Δημήτρης Π. Μποσκαΐνος, Black Jack – 21 παράξενα διηγήματα [απόσπασμα]

Από τις εκδόσεις Πηγή

Εκεί που η Αλήθεια συναντά τη Φαντασία και Μαζί, γεννούν το Παράξενο, το Παρελθόν προσκαλεί σ’ ένα Δείπνο στο Μέτωπο.
Δυστυχήματα Βackwards και γύρω να βρέχει ανθρώπους (Ιt’s raining men), ενώ η εργασία εξακολουθεί να απελευθερώνει (Αrbeit macht frei).
Η πουτάνα η Ζωή ονειρεύεται το νεαρό εαυτό της να φωνάζει «Mπαμπά;». Ένα μικρό Μπονσάι κι ένας Σκύλος, σ’ ένα Πρώτο Φιλί με το Ποτέ και το Πάντα.
Κρίση πανικού με υπόκρουση Βlues. Δυο παράνομοι εραστές μπερδεύονται από σώμα σε σώμα, ενώ απέθαντοι κατακλύζουν τη Σαλονίκη, σε απόλυτο Χάος.
Ένας Κλόουν, ένα Κτήνος κι ένα Ανδροειδές σε κοινή παρέλαση, την ίδια στιγμή που ένας παππούς βάφει την ψυχή του με Άρνηση. Ένα πανέρι ώριμα σύκα κι άγουρα φιλιά.

Μην ανησυχείς, όμως, είσαι ασφαλής.
Η τράπουλα είναι σημαδεμένη
και μόλις έκανες…
«μπλακ τζακ».

21 παράξενα διηγήματα από τόπους
όπου το πιο πυκνό σκοτάδι ερωτοτροπεί με το πιο δυνατό φως.

Απόσπασμα

Η κεφάλα του βούιζε από τις σφαλιάρες στην ανάκριση.

Τα ’πε όλα χαρτί και καλαμάρι.

Ήταν βιαστής και τον περίμεναν τα ζόρικα και η στενή.

Μια ζωή στα σκατά και τώρα ο υπόνομος τον έβγαλε στη θάλασσα με τα άλλα βοθρολύμματα. Μια θάλασσα που απλωνόταν μαύρη, δυσώδης κι άγνωστη μπροστά του. Μια θάλασσα τρομαχτική.

Στη δίκη δεν ήρθε κανένας δικός του.

Ούτε η μάνα του ούτε η πουστάρα ο μπάρμπας του.

Έφαγε δέκα χρονάκια.

«Θα γίνεις άνθρωπος εκεί μέσα, ρε», φώναξαν κάποιοι μόλις ο πρόεδρος ανακοίνωσε την ετυμηγορία. Δεν τον νοιάστηκε κανείς. Κανείς δεν ξαναμίλησε γι’ αυτόν. Κάτι φυλλάδες μόνο, του χαρίσανε μια-δυο αράδες και μια φωτογραφία από την προσαγωγή του, στο δρόμο δικαστήριο-φυλακή.

Από πάνω ο τίτλος μικρός, λιτός και σαφής με μαύρα έντονα γράμματα: «Το κτήνος».