Κωνσταντίνος Κ. Χατούπης, Τα βιβλία

Ὁ κάθε ἄνθρωπος ἔχει τὸν δικό του προσωπικὸ βοῦρκο μὲς στὸν ὁποῖο βουτάει κι ἐν τέλει βυθίζεται γιὰ πάντα. Τὴ διαφορὰ τὴν κάνουν οἱ ἐλάχιστοι ποὺ καταφέρνουν νὰ βγάλουν τὸ κεφαλάκι τους γιὰ λίγο ἔξ’ ἀπ’ αὐτὸν τὸν βοῦρκο καὶ ν’ ἀναπνεύσουν πρὶν βυθιστοῦν ξανά. Εἶν’ αὐτές οἱ μικρὲς στιγμὲς ἀνάσας ποὺ δικαιώνουν κάπως τ’ ἀνθρώπινο εἶδος.

William Birds – Μεσαιωνικός φιλόσοφος

Ο κύκλος ζωής των πολλών εξαντλείται στον κορεσμό και την αναπαραγωγή. Γιαυτο κι οι ανθρωπομάζες δεν διαφέρουν σε τίποτα απ’ το ζώο που το κατευθύνει μόνον το ένστικτο. Φέρτε στον νου τον μέσο άνθρωπο κι αμέσως θα διαπιστώσετε ότι η καθημερινή διαδρομή του είν’ απ’ το ψυγείο στο καθιστικό κι από κει στο κρεβάτι (με ένα μικρό κι ενοχλητικό ξεστράτισμα για να πάει στη δουλίτσα του). Μην σπεύδετε να γελάσετε· μπορεί αυτή η διαδρομή νάναι και δική σας! Οι πιθανότητες να μην είναι μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού, γιατί σ’ όλους εσάς βαραίνει μέσα σας περσότερο ἡ μακροημέρευση κι ο καλοζωία παρά το πλούτος της συνειδησιακής ζωής το οποίο χλευάζετε ή για το οποίο αδιαφορείτε επιδεικτικά και γιαυτό προκλητικά. Ωστόσο, τι σημαίνει αυτό το πλούτος για τον καθένα και πώς το εννοεί, αποτελεί θέμα μακράς και πολλές φορές ατελέσφορης συζήτησης που δεν προτίθεμαι εδώ να κάνω γιατί ξέρω ότι θα χάσω τα λόγια μου μπροστά σ’ ανθρώπους που δεν έχουν καμμιά διάθεση κι ικανότητα (πάν’ απ’ όλα ικανότητα) για να εμβαθύνουν σε τέτοια τάχα βαριά και τάχα δύσκολα ζητήματα. Το μόνο που μου μένει είναι να περιγράψω τις σχετικές καταστάσεις, δηλαδή τις καταστάσεις εκείνες όπου απουσιάζει το ειρημένο πλούτος (θ’ αποφύγω την ανάλυση όσο μπορώ για να μην οδηγηθώ σε μια αναπόφευκτη ηθικολογία που είναι έργο του όποιου ιερατείου κι όχι δικό μου· εξάλλου, μια τέτοια ανάλυση έχει ήδη γίνει απ’ άλλους πιο ειδικούς και πιο σοφούς από μένα). Η παρακάτω ιστορία γράφτηκε μόνον για εκείνους που (η ιστορία τούτη) μπορεί να τους θυμίσει κάτι ή να τους θυμίσει και πολλά απ’ τη δική τους ζωή ή απ’ τη ζωή των ομοίων τους. Σ’ αυτούς απευθύνομαι και μόνον απ’ αυτούς περιμένω κατανόηση.

