Μαρία Πετρίτση, Προδημοσίευση από “Ο άνθρωπος που ήθελε να γίνει Ευγένιος στη θέση του Αρανίτση”

Αρχείο 26/03/2015

Περίληψη
Ένας άντρας ζει απομονωμένος στο διαμέρισμά του. Μιλά με αποφθέγματα ανθρώπων που θαυμάζει και κάποια μέρα ονειρεύεται να γίνει ο Ευγένιος Αρανίτσης. Πιστεύει πως η αγάπη πρέπει να εφευρεθεί ξανά και πως η μνήμη είναι το μοναδικό όπλο της δικαιοσύνης. Βλέπει ψυχεδελικά όνειρα και είναι ερωτευμένος με μιαν άγνωστη από το απέναντι μπαλκόνι με την οποία έχει τις πιο παράξενες φαντασιώσεις.
Τρία αδέσποτα σκυλιά θα του αλλάξουν με τον πιο απρόσμενο τρόπο τη ζωή.

Απόσπασμα-προδημοσίευση
Κάθομαι στο τραπέζι της κουζίνας και κοιτάζω τη γαβάθα με τα μακαρόνια που αχνίζουν μπροστά μου. Η σάλτσα είναι όμορφη. Μυρίζει ωραία. Η σάλτσα μου είναι σέξι κι επικίνδυνη. Νιώθω περήφανος και συγκινημένος. Το βουναλάκι θα μπορούσε να είναι ηφαίστειο που ετοιμάζεται να σκάσει από στιγμή σε στιγμή. Ανακατεύω λίγο και μετά αρχίζω να ψιλοκόβω τα σπαγγέτι με το μαχαιροπίρουνο. Αν δεν γίνει νιανιά η μακαρονάδα μου αρνούμαι να την φάω. Παλιότερα μου άρεσε να τυλίγω τα μακαρόνια στο κουτάλι. Έτρωγα πιο σικ. Τώρα προτιμώ να τα ψιλοκόβω και να τα τρώω σαν φιδέ. Έτσι τα θέλω.

Μασάω γρήγορα. Γεμίζω το στόμα μου και κλείνω τα μάτια να πάει παντού η γεύση. Καίει αλλά μ΄ αρέσει. Με τον πόνο τα πήγαινα ανέκαθεν καλά. Μάλλον εκπαιδεύτηκα άπαξ και δια παντός πάνω σε κείνη την οδοντιατρική καρέκλα. Αυτός θα μπορούσε να είναι τίτλος τσόντας ή πορνοπεριοδικού αλλά δεν πειράζει. Η σάλτσα μου είναι όντως σέξι. Καταπίνω το καυτό, λιανισμένο μου φαγητό σχεδόν αμάσητο και νιώθω το κεφάλι μου να γεμίζει από την ηδονή της γλυκιάς ελευθερίας των βίτσιων. Μέχρι να τελειώσω το πιάτο μου έχω γίνει ο Μαραντόνα κι έχω βάλει πέντε γκολ. Οι κερκίδες αλαλάζουν και ένα κορίτσι με βαμμένο πρόσωπο και στητά βυζιά μου πετάει τη φανέλα του για να την υπογράψω. Μ’ αγαπάει, όμως εγώ δεν μπορώ να το αισθανθώ. Στέλνω φιλιά τους οπαδούς, μαζεύω το πιάτο και τα μαχαιροπίρουνα και νιώθω ωραία. Μετά βγαίνω από το γήπεδο, ορμάω στα αποδυτήρια και αφήνομαι στις ιαχές των ποδοσφαιριστών και του προπονητή. Καθώς και στον ήχο του νερού που τρέχει στο νεροχύτη.

Στο ραδιόφωνο παίζει ένα παλιό τραγούδι του Μυτιληναίου που μ’ αρέσει πολύ. Αν ποτέ έκανα ραδιοφωνική εκπομπή, οι ≪Αμφιβολίες≫ θα ήταν το σήμα που θα διάλεγα. Έτσι θα βάφτιζα και την ίδια την εκπομπή, προς τιμήν αυτού του εξαιρετικού άσματος. Σκέφτομαι τα κορίτσια που ακολουθούν τους τραγουδιστές στις περιοδείες τους και προσπαθώ να φανταστώ σε ποιες γυναίκες αρέσει ο Μυτιληναίος. Για όλους υπάρχει ένα κοινό που τους αποθεώνει, όλοι το ξέρουμε αυτό. Γιατί όχι κι εκείνον; Κάποια μέρα θέλω να πάω να τον ακούσω ζωντανά. Αν τον πετύχω ποτέ σε κάνα δευτεροκλασάτο ανάκτορο από κείνα που συχνάζει, αποκλείεται να τον χάσω. Οι ξεπεσμένοι λεβεντοαστέρες των 80’ς με ενδιαφέρουν περισσότερο κι από την ίδια τη Μαντόνα.

Έξω σταμάτησε να βρέχει και το μόνο που ακούγεται είναι τα απόνερα που στάζουν στο λούκι. Βγαίνω στο μπροστινό μπαλκόνι και ρίχνω μια ματιά στο απέναντι τριώροφο. Κλειδαμπαρωμένα και σκοτεινά. Οι γείτονες άφαντοι. Καλύτερα, γιατί δεν θα άντεχα να τους αντικρύσω. Το τρόλει κατηφορίζει αθόρυβα, σχεδόν άδειο. Μέσα προλαβαίνω να διακρίνω μια ηλικιωμένη με κάτασπρα μαλλιά και κάτι πατομπούκαλα στα μάτια. Ύστερα η κίτρινη κάμπια χάνεται και ο δρόμος ερημώνει. Μυρίζει φρέσκια βροχή, σύννεφο και Αθήνα. Λατρεμένη μυρωδιά. Μυρωδιά απόλυτου μίσους. Καλύτερη κι από γυναικεία μασχάλη ή έμμηνα. Ρίχνω μια ματιά προς τον ανήφορο μπας και διακρίνω τα σκυλιά της χθεσινοβραδινής δισκογραφίας. Το μόνο που κινείται στην άσφαλτο είναι ένα λασπωμένο, όμορφο ρυάκι. Μπαίνω μέσα και αποφασίζω να φτιάξω έναν όμορφο, δυνατό καφέ που θα προσποιηθώ πως του μοιάζω.

vintage_under2

Στηρίξτε την προσπάθειά μας με ένα απλό like στο facebook. Ευχαριστούμε