Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Είπαν πως πάει ο παλιός ο χρόνος

…κάθε φορά γελούσε
ψάχνοντας στις τσέπες του
κάτι να ξοδέψει,
πράγματα δικά μας
που φύγανε μαζί του…

Έργο με πρόχειρη διανομή
Και Αντίπαλο τον χρόνο

πουλούκι ηθοποιών σε μια μισογκρεμισμένη σκηνή. Δυο τρία σκηνικά, καλώδια, καρέκλες και φροντιστές. Αυτή η μυστική φυλή που κρατάει άσβηστο το πανόραμα της φαντασίας. Στην πάνω δεξιά γωνιά μερικοί ηθοποιοί που προσπαθούν να ζεσταθούν. Γυναίκες και άνδρες, νεαροί στην ηλικία, παίρνουν μέρος σε αυτό φιλόδοξο έργο. Το ρίσκο τους μεγάλο μα γι΄αυτούς, σε λίγο καιρό, η ιστορία θα ανοίξει την αγκαλιά της. Στην άλλη άκρη της σκηνής μια σοβαρή προτομή χειροκροτεί δικτατορικά. Νομίζει κανείς πως αυτός ο τύπος, στην πάνω αριστερή γωνιά, που περιμένει ολομόναχος, σαν κάθε έναν που έχει κάτι συγκλονιστικό να προσθέσει στον ρυθμό αυτού του κόσμου, παίζει καλύτερα από όλους τον ρόλο του. Είναι ο σκηνοθέτης, μια μορφή μυθολογική. Τα φώτα χαμηλώνουν και ο άνδρας αυτός περιμένει την εποχή της σιωπής. Να την, φθάνει, ήρθε κιόλας με ήχο φτερού, ίδιο χιόνι. Τα παιδιά ανοίγουν τον σχηματισμό τους, ο σκηνοθέτης κάνει μερικά βήματα, λίγο ακόμη και τα παιδιά θα σκορπίσουν σαν πουλιά στον ξαφνικό κρότο που κάνει η εποχή όταν αλλάζει το δέρμα της.)

Σκηνοθέτης: (με πόζα αμυντική, που φανερώνει την μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του μα και ένα είδος φόβου που απαντάται στ΄άγρια ζώα εκεί έξω.) Το έργο (με δυνατή, απότομη φωνή), είναι μία επιθεώρησης. Το είδος θέλει σκέρτσο, εξυπνάδα, νάζι και σκηνογραφίες από εκεί έξω. Πάει να πει, πως εκεί έξω, υπάρχουν οι ρόλοι που σας ζητώ να αναλάβετε. Θα ρωτήσετε τότε, ποια είναι η δουλειά μου και τι στο καλό κάνω εγώ μες σε αυτήν την υγρασία. (κοιτά τριγύρω, ίσως να γνωρίζει πως τον κοιτούν χίλια μάτια, κανείς δεν έμαθε) Λοιπόν;

Ένα κορίτσι: (ξεχωρίζει γιατί είναι πιο όμορφη από το συνηθισμένο και επάνω της πέφτει κατακόρυφα το φως ενός ολόκληρου ήλιου, φανταστείτε) Και ο τίτλος, κύριε; Ο τίτλος έχει πάντα σημασία. Δίνει μια κατεύθυνση αν και τίποτε, τίποτε κύριε δεν είναι μια ευθύγραμμη ιστορία. Εσείς, είστε το ίδιο το έργο και αυτό αρκεί. (δαγκώνει τα χείλη της αισθαντικά)

Σκηνοθέτης: Πάει ο παλιός ο χρόνος.

Ένα κορίτσι: (μιλά στους άλλους και γελά) Να χαρώ μωρέ εγώ πρωτοτυπία! Κύριε, ο τίτλος σας δεν είναι σοβαρός.

Σκηνοθέτης: Το είδος βλέπετε!