Το πώς βρέθηκε κάποιος κύριος Βελίνας στο επίνειο της Αλχανίας και γιατί τελικώς παρέμεινε εκεί για το υπόλοιπο της ζωής του, αποτελούσε μέγα μυστήριο για τους κατοίκους αυτού του επίνειου. Και τούτο γιατί τόσο ο Βελίνας όσο κι οι κάτοικοι του ανήκαν σε όλως άλλους κόσμους, ασύμβατους και ξεχωριστούς κι εξ αυτού δεν θα μπορούσαν ποτέ να συναντηθούν, δεν θα έπρεπε να συναντηθούν γιατί τούτο θα εγκυμονούσε κινδύνους και θα σύγχυσε την νιρβάνα και τον ύπνο της κοινωνίας του επίνειου. Η όσμωση όμως είναι αναπόφευκτη εκεί όπου συνωστίζονται πολλοί.

Λέν’ ότι από πολύ παλιά ένας δαίμονας είχε απλωθεί σ’ όλο το επίνειο κι είχε κυριεύσει τους κατοίκους του σαν εφιάλτης ή βραχνάς. Αν ρωτούσες τους γηραιότερους της Αλχανίας θα σου έλεγαν ότι από νέοι κιόλας θυμούνταν τον δαίμονα της dolce far niente να μην αφήνει τους κατοίκους να κάνουν τίποτα πέρ’ απ’ τη φαγοπιοτούρα και το αριδοξάπλωμα κι ότι με την πρώτη ευκαιρία στρώνανε τομάρια μπροστά σε μακρόστενες τάβλες γεμάτες ψοφίμια προβάτων ή κριαριών κι επιδινόντουσαν μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής τους σε γαστριμαργικά κατορθώματα, μέχρι που έσκαγε ο ήλιος στις κορφές των απέναντι απ’ την Αλχανία ψηλών ορέων. Περιττό να πω ότι μπροστά στις τάβλες γινόταν μάχη για το ποιος θα προλάβει να γραπώσει, σα λάμια, με τα δαχτύλια του τα πιο πολλά κομμάτια αχνιστού κρέατος.

Κάθε περιστατική αφορμή για σύναξη και γλέντι δεν άφηναν να πάει χαμένη· και τέτοιες αφορμές πάντα υπήρχαν ή πάντα επινοούνταν! Έτσι μια ολόκληρη κοινωνία κολυμπούσε στο λίπος και στο κρασί ευτυχισμένη και πάν’ απ’ όλα περήφανη για τα κοιλιόδουλα της επιτεύγματα· και λέω περήφανη γιατί για τον κάτοικο της Αλχανίας όποιος παρέμενε στη σύναξη μέχρι πρωίας κι έδινε τον καλύτερό του εαυτό και τον γενικότερο τόνο περιδρομιάζοντας ή πίνοντας ακατάπαυτα χωρίς να χάσει τον κόσμο γύρω του, αποτελούσε για τους άλλους πρότυπο υπεροχής κι ανωτερότητας!

Εξυπακούεται ότι οτιδήποτε δεν ξεκίναγε απ’ τη χαρά του γλεντιού και της τρυφηλής ζωής και δεν κατέληγε στην ικανοποίηση τ’ ουρανίσκου και του στομάχου, ήταν αντικείμενο βαθιάς περιφρόνησης για όλο το επίνειο. Έτσι, για παράδειγμα, εξηγείτο κι η απουσία απ’ τα σπίτια όχι μόνον βιβλίων αλλά κι οποιουδήποτε απλού εντύπου που μετέφερε ακόμα και τις πιο επουσιώδεις κι επιφανειακές πληροφορίες. Τα σπίτια λοιπόν δεν διέθεταν βιβλιοθήκες ή έστω κάποια υποτυπώδη ράφια για τοποθέτηση έντυπου υλικού. Οι κάτοικοι της Αλχανίας όχι μόνο δεν διάβαζαν αλλά δεν είχαν γνωρίσει ποτέ το βιβλίο, δεν ήξεραν σε τι συνίσταται και ποια η χρησιμότητά του. Δεν χρειάζεται να αναφέρω ότι οι καλές τέχνες, τα γράμματα κι οι επιστήμες χλευαζόντουσαν μαζί κι όσοι ασχολούνταν με αυτά. Κοινώς, οι κάτοικοι της Αλχανίας θεωρούσαν σ π α τ ά λ η ζ ω ή ς και χ ά σ ι μ ο χ ρ ό ν ο υ την ενασχόληση με κ α θ ε τ ί π ν ε υ μ α τ ι κ ό!

