Από τις εκδόσεις Έναστρον
❀
ΠΩΣ ΘΑ ΓΛΙΤΩΣΕΙΣ ΜΩΡΟΜΑΝΑ;
Έτσι μεγάλωνε αυτό το σπίτι
και μας κατάπινε από τα νεύρα του μεγάλωνε κι έπινε και γερνούσε
σαν μια στεγνή φέτα καρπούζι
κι έτσι κόνταιναν τα χέρια και μαζεύονταν
και τα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών
ένα δίχτυ φτιάχνανε
και εσωπλέκονταν
ιστός και όχι ιστία.
θα βρουν τα σπλάχνα εκεί
θα βρουν
τα συκώτια μαςκαι των αγγέλων
το υπολειπόμενο φτέρωμα
το δόντι του ελέφαντα
το σπασμένο δόντι
και την προβοσκίδα
που κάποτε ήταν
μόριο που μεγάλωνε
με τη φοβέρα του θανάτου του
σημαία
κι εσύ θα ορίσεις
τα πέρατα
με αυτά τα μάτια
που είναι των γκρεμνών τα μάτια
που είναι των αητών
– σε βρήκα θα πεις
και δεν σε εγκαταλείπω,
αυγό μικρής φραγκόκοτας
που κατουράς ελάφια
μόνο τα νύχια να σου κόψω
να μην κόβεσαι, έτσι που σούρωσες
σαν τη γέρικη μπεκάτσα
έτσι που κρύφτηκες
το δέρμα που ’καμες γητειές
κι αυτοκτονείς
– πώς θα γλιτώσεις μωρομάνα; – θα σ’ έκλεβα,
μα προτιμώ να χαίρομαι που πέφτεις!
❀
LE TEMPS PERDU
Το βράδυ πάλι
φάνηκε το τρίχρονο με το σωσίβιο και τον μανδύα φωτός,
που γελούσε κακαριστά στον ξινό αέρα
ροκάνες κροτάλιζαν,
η ανάσα του μύριζε μασημένο σπίρτο
στα μάτια δύο κόγχες με μνήματα,
όπως στο πρώτο πρώτο όνειρο,
δώδεκα του Δεκέμβρη
είπε:
– Έφερα τον χρόνο που περίσσεψε
θα τον κάνουμε γαλάζιο έρωτα,
θα τον κάνουμε γυναίκες
με κόκκινα μαλλιά,
που εγκαταλείφθηκαν να ανθοφορήσουν ηλιοτρόπια
σε άλλα χέρια,
θα τον κάνουμε ταξίδια με το καΐκι,
που χάσαμε εκείνη την άσπρη μέρα
με τους βράχους στην πλώρη
και τον βρεγμένο καπνό
θα ερωτευτούμε μια κοκάλινη Harley, δίχως κράνος,
θα γεννήσουμε κι άλλα παιδιά,
θα αγαπήσουμε κι άλλους σκύλους.
ενώ βούλιαζε γοργά ως τη μέση στη μαύρη λάσπη,
κι ο μανδύας άρχιζε να σβήνει
ποιος να το πίστεψε;
*
©Κωνσταντίνος Λουκόπουλος
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.