❇︎
Ψυχή, ποιό σχῆμα θὰ φορέσῃς τώρα
ποὺ ἀραχλιάζει ἡ πιὸ γλυκιά σου ὥρα;
Τί ἄλλο κράτησες στὸν νοῦ
πάρεξ τὸν φόβο τοῦ χαμοῦ;
Τρέξε καὶ ῥώτησε (μὴ χάνῃς χρόνο,
γρήγορα νὰ ξορκίσῃς τὸν πανάρχαιο πόνο)
συναγωγὲς καὶ χειροσκόπους,
τοὺς μάντεις, τοὺς ὀμφαλοσκόπους.
«Σκύψε καὶ ἄκου τὸ λιβάνι,
αὐτὸν π’ ἀναμετρᾶ μὴν τὸν ἀκοῦς· εἶναι χαϊβάνι.
Νιῶσε τὸν ψίθυρο τῶν κεροδοσιῶν,
περνᾶ ἡ ἀφθαρσία τῶν νεκρῶν.
Δῶσε μας τὰ φλουριὰ καὶ τὰ δηνάρια
καὶ μὴ λυγᾷς· ὁ λυτρωτὴς ἀνάρια-ἀνάρια
σοῦ ἑτοιμάζει τὰ μαλάματα καὶ τὸ θρονί,
τὸ νέο σῶμα ποὺ θ’ ἀνθίσῃ σὰν κλωνί.»
Ξεχνᾶς τὸ μνῆμα καὶ τὸ ξόδι
μὰ σὲ γιορτὲς δὲ θὰ πατήσῃς πόδι!
Σκοτείνιασε, τί κάνεις τώρα;
Τὰ μάτια σου σβηστὰ στὸ σκότος ἀπὸ ὥρα,
τὰ στήθια ποὺ σὲ βύζαιναν δὲ θὰ τὰ ξαναδῇς.
Τί ἔπαθες; γιά δὲ σηκώνεσαι; γιατί δὲ τραγουδεῖς;
Τὸ σπίτι σου ἔχτισες γιὰ τὰ παιδιά·
ἀλίμονο! τώρα δὲν ζεῖς πιά.
Καὶ βρέθηκες στὸν τόπο τὸν γνωστό, θυμήσου:
πρὶν ἀπ’ τὴν πρώτη χαραυγή σου.
Ἄνθρωπος (κι ἂς πά’ νὰ λὲν οἱ ἄλλοι)
πλένεται γιὰ στερνὴ φορὰ στὴν ἄκρη τοῦ πελάγου·
κι ἂς τὸ δεχτῇ· κι ἂς βάλῃ ἀπ’ τὰ στήθη κάτου
τὸ ἀναστάσιμο ἀέρι τοῦ θανάτου!
*
©Κωνσταντίνος Κ. Χατούπης
φωτο: Στράτος Φουντούλης, «Θέαμα στον Περισσό» 2009
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.