Όχι όμως κι ο κύριος Βελίνας, ένας ευειδής άντρας κοντά στο μεσοστράτι της ζωής, προερχόμενος από καλή γενιά κι από μια οικογένεια ευκατάστατη κι επιφανή. Όταν ανακοίνωσε ότι θα εγκατασταθεί στο επίνειο της Αλχανίας εγκαταλείποντας τη χαώδη πολιτεία όπου εργαζόταν για χρόνια, προκλήθηκε έκπληξη και ταραχή μεγάλη, όμοια με σεισμό, στους δικούς του ανθρώπους. Γιατί στην πραγματικότητα ο Βελίνας εγκατέλειπε μια σταδιοδρομία λαμπρή με προοπτικές όχι μόνον κοινωνικές αλλά κι οικονομικές, καθώς επίσης και τη μεγάλη πιθανότητα ν’ αποκατασταθεί. Κι όσο περσότερο φέρνανε αντιρρήσεις οι δικοί του όχι μόνον δεν καταλάγιαζε μέσα του η επιθυμία για μια τέτοια απόφαση αλλά φούντωνε όλο και περσότερο η φλόγα της.

Επειδή οι προσδοκίες που έτρεφαν οι άλλοι γιαυτόν ήταν τόσο μεγάλες που είχαν μετατραπεί σε βάρος αβάσταχτο στους ώμους και την ψυχή του, η απόφαση του να εγκαταλείψει την πολιτεία όχι μόνο τον απάλλαξε απ’ αυτό το βάρος αλλά τον γλίτωσε κι απ’ τον θάνατο. Ο Βελίνας είχε φτάσει στα όρια της νευρικής κατάρρευσης γιατί οι προσδοκίες των δικών του για τον ίδιο δεν ήταν και δικές του! Που θα πει ότι όλο τον καιρό έκανε τα χατίρια και ικανοποιούσε τις επιθυμίες μόνο των άλλων.

Η δική του επιθυμία ταυτιζόταν με την επίτευξη του σκοπού εκείνου που με κάποιο τρόπο τίθεται σε πλάσματα, όπως ο Βελίνας, από μια Θεία Πρόνοια ή απ’ τη φύση την ίδια. Ο σκοπός αυτός ήταν το αέναο κυνήγι της ομορφιάς μέσ’ από πνευματικές αναζητήσεις που δικαιώνουν ένα τέτοιο κυνήγι. Γύρευε να αιχμαλωτίσει την ομορφιά σε φόρμες ποιητικές κι επομένως ο αγωνιώδης αγώνας του ήταν η γλώσσα και κατ’ επέκταση μια διατύπωση συντελεστική αυτής της αιχμαλωσίας στην πιο απόλυτη μορφή.

