Ασημίνα Λαμπράκου, Το ξεμάτιασμα

(τίτλος εκ των υστέρων ή σαν υστερόγραφο:
η αδιαφιλονίκητη υπερβατική δυναμική του αγγίγματος)

 

Στολίδια στα χέρια είχε τα χρόνια της. Έτριψε τις κλειδώσεις, τις τσάκισε, τις ξανάτριψε κι έπιασε το κομμάτι το μαλακό ύφασμα.

Μούσκεψε ελαφριά το πανί κάτω από το βρυσάκι του τοίχου. Έπειτα, πέρασε πάνω του μια δυο φορές το μοσχοσάπουνο που κρατούσε με τη δεξιά της. Μάλαξε το πανί και με τα δυο χέρια και σήκωσε το αριστερό της μπράτσο πίσω από το κεφάλι της γέρνοντας το τελευταίο ελαφριά προς τα ’μπρός κι αριστερά.

Ξεκίνησε από τη καμπύλη της μασχάλης. Απομάκρυνε με αργές κινήσεις τον κάματο της μέρας από το εσωτερικό μέρος θωπεύοντας την περιοχή και το χνούδι της. Έπειτα πήρε την εξωτερική καμπύλη μέχρι τον αγκώνα περνώντας από το κάτω μέρος του μπράτσου. Τεντώνοντας το χέρι, ανέβηκε στο επάνω. Κατέληξε στον ώμο με τον ίδιο αργό τελετουργικό ρυθμό.

Η παλάμη της αγκάλιασε τη στρογγυλάδα του και πήρε το δρόμο για το στέρνο. Οι κινήσεις της γίνανε ανεπαίσθητα πιο αργές καθώς το χέρι με το πανί κάλυπταν την απόσταση ανάμεσα στα δυο στήθη με προορισμό την κάτω επιφάνεια του αριστερού μαστού. Στερέωσε τον τελευταίο μέσα στη αριστερή της παλάμη και τον ανασήκωσε ελαφρά για να φτάσει να καθαρίσει το λαγκάδι από κάτω του. Συνέχισε καλύπτοντας αργά, νωχελικά, και τον υπόλοιπο μαστό ως την τεράστια θηλή της. Εκεί, για πρώτη φορά, κοιτάχτηκε στον μικρό στενόμακρο καθρέφτη που κρεμόταν από το γαντζάκι του τοίχου. Τα χαρακτηριστικά της είχαν απαλύνει και μια υποψία κόκκινου στόλιζε το δειλό χαμόγελό της.

Το χέρι της ακολούθησε σαν ιεροτελεστία, τη στρογγυλάδα της θηλής μέχρι να φτάσει στη ρώγα της. Εκείνην την πίεσε μια δυο φορές ανάμεσα σε δείκτη και αντίχειρα μέχρι να ξεμυτίσει κι έπραξε πάνω της τα δέοντα σα μάνα που ετοιμαζόταν να βυζάξει το παιδί της, ώσπου ρόδισε για τα καλά.

Ξέπλυνε το πανάκι κάτω από τη βρύση, πέρασε εκ νέου δυο χέρια μοσχοσάπουνο κι επανέλαβε τα ίδια με τη δεξιά πλευρά της. Στην κοιλιά και τη ρεματιά ανάμεσα στα πόδια της, έστειλε δυο χούφτες νερό ίσα που να δροσίσει. Όμοια δρόσισε πρόσωπο κι αυχένα. Σκούπισε απαλά τα μέρη της. Πέρασε πάνω της το λευκό νυχτικό με μια μικρή φάσα δαντέλας κάτω από το στήθος. Σ’ ένα σκαμνάκι δίπλα στο κρεβάτι σκεπασμένο με ασπροκέντημα, απίθωσε ένα πιατάκι με λάδι. Ίσιωσε τα μαξιλάρια στο κρεβάτι της. Περίμενε.

Μια μικρή διαρροή στη βρύση του τοίχου, μετρούσε στο λαβομάνο τον χρόνο της αναμονής.

Ο άντρας που σίμωνε, έγερνε φορτωμένος τη τσάντα με τα έγγραφά του λίγο προς τ’ αριστερά και το βάρος της ψυχής του, μπροστά.

Το χτύπημα στη πόρτα είχε κάτι από το φορτίο του.

