Η Ευσταθία Δήμου για τη συλλογή διηγημάτων του Στάθη Ιντζέ, «Η Μήνα και άλλες ιστορίες»

Εκδόσεις Κίχλη 2019

Η πρόσφατη πεζογραφική απόπειρα του Στάθη Ιντζέ αποδεικνύει περίτρανα ότι η μεταπήδηση ενός ποιητή από την στιχουργική στην αφηγηματική τέχνη έχει ως βασικό σταθμό το διήγημα. Η μικρή αυτή αφηγηματική φόρμα προσφέρεται, όπως και το ποίημα, για την αποτύπωση του φευγαλέου, μιας σκέψης, μιας εντύπωσης, ενός στιγμιότυπου που συλλαμβάνεται και καταγράφεται για να καταστεί από προσωρινό και ασταθές, μόνιμο και σταθερό. Η συγγένεια των δύο αυτών μορφών της τέχνης του λόγου ανοίγει ένα ευρύ πεδίο για θεωρητικές και όχι μόνο αναζητήσεις, ιδιαίτερα μάλιστα όταν αυτές εντοπίζονται στο ίδιο συγγραφικό υποκείμενο. Το βιβλίο του Ιντζέ μάλιστα προσφέρεται ακόμα περισσότερο για μια τέτοια διερεύνηση, δεδομένου ότι τα κείμενα που περιέχει κινούνται στο άκρο της διηγηματικής φόρμας, κοντά σε αυτό που πρόσφατα έχει οριστεί ως διήγημα – μπονζάι, διήγημα δηλαδή μικρής ή μικρότερης έκτασης.

Η συλλογή αποτελείται από δέκα συνολικά διηγήματα, παρόμοιας, σε γενικές γραμμές, έκτασης. Στο πρώτο από αυτά, «Το πέτρινο σπίτι», περιγράφεται η μεταθανάτια εμπειρία μιας παρέας ταξιδευτών σε ένα ορεινό τοπίο που δεν κατονομάζεται. Οι περιγραφές στο συγκεκριμένο διήγημα, αν και μικρής έκτασης, είναι τόσο εύστοχες και περιεκτικές ώστε να δίνουν μία πλήρη εικόνα του τοπίου μέσα σε λίγες γραμμές. Ο συγγραφέας παρασέρνει τον αναγνώστη σε μία παλίνδρομη κίνηση με επίκεντρο τη στιγμή του θανάτου. Ό, τι προηγήθηκε και ό, τι ακολούθησε συνδέονται ακατάλυτα με μια γραμμή που καταλύει τελικά τον ίδιο το θάνατο.

Στον «Καλλιεργητή» ο πρωταγωνιστής είναι ένας άνθρωπος που φέρει πάνω του τη σφραγίδα μιας ανεκδιήγητης και επίμονης κακοτυχίας. Σε ένα σχήμα, γνωστό γενικά στη λογοτεχνία, ο άνθρωπος αυτός οδηγείται στο έσχατο σημείο της παραίτησης και του εξευτελισμού για να ορθώσει τελικά το ανάστημά του και να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Πρόκειται ουσιαστικά για την εφαρμογή του γνωστού από την αρχαία ελληνική λογοτεχνία τριαδικού σχήματος ύβρις – άτις – νέμεσις που όμως εφαρμόζεται κατ’ αντιστροφή, όχι δηλαδή στον ήρωα, αλλά στο κοινωνικό σύνολο που αυτός έχει απέναντί του. Στην «Τρελο – Δημήτρω», ο αφηγητής περιγράφει μια καταλυτική εμπειρία των παιδικών του χρόνων που έχει τη βάση της τη μεταστροφή του από άπιστο σε πιστό, από έναν άνθρωπο που, γεμάτος θάρρος, επιχειρεί να αποδείξει πως ό, τι έχει η παράδοση κληροδοτήσει είναι ανακριβές και εσφαλμένο, σε έναν άνθρωπο που διαπιστώνει και βιώνει την καταλυτική δύναμη και την αναμφισβήτητη αλήθεια που η παράδοση αυτή εμπεριέχει.

