Καίτη Παπαδάκη, Δεν βιάζομαι

Όταν πάτησα το κουμπί του ασανσέρ, περίμενα να με κατεβάσει στον χώρο υποδοχής. Θα ζητούσα απ’ τον υπάλληλο να καλέσει ταξί, μια και βιαζόμουν να φτάσω εγκαίρως στο συνεδριακό κέντρο. Τη διαδρομή αυτή θα ήταν ωραία να την ακολουθήσεις πεζός, να περάσεις απ’ τα αξιοθέατα της παλιάς πόλης, το πάρκο, τα καταστήματα, τα οποία στεγάζονταν σε παλιά, ανακαινισμένα με πλήρη σεβασμό στην ιστορία τους, κτήρια. Όμως, ο χρόνος σήμερα ήταν θηλιά στον λαιμό μου και το ταξί θα μ’ εξυπηρετούσε άριστα.

Καθώς βγήκα από το ασανσέρ, συνάντησα μια εικόνα καθόλου γνώριμη. Γύρισα πίσω, πάτησα το κουμπί του ισογείου, του πρώτου, του δευτέρου, του ισογείου και πάλι, άνοιξα ξανά και ξανά την πόρτα, όμως μπροστά μου ο ίδιος άγνωστος διάδρομος,   χωρίς παράθυρα, χωρίς ένα φεγγίτη, φωτισμένος μόνο με κεριά. Ποιος ξέρει πού να οδηγούσε; Φώναξα μήπως κάποιος μ’ ακούσει. Τίποτα. Σκέφτηκα πως ίσως ήταν πέρασμα που κατέληγε στο ινστιτούτο αισθητικής του ξενοδοχείου. Ο διακοσμητής έστησε προφανώς αυτό το σκηνικό έτσι ώστε να δημιουργείται η κατάλληλη ατμόσφαιρα. Πολλές φορές στο παρελθόν ήθελα να  έρθω για σάουνα ή μασάζ, αλλά ποτέ αυτή η επίσκεψη δεν χώρεσε στο πρόγραμμα. Αν θυμάμαι καλά, η αίθουσα του  σπα είχε δυτική κατεύθυνση  όπως και ο προορισμός μου. Από εκεί, μικρή βοηθητική πόρτα, έβγαζε στην  πλαϊνή  έξοδο  του κτηρίου, ακριβώς στην πιάτσα των ταξί. Ίσως τελικά να μην ήταν κακή ιδέα να ακολουθήσω αυτό τον διάδρομο.

Ξεκίνησα να περπατάω. Κάποια στιγμή παρατήρησα πως τα κεριά πίσω μου σβήνανε και πως η είσοδος από την οποία πέρασα, χανόταν από τα μάτια μου. Άνοιξα τον αναπτήρα μου και προσπάθησα να τα ξανανάψω. Άδικος κόπος. Θα έλεγε κανείς πως τελείωνε το φυτίλι τους ή πως  η υγρασία ήταν τόση που δεν ευνοούσε την φλόγα. Παρόλα αυτά το τσιγάρο μου άναψε μια χαρά. Κοίταξα το ρολόι μου , αλλά φαίνεται πως δεν πήγαινε καλά. Καθόλου απίθανο να πήρε κι αυτό υγρασία.  Προχώρησα αρκετά χωρίς να κοιτάω πίσω. Αποκλείεται να χρειαζόταν τόση ώρα, αν πραγματικά κατευθυνόμουν στο σπα. Σίγουρα είχα αργήσει στο συνέδριο. Το τηλέφωνο δεν έδινε καθόλου σήμα και ήταν αδύνατο να ειδοποιήσω τους διοργανωτές πως θα καθυστερούσα κι άλλο  και να τους ζητήσω ν’ αλλάξουν στο πρόγραμμα την σειρά της ομιλίας μου. Τάχυνα το βήμα , δεν μπορεί,  θα κατάφερνα να φτάσω στο τέρμα του διαδρόμου. Ίσως ήμουν κοντά. Ίσως εκεί υπήρχε κάποια άλλη πόρτα. Σκέφτηκα πως ήταν καλό μάθημα αυτή η καθυστέρηση, μια και για να μην αργήσω,  αρνήθηκα το πρωί στον γιο μου-  είχαν έρθει μαζί η γυναίκα μου και ο μικρός-παιχνίδι μόλις πέντε λεπτών , που απαιτούσε τσιρίζοντας. Πώς να του εξηγούσα  ότι τώρα  η μελέτη μου είχε προτεραιότητα; Τον χάιδεψα φευγαλέα στο μάγουλο και του υποσχέθηκα ότι όταν γύριζα,  θα πηγαίναμε βόλτα. Έκλεισα  την πόρτα, ενώ ο ήχος από το κλάμα του διαπερνούσε τους τοίχους. Αν έβγαινα από δω, θα του αγόραζα ένα μεγάλο τρενάκι, για εξιλέωση.

