✼
Μιᾶς καὶ μᾶς ἔλαχε νὰ ταξιδεύουμε σ’ αὐτὸ τὸ πλοῖο,
μέσα στὸ κῆτος του ἁλυσόδετοι, γνωρίζοντας
πὼς δὲν ὑπάρχει δυνατότητα διαφυγῆς,
πὼς κάποια ἀδόκητη στιγμὴ θὰ ποντιστοῦμε·
μιᾶς κι ἡ κατάσταση θυμίζει μία καλοστημένη φάρσα
πού, ὅμως, συνεχῶς τὴν παίρνουμε στὰ σοβαρά,
ἂς παίξουμε γιὰ πολλοστὴ φορὰ τὸν ἴδιο ρόλο
(ἐφόσον δὲν μᾶς ἔχει ἀπομείνει κάτι ἄλλο):
Ἂς ἁπαλύνουμε τὸν πόνο τοῦ συνταξιδιώτη μας
ἀκόμα κι ἂν αὐτὴ ἡ καλοσύνη κι ἡ εὐσπλαχνία
μᾶς χρησιμεύῃ γιὰ τὴν τόνωση τοῦ ἑαυτοῦ,
γιὰ ν’ αὐξηθῇ ἡ δική μας ἡ χαρὰ καὶ μόνο!
Ἂς στολίσουμε ἐτούτη τὴν εἱρκτὴ μ’ ἀρώματα καὶ μὲ λουλούδια,
ἂς κάνουμε μὲ ὅλων τῶν εἰδῶν τὰ μαξιλάρια λίγο πιὸ ἄνετο
αὐτό μας τὸ ταξίδι καὶ ἂς φερθοῦμε μὲ εὐπρέπεια.
Εἰς πεῖσμα τῶν τρισάθλιων καὶ σχιζοφρενικῶν θεῶν,
ποὺ ἀρέσκονται νὰ μᾶς πληγώνουν καὶ νὰ μᾶς δυσαρεστοῦν,
ἂς κάνουμε ὅτι δὲν τοὺς βλέπουμε· ἂς φανοῦμε «κύριοι»·
μιᾶς καὶ μᾶς ἔλαχε νὰ ταξιδεύουμε σ’ αὐτὸ τὸ πλοῖο!
*
©Κωνσταντίνος Κ. Χατούπης
φωτο: Στράτος Φουντούλης, «Λέμβοι, 2011»
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.