Ότι ο Βελίνας ήταν άνθρωπος ασυνήθιστων πνευματικών προσόντων δεν δικαιούταν να τ’ αμφισβητήσει κανείς. Είχε ψάξει εξονυχιστικά σε τέτοιο βαθμό ένα σωρό βιβλιοθήκες κι είχε ξεψαχνίσει τόσα πολλά βιβλία που κανείς δεν μπορούσε να διανοηθεί. Γνώριζε τόσο τη λογοτεχνία του καιρού του όσο κι αλλοτινών εποχών ενώ η γνώση ξένων γλωσσών, σύγχρονων κι αρχαίων, ήταν τόσο εμβριθής όσο και πλατειά. Να μην αναφέρω φυσικά τα διαβάσματα που είχε κάνει στη φιλοσοφία και κυρίως στη γνωσιολογία και την αισθητική. Η άνεση με την οποία μπορούσε να κινηθεί μέσα σ’ όλους αυτούς τους χώρους και να συζητήσει προτείνοντας ερμηνείες ενδιαφέρουσες ήταν ανεκδιήγητη. Η έννοια της μελέτης και της πνευματικής δημιουργίας έπαιρνε μια άλλη διάσταση και σημασία στη δική του συνείδηση σε σχέση με τη συνείδηση των υπολοίπων και γιαυτό δύσκολα μπορούσε κάποιος να τον κατανοήσει σ’ αυτά που έλεγε ή έγραφε.

Η φυγή απ’ τις συμβάσεις και τις ανούσιες προτροπές των δικών του ανθρώπων για σταδιοδρομία, κοινωνική άνοδο κι αναγνώριση και δημιουργία οικογένειας αποδείχτηκε για ένα τέτοιο πλάσμα η μόνη οδό σωτηρίας που τον έφερε τελικά στο επίνειο της Αλχανίας. Έναν τόπο που θα του προσέφερε την πολυπόθητη απομόνωση και την ηρεμία, δύο συνθήκες απαραίτητες για υψηλές επιδόσεις στην πνευματική ενατένιση, την ονειροπόληση και το γράψιμο.

Ο ερχομός του στο επίνειο συνοδεύτηκε απ’ την αναζήτηση της κατάλληλης, για τις υποθέσεις του, τοποθεσία και την αγορά σπιτιού. Και κατάλληλη τοποθεσία γιαυτόν σήμαινε ένα σημείο μ α κ ρ ι ά α π’ τ η ν Α γ ο ρ ά της Αλχανίας. Ένα τέτοιο σημείο ήταν η θέση Ακαριά που βρισκόταν στην ανατολική ακτή του επίνειου, εκεί όπου είν’ άφθονα τα υπόγεια υφάλμυρα νερά, κι αποτελούσε παραθαλάσσια προέκταση της ιστορικής συνοικίας Χ…… Στο τέλος μιας σειράς πετρόκτιστων και δίπατων σπιτιών υπήρχε μια παλιά έπαυλη χτισμένη ακριβώς πάνω στη θάλασσα, ψηλοτάβανη και με μεγάλα παράθυρα, φαγωμένη απ’ τον χρόνο, εγκαταλελειμμένη (ίδιο στοιχειό) και τυλιγμένη μέσα στο πέπλο διαφόρων περίεργων δεισιδαιμονιών.

Οι οικονομικές συνθήκες κάτ’ απ’ τις οποίες διαβιούσε τα τελευταία πολλά χρόνια του επέτρεψαν ν’ αγοράσει το συγκεκριμένο ακίνητο και να το διαμορφώσει με τρόπο που ν’ αρμόζει στη φύση των πνευματικών του ενασχολήσεων. Όλη η έπαυλη μετατράπηκε σ’ ένα σπουδαστήριο με παλιά και βαριά έπιπλα γραφείου και με βιβλιοθήκες που κάλυπταν σχεδόν όλους τους τοίχους της.

