
Θυμᾶσαι ποὺ σοῦ ῾λεγα
Ὅταν σφυρίζουν τὰ πλοῖα μὴν εἶσαι στὸ λιμάνι.
Μὰ ἡ μέρα ποὺ ἔφευγε ἤτανε δικιά μας
καὶ δὲ θὰ θέλαμε ποτὲ νὰ τὴν ἀφήσουμε
Ἕνα μαντήλι πικρὸ θὰ χαιρετᾶ τὴν ἀνίατου γυρισμοῦ
Κι ἔβρεχε ἀλήθεια πολὺ κι ἤτανε ἔρημοι οἱ δρόμοι
Μὲ μιὰ λεπτὴν ἀκαθόριστη χινοπωριάτικη γεύση
Κλεισμένα παράθυρα κι οἱ ἄνθρωποι τόσο λησμονημένοι –
Γιατί μᾶς ἄφησαν ὅλοι; Γιατί μᾶς ἄφησαν ὅλοι;
Κι ἕσφιγγα τὰ χέρια σου Δὲν εἶχε τίποτα τ᾿ ἀλλόκοτο ἡ κραυγή μου.
Θὰ φύγουμε κάποτε ἀθόρυβα καὶ θὰ πλανηθοῦμε
Μὲς στὶς πολύβοες πολιτεῖες καὶ στὶς ἔρημες θάλασσες
Μὲ μιὰν ἐπιθυμία φλογισμένη στὰ χείλια μας
Εἶναι ἡ ἀγάπη ποὺ γυρέψαμε καὶ μᾶς τὴν ἀρνήθηκαν
Ξεχνοῦσες τὰ δάκρυα, τὴ χαρὰ καὶ τὴ μνήμη μας
Χαιρετώντας λευκὰ πανιὰ π᾿ ἀνεμίζονται.
Ἴσως δὲ μένει τίποτ᾿ ἄλλο παρὰ αὐτὸ νὰ θυμόμαστε.
Μὲς στὴν ψυχή μου σκιρτᾶ τὸ ἐναγώνιο Γιατί,
Ρουφῶ τὸν ἀγέρα τῆς μοναξιᾶς καὶ τῆς ἐγκατάλειψης
Χτυπῶ τοὺς τοίχους τῆς ὑγρῆς φυλακῆς μου
————–καὶ δὲν προσμένω ἀπάντηση
Κανεὶς δὲ θ᾿ ἀγγίξει τὴν ἔκταση τῆς στοργῆς
————–καὶ τῆς θλίψης μου.
Κι ἐσὺ περιμένεις ἕνα γράμμα ποὺ δὲν ἔρχεται
Μιὰ μακρινὴ φωνὴ γυρνᾶ στὴ μνήμη σου καὶ σβήνει
Κι ἕνας καθρέφτης μετρᾶ σκυθρωπὸς τὴ μορφή σου
Τὴ χαμένη μας ἄγνοια, τὰ χαμένα φτερά.
-Προδίδετε πάλι τὴν Ποίηση, θὰ μοῦ πεῖς,
Τὴν ἱερότερη ἐκδήλωση τοῦ Ἀνθρώπου
Τὴ χρησιμοποιεῖτε πάλι ὡς μέσον, ὑποζύγιον
Τῶν σκοτεινῶν ἐπιδιώξεών σας
Ἐν πλήρει γνώσει τῆς ζημιᾶς ποὺ προκαλεῖτε
Μὲ τὸ παράδειγμά σας στοὺς νεωτέρους.
-Τὸ τί δ ὲ ν π ρ ό δ ω σ ε ς ἐ σ ὺ νὰ μοῦ πεῖς
Ἐσὺ κι οἱ ὅμοιοί σου, χρόνια καὶ χρόνια,
Ἕνα πρὸς ἕνα τὰ ὑπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στὶς διεθνεῖς ἀγορὲς καὶ τὰ λαϊκὰ παζάρια
Καὶ μείνατε χωρὶς μάτια γιὰ νὰ βλέπετε, χωρὶς ἀφτιὰ
Ν᾿ ἀκοῦτε, μὲ σφραγισμένα στόματα καὶ δὲ μιλᾶτε.
