Πλούταρχος. Καταπονημένοι από αρρώστιες και έριδες οι κάτοικοι του νησιού αποτάθηκαν στο μαντείο των Δελφών κι εκείνο τους παρήγγειλε να διπλασιάσουν τον κυβικό ναό του Απόλλωνα. Κάτι ακατόρθωτο για μια γεωμετρία του διαβήτη και του χάρακα (αφού η ακμή του νέου κύβου έπρεπε να είναι η τρίτη ρίζα του δύο, δηλ. το 1,25992… της αρχικής). Ωστόσο, το ουσιώδες μήνυμα του χρησμού ήταν να αφήσουν οι κάτοικοι της Δήλου τις μεμψιμοιρίες και τις έριδες και να καταπιαστούν με τα μαθηματικά, ώστε η σωτηρία να έρθει από την πνευματική τους καλλιέργεια.
Δεν ξέρω κατά πόσο μια ανάλογη συνταγή προσφέρεται για τις μέρες που περνάμε. Εάν, πάντως, οι αδικημένοι από τα μέτρα της άγριας λιτότητας, οι τόσο ευεπίφοροι να ξεσηκώνονται, να απεργούν και να διαδηλώνουν, διέθεταν κάτι από τους περικομμένους μισθούς τους για να αγοράσουν το βιβλίο του Νεχαμά και κάτι από τις μακρές τους συζητήσεις περί το μέλλον που μας επιφυλάσσεται, για να βρουν χρόνο να το διαβάσουν, ίσως η κατάσταση όλων γινόταν λιγότερο ανυπόφορη. Δεν ξέρω, επίσης, εάν μας περιμένουν καλύτερες μέρες κι αν θα βγούμε ποτέ από την περιβόητη οικονομική κρίση. Το να βγούμε όμως από την ακρισία, την απληστία και την προσήλωση στην τηλεοπτική χυδαιότητα, είναι στο χέρι μας. Η εποχή προσφέρεται απολύτως, όσο κι αν κάτι τέτοιο ακούγεται σαν πρόκληση, τη στιγμή που «ο κόσμος καίγεται». Αλλά τα πιο καλοχτενισμένα εφηβαία εμφανίζονται, όπως δείχνει η ιστορία, κυρίως σε εποχές κατά τις οποίες ο κόσμος καίγεται.
   Η ομορφιά πάντα μας γνέφει προς το μέρος της. Αν θέλουμε να επιμείνουμε στην τύφλα μας, είναι μάλλον βέβαιο πως δεν αξίζουμε καμιά άλλη υπόσχεση.
  Ο Αλέξανδρος Νεχαμάς είναι καθηγητής φιλοσοφίας και θεωρίας της λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο του Πρίνστον και, πέρα από βιβλία για φιλοσόφους όπως ο Πλάτων ή ο Νίτσε, έχει επίσης ασχοληθεί με την αισθητική ορισμένων τηλεοπτικών σειρών. Η σύνδεση δεν είναι παράδοξη, αφού όλο και πιο συχνά, πλέον, οι φιλόσοφοι ασχολούνται με το τι είπαν οι συνάδελφοί τους, σύγχρονοι ή προγενέστεροι, όπως ακριβώς κάνουν και οι αστέρες της τηλεόρασης. Ως προς την ομορφιά, όμως, η στάση των φιλοσόφων, μετά τον Καντ, έγινε στάση απολύτως ασηπτική. Κρατώντας μιαν εύλογη επιφύλαξη απέναντι στη μεταφυσική του ρομαντικού πάθους και στον ανορθολογισμό των συγκινήσεων, έσβησαν τη φλόγα από την αναζήτηση του Ωραίου και κατέστησαν την ομορφιά θέμα διατριβών και πολύπλευρων ερμηνειών – όχι θέμα έλξης, απόλαυσης και αισθητικής ηδονής, η οποία ανοίγεται στην αυτογνωσία.
  Σαν να τους άκουγαν, τα πλήθη της νεωτερικότητας συγκράτησαν την ψυχρότητα, δίχως να υιοθετήσουν την ερμηνευτική έφεση κι ακόμα λιγότερο την έφεση αυτογνωσίας. Έκαναν την ομορφιά κατανάλωση σε ευκαιριακούς περιπάτους, σε μουσεία ή σε αστικά πάρκα, για να αναζητήσουν αλλού τα ρίγη των ηδονικών ταραχών τους. (Σε ομαδικά γλέντια, τα πιο μεσογειακά πλήθη, ή σε περιοδικές αποχαλινώσεις αλκοόλ και σεξ, τα πιο βόρεια.). Έτσι, όμως, όσοι δεν μπορούν να βρουν την ηδονή στην ομορφιά της τέχνης, φοβάμαι ότι θα αδυνατούν και να δουν την ομορφιά στην ηδονή των αγαπημένων τους προσώπων – εκείνες τις στιγμές όπου η εγγύτητα του οργασμού μοιάζει να διαχέει ένα εσωτερικό φως, κάτω από μάγουλα ή κλειστά βλέφαρα.