Αν κάθε λεπτομέρεια του τρόπου ζωής που έκανε μαθευόταν στο επίνειο θα τον περνούσαν σίγουρα για άνθρωπο όχι απλώς περίεργο αλλά ψυχοπαθή. Η απομόνωσή του ήταν σχεδόν πλήρης και σ’ αυτό συντελούσαν δύο πράγματα: Η απροθυμία του να δέχεται επισκέπτες στο σπίτι κι η εντατική εργασία στην οποία επιδόθηκε απ’ την αρχή και δεν του επέτρεπε να κυκλοφορεί στο επίνειο κατά τη διάρκεια της μέρας. Έκλεινε τα παράθυρα και τα παντζούρια του παλιού κτηρίου κι ανάβοντας σ’ όλο τον χώρο κεριά διάβαζε κι έγραφε ασταμάτητα. Μια φορά την βδομάδα μόνο κατέβαινε στην Αγορά του επίνειου για ν’ αγοράσει τ’ απαραίτητα για την επιβίωση του κι αυτό αργά το απόγευμα, κατά το λυκόφως. Ύστερα επέστρεφε και μετά από λίγο ξαναέβγαινε και σεργιάνιζε εν μέσω των σκιών και του αμυδρού φωτός του πληκτικού επίνειου στους βρώμικους κι έρημους δρόμους, συνεχίζοντας μέσω της ονειροπόλησης την πνευματική αναζήτηση που έκανε κατά τη διάρκεια της μέρας στην έπαυλη.

Η επαφή με τους ανθρώπους τού προκαλούσε ανία από τότε που άρχισε ν’ αποκτά συνείδηση του πραγματικού εαυτού του και των ιδιαίτερων κλίσεων του στα πνευματικά. Πλέον, δύσκολα εύρισκε παρέες για να επικοινωνήσει, για να έρθει δηλαδή σε μια βαθιά επαφή με συνανθρώπους του όπου θα επικρατούσε ταύτιση κριτηρίων, κοινές ευαισθησίες κι άρα σύμπνοια. Διαπίστωνε ότι όχι μόνον δεν αντιλαμβανόντουσαν τους συλλογισμούς του αλλά, ως συνέπεια αυτού, παρεξηγούσαν και τις ίδιες τις προθέσεις των λεγομένων του. Η προοπτική να συζητήσει τα προσφιλή θέματά τους που σχετίζονταν μόνο με τα βιοτικά προβλήματα και τις φροντίδες της μέριμνας είχε απομακρυνθεί προ πολλού απ’ τον συνειδησιακό του ορίζοντα κι έτσι τα προσκόμματα στις διόδους επικοινωνίας ήταν πλέον ανυπέρβλητα.
Επομένως, η κοινωνικοποίηση στους κόλπους της Αλχανίας ήταν γιαυτόν μια βαρετή κι ανώφελη διαδικασία καθώς οι κάτοικοι είτε καταπιανόντουσαν με κουτσομπολίστικα σχόλια για τις οικογενειακές υποθέσεις των άλλων, είτε περιορίζονταν σ’ ελαφριές συζητήσεις για τα γλεντοκόπια τους, τις χαρές της κοιλιάς, τη διαιώνιση του είδους τους και τα ζωντανά τους ή τα ψάρια τους (η Αλχανία ήταν μεταξύ άλλων επίνειο κτηνοτρόφων και ψαράδων).

Μαζί, όμως, με την πλήξη των τέτοιων συναναστροφών, μοιραία εκδηλώνονται απ’ τους άλλους αρνητικά αισθήματα μ’ επικρατέστερο την εμπάθεια, γιατί όπως και να το κάνουμε όταν παρεξηγούν τις κουβέντες σου λόγω άγνοιας και διαπιστώνουν ότι τους αποφεύγεις γιατί βαριέσαι αφόρητα και να τους βλέπεις, αρχίζει να γιγαντώνεται μέσα τους η διάψευση προσδοκιών και συνεπακόλουθα η επιθυμία να κάνουν κακό μ’ όποιο τρόπο μπορούν και κυρίως με τ’ αρνητικά σχόλια, τη διαβολή και το ψέμα. Ο Βελίνας γνώριζε καλά πώς λειτουργεί η αγέλη σε τέτοιες περιπτώσεις γιατί είχε βιώσει πάμπολλες φορές την κακία και τη ζηλοφθονία του όχλου, σε βαθμό που να στριφογυρίζει στον νου, βασανιστικά, το δίστιχο