Γιὰ ποιὰ ἀνθρώπινα ἱερὰ μᾶς ἐγκαλεῖτε;
Ξέρω: κηρύγματα καὶ ρητορεῖες πάλι, θὰ πεῖς.
Ἔ ναὶ λοιπόν! Κηρύγματα καὶ ρητορεῖες.
Σὰν πρόκες πρέπει νὰ καρφώνονται οἱ λέξεις
Νὰ μὴν τὶς παίρνει ὁ ἄνεμος.
Ἤμασταν ὅλοι μαζὶ καὶ ξεδιπλώναμε ἀκούραστα τὶς ὧρες μας
Τραγουδούσαμε σιγὰ γιὰ τὶς μέρες ποὺ θὰ ῾ρχόντανε
————–φορτωμένες πολύχρωμα ὁράματα
Αὐτὸς τραγουδοῦσε, σωπαίναμε, ἡ φωνή του
————–ξυπνοῦσε μικρὲς πυρκαγιὲς
Χιλιάδες μικρὲς πυρκαγιὲς ποὺ πυρπολοῦσαν τὴ νιότη μας
Μερόνυχτα ἔπαιζε τὸ κρυφτὸ μὲ τὸ θάνατο
————–σὲ κάθε γωνιὰ καὶ σοκάκι
Λαχταροῦσε ξεχνώντας τὸ δικό του κορμὶ νὰ χαρίσει
————–στοὺς ἄλλους μίαν Ἄνοιξη.
Ἤμασταν ὅλοι μαζὶ μὰ θαρρεῖς πῶς αὐτὸς ἦταν ὅλοι.
Μιὰ μέρα μᾶς σφύριξε κάποιος στ᾿ ἀφτί: «Πέθανε ὁ Χάρης»
«Σκοτώθηκε» ἢ κάτι τέτοιο. Λέξεις ποὺ τὶς ἀκοῦμε κάθε μέρα.
Κανεὶς δὲν τὸν εἶδε. Ἦταν σούρουπο.
Θά ῾χε σφιγμένα τὰ χέρια ὅπως πάντα
Στὰ μάτια του χαράχτηκεν ἄσβηστα ἡ χαρὰ
————–τῆς καινούριας ζωῆς μας
Μὰ ὅλα αὐτὰ ἦταν ἁπλὰ κι ὁ καιρὸς εἶναι λίγος.
————–Κανεὶς δὲν προφταίνει.
…Δὲν εἴμαστε ὅλοι μαζί. Δυὸ τρεῖς ξενιτεύτηκαν
Τράβηξεν ὁ ἄλλος μακριὰ μ᾿ ἕνα φέρσιμο ἀόριστο
————–κι ὁ Χάρης σκοτώθηκε
Φύγανε κι ἄλλοι, μᾶς ᾖρθαν καινούριοι, γεμίσαν οἱ δρόμοι
Τὸ πλῆθος ξεχύνεται ἀβάσταχτο, ἀνεμίζουνε πάλι σημαῖες
Μαστιγώνει ὁ ἀγέρας τὰ λάβαρα.
————–Μὲς στὸ χάος κυματίζουν τραγούδια.
Ἂν μὲς στὶς φωνὲς ποὺ τὰ βράδια τρυποῦνε ἀνελέητα τὰ τείχη
Ξεχώρισες μία: Εἶν᾿ ἡ δική του. Ἀνάβει μικρὲς πυρκαγιὲς
Χιλιάδες μικρὲς πυρκαγιὲς ποὺ πυρπολοῦν
————–τὴν ἀτίθαση νιότη μας
Εἶν᾿ ἡ δική του φωνὴ ποὺ βουίζει στὸ πλῆθος
————–τριγύρω σὰν ἥλιος
Π᾿ ἀγκαλιάζει τὸν κόσμο σὰν ἥλιος
————–ποὺ σπαθίζει τὶς πίκρες σὰν ἥλιος
Ποὺ μᾶς δείχνει σὰν ἥλιος λαμπρὸς τὶς χρυσὲς πολιτεῖες
Ποὺ ξανοίγονται μπρός μας λουσμένες
————–στὴν Ἀλήθεια καὶ στὸ αἴθριο τὸ φῶς.