Στο επόμενο διήγημα, τη «Μήνα», που είναι ίσως και το πιο αινιγματικό της συλλογής αυτής, γι’ αυτό ακριβώς τόσο καθηλωτικό, πρωταγωνιστής είναι ένα ζώο τα χαρακτηριστικά του οποίου παρουσιάζονται συγκεχυμένα. Και σε αυτό το διήγημα τον συγγραφέα απασχολεί και κεντρίζει το ζήτημα της τιμωρίας, ως ένα είδος φυσικής δύναμης που επέρχεται αβίαστα για να λειτουργήσει ως παράγοντας λύτρωσης και εξισορρόπησης, ως μία κάθαρση τόσο για τον ήρωα, όσο και για τον συγγραφέα και τον αναγνώστη.

Στις «Παιδικές αμαρτίες», έπειτα από μια εναγώνια αφήγηση, επέρχεται το τέλος μέσα από μια ανατροπή στον καθιερωμένο ρόλο και την αναμενόμενη συμπεριφορά μιας μάνας, ενώ στον «Λωτό» ο αναγνώστης παρακολουθεί μιαν αποσπασματική διήγηση, με έντονο τον σπασμωδικό τόνο και τον απολογητικό χαρακτήρα. Στο επόμενο διήγημα «Το Χαρουκλό», πραγματοποιείται μια αντιστροφή της πραγματικότητας και της ψευδαίσθησης της πραγματικότητας τόσο επιτυχημένη ώστε ο αναγνώστης να μην μπορεί να διαχωρίσει τη μία από την άλλη. Το μοτίβο αυτό που, όπως φαίνεται, αποτελεί σταθερή προτίμηση του Ιντζέ, βασίζεται σε μια παρεξήγηση στην οποία ηθελημένα περιπίπτει ένας από τους ήρωες συμπαρασύροντας και τους υπόλοιπους ήρωες μαζί και, φυσικά, ως ένα σημείο, και τον αναγνώστη. Στον «Αρθούρο», ένα από τα πιο ενδιαφέροντα διηγήματα της συλλογής, η έννοια της τιμωρίας επανέρχεται, με διττό πρόσωπο αυτή τη φορά, καθώς αφορά και το θύμα και τον θύτη. Πιο συγκεκριμένα, το θύμα τιμωρείται από τους θύτες, έχοντας όμως προφτάσει «να γελάσει τελευταίο» εις βάρος τους. Έτσι, η έννοια της τιμωρίας αναπροσαρμόζεται σε τέτοιο βαθμό ώστε η τιμωρία του θύτη να είναι η ίδια η τιμωρητική του διάθεση και τάση.

Στο διήγημα «Το χέρι», ο Ιντζές, κινούμενος στο ίδιο μήκος κύματος με την «Τρελω – Δημήτρω», τεχνουργεί μια ιστορία παραδοχής της βαθύτερης αλήθειας, της ουσίας όσων μεταφυσικών φαινομένων ή εμπειριών παρουσιάζονται στη ζωή μας και έχουν τόση δύναμη, ώστε να μας καθοδηγούν και να μας κατευθύνουν. Τέλος, στο «Κοράκι», παρακολουθούμε μια ιστορία ενηλικίωσης, την πορεία ενός παιδιού προς την αυτογνωσία, την αυτοσυνειδησία και, εν τέλει, την ωρίμανση.

Τα διηγήματα του Ιντζέ ξεχωρίζουν για την ιδιαιτερότητά τους ως προς την πλοκή και την εξέλιξη της δράσης στο βαθμό που εμπεριέχουν το στοιχείο της έκπληξης και της ανατροπής. Η ιδιαιτερότητα αυτή ενισχύεται αν αναλογιστεί κανείς το συνδυασμό και τη συνύπαρξη της συντομίας στην αφηγηματική έκφραση με την πολυπλοκότητα στην πλέξη των νημάτων της δράσης. Συνεκτικός ιστός των διηγημάτων του βιβλίου είναι βέβαια η έννοια της τιμωρίας, ιδωμένης στις διάφορες πτυχές και αποχρώσεις της. Στην ουσία, με το βιβλίο αυτό διατυπώνεται μία αμφιβολία που εκκινεί από μια έμφυτη δυσπιστία του συγγραφέα απέναντι στο δοσμένο, το καθιερωμένο, το κληροδοτημένο και, ταυτόχρονα, η κατάφαση και η τελική συμφωνία του συγγραφέα με αυτό. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για μια απόπειρα συμφιλίωσης που επιτυγχάνεται πολύ πιο εύκολα όσο περισσότερο έντονη υπήρξε η διαφωνία και η διαμάχη που προηγήθηκε. Ένα βιβλίο απολαυστικό στην ανάγνωση, απολαυστικό όμως και στη μνημονική του ανάκληση.

*

©Ευσταθία Δήμου