Ένα αγόρι: (παγωμένο αγόρι, βρεγμένο ως το κόκκαλο) Αλήθεια κύριε, δεν σκεφτήκατε πως ο τίτλος σας φοριέται πολύ αυτόν τον καιρό;

Σκηνοθέτης: Μα φανταστείτε, πως αυτή η απλή και τετριμμένη έκφραση παίρνει σάρκα και οστά, εδώ σε αυτήν την σκηνή.

Ένα κορίτσι: (με ενδιαφέρον) Ίσως κάτι γίνεται τώρα, κύριε.

Σκηνοθέτης: (πιο ζεστός, με λιγότερη αυστηρότητα στον τόνο του, σαν να νιωθε πως έχανε εκείνο εκεί το παιχνίδι) Η υπόθεσης στηρίζεται σε αυτήν την λεπτομέρεια. Ένα πάρτυ, μπόλικα ποτά, αμερικάνικα χορευτικά, σημαιάκια, κορίτσια, μερικοί βετεράνοι, η Αριάδνη στο τέλος ενός δρόμου, πρώτη εκείνη χαμένη, αθάνατοι παίδες, τοκογλύφοι, εργοστασιάρχες, μαφιόζοι, ιερείς, σοδομιστές, ένας σωρός από ανθρώπους και πάθη.

Ένα αγόρι: (τινάζεται ρίχνοντας το παλτό του ως τους ώμους με μια χορευτική φιγούρα) Εγώ θα κάνω τον χρόνο που φεύγει. Και αν θέλετε κύριε, μπορώ να αυτοσχεδιάσω και ένας ξελογιασμένος χορός να παρασύρει τα πάντα εδώ μέσα. Αν θέλετε κύριε.

Σκηνοθέτης: (όλη αυτήν την ώρα έχει απομείνει ακίνητος) Την κρίσιμη στιγμή το ραδιόφωνο αναγγέλλει την αντίστροφη μέτρηση. Είναι αλήθεια, ο χρόνος φεύγει, πάει, πάλιωσε, τέλειωσε, όσα πήρε θα καταστραφούν, ανήκουν κιόλα σε μια άλλη εκδοχή σου, μια τελειωμένη παρτίδα που κανείς δεν παίζει. Όλοι γυρεύουν τον παλιό χρόνο. Πρέπει, λέει να τον πυροβολήσουν στον κρόταφο, με ένα ημιαυτόματο machine gun, σε ότι διαμέτρημα θέλετε, μα εγγλέζικες σφαίρες και κράνη από τα πιο ευφάνταστα υλικά ας προφυλάσσουν στους αιώνες την πιο τυφλή υπακοή. Πρέπει λέει, να του κάνουν τα πιο φριχτά βασανιστήρια, έτσι για το καλό. Μα ο γέρο χρόνος δεν βρίσκεται πουθενά.

Ένα κορίτσι: (με ενδιαφέρον) Να κοιτάξουν στις ντουλάπες με τα υλικά της καθαριότητας. Εγώ, όταν ήμουν παιδί, ξέπλενα τα μαλλιά μου με γυαλιά και άγριες νυχιές. Στις ντουλάπες!

(Ένα άλλο αγόρι, γυρεύει κάτι στην σκηνή. Κάνει πως ψάχνει, θυμίζει τυφλό με ηλεκτρονικά, καθορισμένες κινήσεις, σε ότι λέει το κορίτσι εκείνος απαντά με την καρδιά του.)

Σκηνοθέτης: Δεν υπάρχει πουθενά. Τώρα κανείς δεν θα τους παρηγορήσει και το φταίξιμο που τόσο καιρό αποστρέφονταν θα πέσει στους ώμους τους. Και θα αλληλοσπαραχθούν εκεί στην σκηνή, μες στην ατμόσφαιρα του πάρτι που φλέγεται, με δακρυγόνα και κατασταλτικές δυνάμεις που χτυπούν στο ψαχνό το μυαλό μας.

Ένα αγόρι: Τι τραγικό, τι χαλασμένο παιχνίδι! Δεν γελώ κύριε.