   Η επιλογή του τίτλου, από το Περί έρωτος του Σταντάλ –«Η ομορφιά δεν είναι άλλο από την υπόσχεση της ευτυχίας»[1]– δεν είναι διόλου τυχαία. Εκείνο που θέλει να επαναφέρει ο Νεχαμάς είναι η πιο άμεση, η πιο βιωματική και, κατά μία έννοια, η πιο ερωτική σχέση με το ωραίο και τα έργα τέχνης. Ό,τι, δηλαδή, εισηγούνταν και η Σούζαν Σόνταγκ στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Μόνο που εκείνη το εισηγούνταν με την απόρριψη κάθε κριτικού στοχασμού και ερμηνευτικής συστηματικότητας. Ο Νεχαμάς, αντίθετα, εισηγείται την ανάμειξη διάνοιας και πάθους. Με την αισθητική απόλαυση να συγκροτεί, τελικά, ένα τρόπο ζωής.
   Θέτοντας στο εισαγωγικό κεφάλαιο το δίλημμα μεταξύ μιας στάσης σαν του Πλάτωνος –με τον έρωτα για το ωραίο να ξεκινά από απολύτως σωματικές αισθήσεις– και μιας στάσης σαν του Σοπενχάουερ –με την αγάπη για το ωραίο να συνδέεται με μια κατάσταση ουράνιας γαλήνης– υπερβαίνει αυτό το δίλημμα στα επόμενα κεφάλαια, με τις πιο προσωπικές του προτιμήσεις και εμπειρίες ως κορυφαία παραδείγματα. Και ηχεί απολύτως πειστικός, καθώς παραβάλλει, με αλλεπάλληλες ευκαιρίες, στάσεις απέναντι σε συγκεκριμένα έργα τέχνης, εικαστικά ή λογοτεχνικά, και στάσεις απέναντι σε πρόσωπα, φίλους ή ερωτικούς συντρόφους. Όπου επίσης εκτίθεται κανείς σε προσδοκίες ευδαιμονίας, οι οποίες διαψεύδονται, σε αισθήματα απλής συμπάθειας, που εμπλουτίζονται απροσδόκητα, ή σε κεραυνοβόλους έρωτες που αργοσβήνουν στην αδιαφορία. Όπως ακριβώς με καλλιτεχνήματα για τα οποία ακούει κάποιος πολλά και, περιμένοντας πολλά, απογοητεύεται σύντομα. Ή με άλλα, προς τα οποία έτρεφε μια μέτρια εκτίμηση κι έρχεται σιγά-σιγά να αναγνωρίσει τον πλούτο και την αξία τους.
   Στη ζωή όπως στην τέχνη, λοιπόν. Ή στην τέχνη όπως στη ζωή, κάνοντας πρωτίστως τη ζωή μια αγάπη για την τέχνη. Με μια ειλικρίνεια που δεν συναντάται συχνά, ο Νεχαμάς ομολογεί προσωπικές του αρέσκειες και απαρέσκειες, το πώς απαλλάχτηκε από καθηλώσεις, σε έργα τα οποία ένιωθε υποχρεωμένος να εκτιμά, ή το πώς επανήλθε σε έργα προς τα οποία η αρχική συμπάθεια έγινε σταδιακά έρως και πηγή νέων νοημάτων κι ακόμα πλουσιότερων αποκαλύψεων ομορφιάς, πέρα από όποιες νόμιζε πως ήδη εποπτεύει.
   Κορυφαία παραδείγματα αυτού του είδους το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο του Προυστ και η Ολυμπία του Μανέ. Μέσα από τα όσα παραθέτει, σε εικόνες και παρατηρήσεις, για να εκθέσει προσωπικά αισθήματα, πέρα από σχολαστικές κριτικές, έχει κανείς την ευκαιρία να μάθει εξαιρετικά ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες για τις συνθήκες δημιουργίας αυτών των έργων (ιδίως της Ολυμπίας και του περίφημου βλέμματός της). Λεπτομέρειες τις οποίες ποτέ δεν αξιοποιούν οι σχολαστικές κριτικές. Ενώ μέσω ενός τόνου εκμυστήρευσης, ο Νεχαμάς όχι μόνο πληροφορεί, μα και εμπνέει τους αναγνώστες του.