Σ’ όποια μέρη κι αν βρεθείς, δικούς ή ξένους τόπους,
άλλαζε δρόμο και στρατί όταν ακούς ανθρώπους

Οι κάτοικοι του επίνειου πήραν είδηση αμέσως τον ερχομό του κύριου Βελίνα, αφενός γιατί ήταν σαν τη μύγα μες στο γάλα, αφετέρου γιατί η περιέργεια ήταν ίδιον της νοοτροπίας τους και γενικότερα ίδιον ανθρώπων που ανακατεύονται με κενόσπουδες ενασχολήσεις κι έπρεπε πάση θυσία να μάθουν ποιος ήταν ο ξένος. Αυτό όμως δεν ήταν και τόσο εύκολο γιατί ο Βελίνας ήξερε να προφυλάσσεται από τέτοιους ανθρώπους· εξάλλου ο τρόπος ζωής του καθιστούσε δύσκολο το έργο ωτακουστών, κουτσομπόληδων και γενικότερα των περίεργων αυτού του τόπου. Κι όσο μεγάλωνε η δυσκολία για εισχώρηση στη ζωή του, ανάλογα αυξανόταν κι η επιθυμία τους για να μάθουν πράγματα γιαυτόν.

Έτσι, άλλοι των παρακολουθούσαν πίσ’ απ’ τις γρίλιες των σπιτιών απ’ όπου πέρναγε αργά το απόγευμα (μια συνήθεια που τους είχε μείνει από τότε που ήσαν σκλάβοι σε ξένους κατακτητές), ενώ ορισμένοι έχοντας μάθει τα βραδινά δρομολόγια του τον ακολουθούσαν από πίσω τηρώντας μια απόσταση ασφαλείας. Η τακτική κάποιων να στέλνουν τις κόρες τους στο σπίτι του για να του προσφέρουν κάνα γλυκό ή λίγο φαί ως ένδειξη τάχα φιλοξενίας ή για να του κάνουν τα γλυκά μάτια μπας κι έτσι τις αποκαταστήσουν δεν έπιανε γιατί ούτε η προσωπική του αποκατάσταση τον ενδιέφερε, ούτε τα γλυκά και το φαί τον συγκινούσε, όντας λιτοδίαιτος ο ίδιος.

Όσες φορές ο ιδιοκτήτης του παντοπωλείου, όπου πήγαινε για να αγοράσει τα απολύτως απαραίτητα, του ζητούσε να συντροφέψει τις παρέες που έκαναν κάθε λίγο και λιγάκι μπροστά στα πλούσια τραπέζια τους (για τα οποία μίλησα πιο πάνω), αυτός ευγενικά αρνιόταν βρίσκοντας διάφορες δικαιολογίες κι έχοντας ήδη μάθει για το είδος των συνάξεων που συνήθιζαν να κάνουν σ’ αυτό τον τόπο.

Έτσι ήταν δύσκολο ως αδύνατο να εκμαιεύσουν πληροφορίες απ’ αυτόν. Ποιος πραγματικά ήταν; από πού ερχότανε; γιατί εγκαταστάθηκε στο επίνειό τους; πώς εξασφαλίζει τα προς το ζην; γιατί είναι κλεισμένος ολημερίς της μέρας στο σπίτι και τι κάνει; γιατί δεν παντρεύεται; αυτά ήσαν μερικά ερωτήματα που τριβέλιζαν στο μυαλό τους συνέχεια. Κανείς δεν μπορούσε να εισέλθει στο μυστήριο που θεωρούσαν ότι επισκίαζε την ύπαρξη του.

