Αχιλλέας Σωτηρέλλος, Marfin

Καθισμένος στο πεζουλάκι μπροστά από τη λίμνη της λήθης ο Παύλος μάθαινε στον Αλέξανδρο δύο καινούργια ακόρντα, με την άκρη του ματιού του έπιασε την Αγγελική να τους ζυγώνει κρατώντας από το χέρι τον μικρό. «Κάνε ένα διάλειμμα ρε μπρο, έχει επέτειο η φιλενάδα μας σήμερα» αστειεύτηκε χτυπώντας του τα δάχτυλα. Συνήθιζαν πάντα να αφιερώνουν λίγες κουβέντες ο ένας στον άλλον για την επέτειο του καθενός, τη μέρα δηλαδή που είχε εγκαταλείψει τα εγκόσμια για να τους συναντήσει. Όσοι είχαν αφήσει πίσω άλλωστε φρόντιζαν να τους τιμούν παντοιοτρόπως άλλοτε για να αφυπνίσουν τη συλλογική μνήμη και συχνά για να ικανοποιήσουν αλλότριες μικροπολιτικές σκοπιμότητες.

Πιο πολύ απ΄όλους είχε κουραστεί ο Αλέξανδρος, όχι τόσο για την αλλόκοτη σύντμηση του ονόματος του με το οποίο αδυνατούσε να ταυτιστεί αλλά πολύ περισσότερο από τις αναθυμιάσεις μιας αναίτιας οργής που κάθε χρόνο έπνιγε το κέντρο στα χημικά. Ο Παύλος από την άλλη ένιωθε μια πικρή δικαίωση, το τέρας που τον είχε σκοτώσει ψυχορραγούσε εξοστρακισμένο από τις συγκυρίες και τα πετσοκομμένα ποσοστά. Πάντα έβλεπε την Αγγελική με ένα βλέμμα ενοχικής συγκατάβασης, η δική της δικαίωση ακροβατούσε σε μια διελκυστίνδα παρωχημένου ρεβανσισμού που οι πιο εχέφρονες απέδιδαν σε κάποια μεταφυσική μνημονιακή αποσύνθεση. Δεν είχε ακούσει από ψηλά για κάποια πορεία στη μνήμη της, μόνο κάποιες αναφορές στα social media συνήθως χονδροειδείς και κακοπροαίρετες. Η προσθήκη μιας ψωραλέας τιμητικής πλακέτας, φιλοτεχνημένης από το Δήμο, μπροστά στο σημείο της τραγωδίας ελάχιστα την παρηγορούσε.

«Μη νομίζεις ότι το δικό μου μνημείο ήταν καλύτερο, μόνο τη μάνα μου σκέφτομαι κάθε φορά που το βεβηλώνουν»

Την έβγαλε από τους συλλογισμούς της. Σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε μια υποψία σιωπηλής επιδοκιμασίας. Μήπως άραγε τελικά είχε σημασία το χρώμα του μίσους, εκείνοι όπως και να’ χε είχαν απαλλαγεί οριστικά από τον παραλογισμό του. Αλλά η σκύλευση; Ακόμα και κείνη ήταν προνόμιο, και ίσως δικαίωμα, των ζωντανών αναλογίστηκε. Κάτι πήγε να αρθρώσει αλλά το άφησε στη μέση. Κοίταξε για λίγο τον μικρό της, όσο και αν είχε προσπαθήσει δεν βρήκε ποτέ τα κατάλληλα λόγια για να του εξηγήσει, όμως τουλάχιστον ένιωθε ανακουφισμένη που τον είχε δίπλα της.

*
©Αχιλλέας Σωτηρέλλος