Η γυναίκα δεν μίλησε, δεν χαμογέλασε, μόνο χάιδεψε το περίγραμμα τού προσώπου του και με τα δυο της χέρια. Έπειτα, κάθισε στηρίζοντας τη πλάτη, βαθιά στα μαξιλάρια του κρεβατιού. Ο άντρας την ακολούθησε κάνοντας τη κοιλιά της προσκεφάλι εις τρόπον ώστε τα πρόσωπά τους να βρίσκονται αντικριστά. Η γυναίκα χάιδεψε και πάλι το περίγραμμα τού προσώπου του. Μετά, από ένα μικρό πορσελάνινο βαζάκι, έσταξε επτά σταγόνες λεβάντας στο πιατάκι με το λάδι δίπλα της. Βούτηξε μέσα δείκτη και μεσαίο και των δυο χεριών της κι αφού τα έπλασε λίγο με τον αντίχειρα, έσκυψε μπροστά, πάνω από το πρόσωπο του άντρα κι άρχισε τις μαλάξεις. Πρώτα τους κροτάφους κι απ’ τις δυο πλευρές ταυτόχρονα, με τους μέσους. Αργά. Πολύ αργά. Έπειτα έβαλε και τους δείκτες να δουλέψουν. Συντονισμένα. Οι αντίχειρες ξεκίνησαν να μαλάσουν τη περιοχή κοντά στ’ αφτιά. Κι όπως τα χέρια της μετακινήθηκαν στη περιοχή πάνω από τα μάτια, η γυναίκα, εξακολουθώντας να ’ναι σκυμμένη πάνω από το πρόσωπο του άντρα ώστε η μυρωδιά του μοσχοσάπουνου απ’ τον κόρφο της να ερεθίζει τη μύτη του, άρχισε να φυσά λόγια κι αέρα προς το μέρος του. Ουσιαστικά κι επίθετα συνοδεία αντωνυμιών άλλοτε κτητικών και κάποτε αναφορικών, σα μάνα που ησυχάζει το παιδί της, σα νόνα που προικίζει το βρέφος, σαν ερωμένη που βαυκαλίζεται με το επιθυμητό, το ανέφικτο. Κι αέρα. Με τα χείλη της να ενώνονται σε φυσούνα σαν ήθελε να διώξει κάτι, ή το ένα πάνω απ’ τ’ άλλο σαν ήθελε να εμφυσήσει κάτι νέο κι όμορφο.

Ήρθε και γαλήνεψε το πρόσωπο τού άντρα, έκλεισαν τα μάτια, τα χείλη άνοιξαν και φθόγγοι παρά λέξεις έβγαιναν από μέσα τους, ακαταλαβίστικοι. Τότε η γυναίκα έσκυψε σα να σημάδευε τα χείλη, και κάθε που ο άντρας αντιγύριζε στα λόγια και τον αέρα της φθόγγους, εκείνη με μια γκριμάτσα, στωικά ρούφαγε την αγωνία του. Κι όσο τα βογγητά του έβγαιναν πιο απελευθερωμένα, τόσο τα λόγια της γίνονταν ψιχαλιστά μέχρι που έμοιαζε να κουράζεται, να λιώνει, να δακρύζει. Ολόκληρη.

Τα πρόσωπά τους, δυο μισοφέγγαρα λιωμένα που σαν τα ένωνε κανείς θα έφτιαχναν ένα φεγγάρι κατακόκκινο. Κι όλο βουτούσε τα δάχτυλα στο λάδι με τη λεβάντα. Κι όλο έβγαιναν απ’ τα χείλη της λόγια κι αέρας ψίθυρος. Κι από ’κείνου φθόγγοι ακατάληπτοι που η γυναίκα βύζαινε στωικά κι όπως ήταν ο προορισμός της. Κι ίδρωνε, και καρτερούσε, και έλιωνε, και αναστατωνόταν, και δάκρυζε ολάκερη, κι αδημονούσε και μούσκευε.

Γι’ αυτό, τη στιγμή που ο άντρας λαγγεμένος έγειρε πάνω της σαν αρσενικό ψηλαφώντας με τα δόντια του τη θηλή της επάνω απ’ το ρούχο, εκείνη παραμέρισε τις συμπληγάδες των μηρών της και την ώρα που, μεριάζοντας τις όχθες για να κουρσέψει την πηγή της, γύρεψε να αφήσει εντός της και τις τελευταίες σταγόνες της αγωνίας του, η κραυγή της που έσκισε το δωμάτιο δεν ήταν άλλο από τη τελευταία γουλιά τής δικής του πάλης.

Η διαρροή στη βρύση του τοίχου, μετρούσε στο λαβομάνο τον χρόνο που περνούσε, κι εκείνη, στα χέρια της δεν είχε άλλα στολίδια παρά τα χρόνια της.

*

©Ασημίνα Λαμπράκου, 2010

φωτο: Στράτος Φουντούλης