Αυτό όμως που τους προξενούσε τη μεγαλύτερη απορία ήταν κάποια χάρτινα μικρά κουτιά που πηγαινοερχόντουσαν από και προς την έπαυλή του σε σχεδόν μηναία βάση. Όταν κάποτε μερικά απ’ αυτά τα κουτιά έπεσαν απ’ την ταχυδρομική άμαξα που τα πήγαινε σπίτι του κι αποκαλύφθηκε το περιεχόμενό τους, όλοι όσοι παρακολουθούσαν το συμβάν σάστισαν: Πολλά μικρά ή μεγάλα και διαφορετικών χρωμάτων στην πίσω και την μπροστά όψη τους αντικείμενα, στο σχήμα του ορθογώνιου παραλληλεπίπεδου, με μικρό ή μεγάλο πάχος χύθηκαν στον δρόμο κοντά στην έπαυλή του. Ο Βελίνας έτρεξε και τα μάζεψε γρήγορα κι όταν συγκεντρώθηκαν οι περίεργοι και τον ρώτησαν τι είν’ αυτά, τους απάντησε με εκείνη την περίεργη γλώσσα που δύσκολα την καταλάβαιναν, «τούτα εισί φύλλα χάρτου συνερραμμένα κατά την μίαν αυτών πλευρά, κι εις πολλά αντίτυπα προς κοινήν χρήσιν εκδιδόμενα· καλούμενα και συγγράμματα». «Δηλαδή;» ρώτησαν σαστισμένοι μ’ εκείνο το ηλίθιο βλέμμα που χαρακτηρίζει τους ακάτεχους. Δεν πρόλαβαν να πάρουν απάντηση γιατί στο μεταξύ ο Βελίνας είχε απομακρυνθεί κατευθυνόμενος προς την έπαυλή του. Αυτή του η βιασύνη κι η απροθυμία του να δώσει παραπάνω εξηγήσεις αμέσως κίνησε στους μικροδιάστατους μάρτυρες του περιστατικού μεγάλες υποψίες· υποψίες που κυρίευσαν γρήγορα όλη την Αλχανία.

Ο καχύποπτος νους των κατοίκων του επίνειου αμέσως δούλεψε όπως είχε συνηθίσει να δουλεύει σε τέτοιες περιπτώσεις: Πρώτα εκτόξευσε ειρωνείες και μειωτικά σχόλια (άρχισαν να τον αποκαλούν γυαλάκια αφού ήταν διοπτροφόρος και λίγο αργότερα ντιγκιντάγκα και κουναβογάμη αφού αρνιόταν να κάνει οικογένεια) κι έπειτα αφού διαπίστωνε ότι αυτά δεν του πλήγωναν την ψυχή, μαθημένος όπως ήταν σε τέτοιες επιθέσεις κι έχοντας αναπτύξει τις κατάλληλες άμυνες, όπως το χιούμορ ή η αδιαφορία, ρίχτηκε με λύσσα στη συκοφαντία.

Είπαν τότε ότι ήταν ανακατεμένος στις πιο ειδεχθείς πρακτικές της μαγείας κι ότι οι νυχτερινές βόλτες του τον φέρνανε σε επαφή με αερικά, τελώνια κι άλλα κακά πνεύματα. Τελικά αυτή η φήμη μετατράπηκε σε βεβαιότητα μέσα στις συνειδήσεις των κατοίκων, κάτι για το ποίο ευθυνόταν όχι μόνον η παράξενη συμπεριφορά του αλλά κι οι παμπάλαιες προλήψεις που τύλιγαν τη έπαυλή του καθώς κι οι δεισιδαιμονίες που εύκολα βρίσκουν πρόσφορο έδαφος και κουρνιάζουν για πάντα στο μυαλό ψοφοδεών ανθρώπων.