   «Όσο επιχειρώ να εμβαθύνω στην Ολυμπία τόσο καλούμαι να διευρύνω τη σχέση μου με τον υπόλοιπο κόσμο», επισημαίνει στο μέσον του τελευταίου κεφαλαίου. «Για να κατανοήσουμε την ωραιότητα ενός πράγματος πρέπει να συλλάβουμε την ιδιαιτερότητά του, πράγμα που απαιτεί να μάθουμε σε τι διαφέρει από άλλα πράγματα. Αυτό, με τη σειρά του, σημαίνει να μπορούμε να αντιληφθούμε, με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια, τι είναι τα άλλα πράγματα και πώς το καθένα τους διαφέρει επίσης από καθετί άλλο στον κόσμο. Ο έρωτάς μου για κάτι είναι αδιαχώριστος από την επιθυμία μου να το γνωρίσω και να το καταλάβω καλύτερα, και η επιθυμία αυτή δεν με απομονώνει από τον κόσμο –όπως πολλοί πιστεύουν– αλλά, αντίθετα, με φέρνει πιο κοντά σ’ αυτόν».
Το γεγονός ότι αυτή η επισήμανση ενός φιλοσόφου συμπίπτει απολύτως με εκείνο το τραγούδι που λέει: «Σ’ αγαπώ γιατί ’σαι ωραία / Σ’ αγαπώ γιατί ’σαι εσύ / Κι αγαπώ όλο τον κόσμο / Γιατί ζεις κι εσύ μαζί», σίγουρα ανατιμά τους στίχους του τραγουδιού. Χωρίς καθόλου να μειώνει, κατά τη γνώμη μου, την ίδια τη φιλοσοφική επισήμανση.
   Τελικά, εκείνο που παρουσιάζει ο Νεχαμάς στο βιβλίο του δεν είναι μια ιστορία των αισθητικών θεωριών, από τον Πλάτωνα ως τον Άρθουρ Ντάντο, ούτε ένα πανόραμα των πιο σημαντικών καλλιτεχνημάτων και των σχέσεών τους με την υποδοχή που τους έτυχε, μέσα στην κοινωνική εξέλιξη, κι ούτε καν έναν συνοπτικό κατάλογο έργων που ο ίδιος εκτιμά, μαζί με τους λόγους για τους οποίους τα εκτιμά. Όχι ότι λείπουν αυτές οι πλευρές. Κι ο υπότιτλος: «Η θέση του Ωραίου στην τέχνη και στη ζωή» δεν υπόσχεται τίποτε λιγότερο από ό,τι ο συγγραφέας επιδίδει εν τέλει στον αναγνώστη του, με εξαιρετικά εύστοχες στη συντομία τους αναφορές. Εκείνο όμως που κυρίως κάνει ο Νεχαμάς είναι να δείχνει, εύγλωττα και εύληπτα, το πώς αλλάζει κανείς τον εαυτό του και τη ζωή του, μαθαίνοντας να αγαπά ή να ερωτεύεται την ομορφιά, στα έργα της τέχνης, ή να αγαπάει και να ερωτεύεται την ομορφιά, εν γένει.
   Κατά τούτο πιστεύω πως το συγκεκριμένο βιβλίο ενδείκνυται για τις μέρες που ζούμε. Εάν ούτε σε τέτοιες περιόδους κρίσης δεν μάθουμε να εμπιστευόμαστε τις υποσχέσεις της ομορφιάς, δεν θα αξίζουμε καμιά υπόσχεση ανάκαμψης, ευμάρειας ή επαναστατικών αλλαγών, ακόμα κι αν πραγματοποιούνταν, όλες τους, κατά ιδεώδη τρόπο.
*
Αλέξανδρος Νεχαμάς,
Μόνο μια υπόσχεση ευτυχίας. Η θέση του Ωραίου στην τέχνη και στη ζωή, 
μτφρ. Ελένη Φιλιππάκη,
Εκδόσεις Νεφέλη,
Αθήνα 2010, σελ. 168
—————–
[1] Βλ. σημείωση στη σελ. 45 της ελληνικής μετάφρασης, από τον Γιάννη Παλαιολόγο, Εξάντας, Αθήνα 1995.
Copyright © 2011 Booksreview.gr 

* Ευγενική παραχώρηση της Athens Review of Books στο περιοδικό μας. Ευχαριστούμε