Σκηνοθέτης: Ω μα πριν από όλα αυτά, ο χορός θα είναι ξέφρενος και οι φιγούρες αχτύπητες, πιστέψτε με, μια αληθινή γιορτή θα΄ναι εκεί για σας! Λοιπόν, σύμφωνοι;

Ένα κορίτσι: (αρχίζει να χορεύει με το αγόρι που ΄χε ρίξει πρώτα το παλτό του) Θα τα δώσω όλα πριν τον σπαραγμό, κύριε! Εμένα με κερδίσατε και ας είπατε ένα μικρό ψέμα (δαγκώνει τα χείλη της) , να, πως είναι επιθεώρησης. Κανείς δεν γελά κύριε.

Το ίδιο εκείνο κορίτσι: Και ο παλιός χρόνος, κύριε; Τελικά, έτσι για το γούστο, τι γίνηκε στα αλήθεια; Ελάτε, διψώ για τις ιστορίες, κύριε (δαγκώνει τα χείλη της)

Σκηνοθέτης: (λυπημένα) Είπαν πως τον είδαν στην άσχημη πλευρά της πόλης. Δεν είχε γεράσει τόσο, τα μαλλιά του ήταν φροντισμένα, πουλούσε σοφίες στα πανηγύρια. Τα ρούχα του μόνο μαρτυρούσαν πως ήταν παλιά, μα τίποτε φθαρμένο εξαιρετικά που θα τον υποβίβαζε. Γυρνούσε μεθυσμένος ξοδεύοντας σε βιολετιά μαγαζιά το διψασμένο του όνειρο, οι ουρανοί για εκείνον είχαν πια ανοίξει. Ένιωθε πλούσιος μα και λυπημένος. Για το δεύτερο τι θα μπορούσε να κάνει, είχε πια χάσει κάθε του δικαίωμα. Όμως για το πρώτο, κάθε φορά γελούσε ψάχνοντας στις τσέπες του κάτι να ξοδέψει, πράγματα δικά μας που φύγανε μαζί του.

Ένα αγόρι: (δακρυσμένο) Εγώ δεν γελώ κύριε. Σφίγγω στα χέρια μου κάθε μου μικρή περιουσία. Την τραβώ από τα μάτια και από τις καρδιές. Λέτε να τα καταφέρω κύριε; Ο παλιός ο χρόνος να μην μου πάρει τίποτε; Λέτε να τα καταφέρω, κύριε; (απελπισμένος)

Σκηνοθέτης: Μα ναι, βεβαίως νεαρέ μου! Και εδώ άλλωστε μιλάμε για ένα έργο, τίποτε αληθινό έτσι δεν είναι; Λοιπόν, σας περιμένω εδώ σε τρεις μέρες από σήμερα. Για όσους αποφασίσουν να μείνουν, μια φυλλάδα της δεκάρας θα γράψει δυο γραμμές. Θα σας περιμένω.

(τα παιδιά μαζεύονται ξανά, οι φροντιστές καταφτάνουν στις φωλιές τους, σφυριές ακούγονται, βρισιές, ο ήχος της πόλης, ένας που προβάρει κάτι τελευταία λόγια. Ο σκηνοθέτης φροντίζει τα χαρτιά του.  Όλους τους κάνει και γελούν. Έχει την κοψιά παλιού λινουργού, τα ρούχα του είναι βρώμικα και όμως θυμώνει. Θυμώνει τόσο που σταματά για πάντα την πρόβα του. Τα φώτα ανάβουν και η παρέα χάνεται άλλοι στα βεστιάρια, κάποιοι από τις σκάλες της σκηνής ξεφεύγουν από τον καιρό αστυνόμο, οι πιο τολμηροί σαλτάρουν, χαμογελούν και κάνουν την έξοδό τους. Το έργο δεν τελειώνει και η αρχική του υπόθεση παραμένει θαμπή.)

*

©Απόστολος Θηβαίος

φωτο: Στράτος Φουντούλης

Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→