Σ’ όλη αυτή τη στάση τους συνετέλεσε και το γεγονός ότι δεν καταδεχόταν ούτε τους ίδιους ούτε τα τραπέζια τους κάτι για το οποίο δεν ήσαν μαθημένοι όλοι αυτοί. Ήσαν μαθημένοι μόνο στην ικανοποίηση των χατιριών τους και μέσω αυτού στην αναγνώριση τους και στην ενίσχυση του εγωισμού τους! Δεν μπορούσαν να χωνέψουν ότι τα πλούσια τραπέζια τους, τα γλέντια τους και μαζί με αυτά οι γαστριμαργικές επιδόσεις τους θα υπάρξει άνθρωπος που θα τις αρνηθεί! Κι ενώ τον πρώτο καιρό στα μάτια του Βελίνα όλοι αυτοί έπαιρναν μια όψη καλοσυνάτη και μειλίχια, εσχάτως η όψη αυτών των ίδιων ανθρώπων του θύμιζε περσότερο τον σατανά.

Ωστόσο τα χάρτινα κουτιά συνέχιζαν να πηγαινοέρχονται και μαζί μ’ αυτά και το περίεργο φορτίο τους. Αφού είδαν κι απόειδαν ότι ο ξένος δεν αλλάζει στάση και ακολουθεί το χαβά του, έλαβαν την απόφαση να του κάνουν κακό όχι πια με τα λόγια αλλά με τις πράξεις.

Πλησίαζε ο κακός χειμώνας και ήταν μια νύχτα που δεν έλεγε να τελειώσει όσο κι αν την καταδίωκε η Ηώς· πίσσα σκοτάδι παντού. Μπροστά στην έπαυλη η θάλασσα φρικιούσε ήρεμα απ’ την λεπτή αύρα που έπνεε ως λείψανο του πρωινού δυνατού αέρα. Τα δέντρα, εκεί γύρω, σαν να ήσαν προικισμένα με μια ανθρώπινη ζωτικότητα, κουνούσαν ελαφρά τα σκελετωμένα κλαριά τους.

Αίφνης, την απόλυτη ησυχία την διέκοψε ένας γδούπος, προερχόμενος μέσ’ απ’ την έπαυλη κι ακολουθούμενος από μια απότομη κραυγή πόνου που έσβησε πριν κορυφωθεί· και ξανά ησυχία.

Μετ’ από μέρες κι αφού δεν είχε φανεί πουθενά ο κύριος Βελίνας, ούτε στους δρόμους της Αλχανίας τις νύχτες που σεργιανούσε, ούτε στο παντοπωλείου απ’ όπου προμηθευόταν τα απαραίτητα, οι αρχές του επίνειου θορυβημένες απ’ την μακρά απουσία του και μην γνωρίζοντας κάποιον συγγενή του για να τον ειδοποιήσουν, παραβίασαν την έπαυλη για να ψάξουν εκεί.

Η κεντρική πόρτα άνοιγε σ’ ένα μεγάλο χώρο γιομάτο πολλές και βαριές βιβλιοθήκες καρφωμένες στους τοίχους, πλην μιας που βρέθηκε πεσμένη στο κέντρο της σάλας και γύρω και κάτω απ’ αυτήν πεταμένα εκατοντάδες βιβλία. Αδιαφορώντας για αυτήν την ακαταστασία έκαναν β ι α σ τ ι κ ά τη σχετική έρευνα σε όλη την υπόλοιπη έπαυλη κι αφού δεν βρήκαν κάτι έφυγαν κλείνοντας την πόρτα και βυθίζοντας ξανά στο σκοτάδι όλη τη σάλα, εκτός από μια λεπτή και μακρόστενη λωρίδα φωτός που ξεκινούσε από μια εξίσου λεπτή χαραμάδα ενός εκ των παραθύρων, πέρναγε σύριζα απ’ την πεσμένη βιβλιοθήκη και κατέληγε απέναντι στο γυμνό τοίχο εκεί όπου βρισκόταν καρφωμένη η εν λόγω βιβλιοθήκη. Περνώντας, όμως, σύριζα απ’ τη βιβλιοθήκη, φανέρωνε κι ένα χέρι ανάμεσα στα πεταμένα βιβλία!

*

©Κωνσταντίνος Κ. Χατούπης

φωτο: Στράτος Φουντούλης