Τα κεριά πίσω μου, όσο πιο γρήγορα περνούσα, τόσο πιο γρήγορα τρεμόπαιζαν και σβήνανε. Άρχισα να λαχανιάζω, κοντοστάθηκα. Οι παλάμες μου είχαν ιδρώσει και στη ραχοκοκαλιά μου πια έρεε παγωμένο ηλεκτρικό  ρεύμα. Ψηλάφισα τους τοίχους, έστρεψα το βλέμμα αριστερά, δεξιά. Δεν έβλεπα πουθενά διέξοδο. Προσπάθησα ν’ ανοίξω τον φακό του κινητού, να γυρίσω πίσω, να μπω στο ασανσέρ και να επιχειρήσω να επιστρέψω στο δωμάτιο, όμως  ήταν ήδη απενεργοποιημένο. Προχώρησα κι άλλο. Κεριά εδώ δεν υπήρχαν, σκοτάδι μόνο. Περπατούσα ευθεία, κρατώντας τον τοίχο. Μέχρι που στο βάθος του διαδρόμου φάνηκε αμυδρά μια στρογγυλή πύλη. Πιο πέρα από αυτή φώτα  και ήχοι της πόλης μου τράβηξαν την προσοχή.  Έτρεξα. Στάθηκα στην πύλη. Την πλευρά αυτή της πόλης δεν την γνώριζα, αλλά μ’ ένα ταξί θα πήγαινα όπου ήθελα. Ψιλόβρεχε , έκανε ψύχρα. Είχε σχεδόν σκοτεινιάσει, αν και  ήταν μάλλον μεσημέρι ή απόγευμα, νωρίς.

Έκανα νεύμα και το αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά μου.   Σιγανού 27.  Ο ταξιτζής  ξεκίνησε χωρίς να μιλήσει. Πήραμε ένα δρόμο που δεν γνώριζα, ψυχή δεν κυκλοφορούσε. Το κινητό μου εξακολουθούσε να είναι νεκρό. Η γυναίκα μου σίγουρα θα είχε ανησυχήσει. Μπορεί να την είχαν ειδοποιήσει οι διοργανωτές του συνεδρίου πως δεν πήγα. Όταν θα άνοιγα το κινητό- ήμουν σίγουρος-θα έβρισκα αμέτρητες αναπάντητες. Η καημένη… Σκεφτόμουν την λαχτάρα της, τη μέρα μάλιστα που θα έκλεινε τα τριάντα εφτά. Για δες… Σαν χθες ήταν που την γνώρισα. Σε μια παρέα, όταν  ήμασταν φοιτητές. Σαν χθες… Νερό η ζωή, δεν την φτάνεις. Το πρωί δεν προλάβαινα να της ευχηθώ, να της δείξω πως την σκέφτηκα. Κατσούφιασε λιγάκι. Ξέρω, την έχω παραμελήσει αρκετά, μα η δουλειά δεν περιμένει κι εγώ βιάζομαι συνέχεια. Θα της έκανα έκπληξη το βράδυ, μ’ ένα μπουκέτο λουλούδια κι ένα βραχιόλι, το οποίο έκρυψα από προχθές στον χαρτοφύλακα. Δεν έπρεπε να χάσω καιρό. Μόλις θα έφτανα στο συνεδριακό κέντρο, θα την καλούσα από εκεί να την καθησυχάσω.

Συνεχίσαμε στον άγνωστο δρόμο.  Παρακαλώ, είστε σίγουρος πως από εδώ θα φτάσουμε στην οδό Σιγανού; Μήπως χαθήκαμε;   Ο οδηγός γύρισε στιγμιαία στο μέρος μου και είδα- σίγουρα το είδα-πως μεταξύ του καπέλου και του γιακά υπήρχε ένα κεφάλι χωρίς πρόσωπο! Έβγαλα τα γυαλιά μου από τη θήκη και τα φόρεσα. Έριξα μια ματιά στους καθρέφτες. Δεν υπήρχαν! Ζήτησα σχεδόν ουρλιάζοντας να σταματήσει να κατέβω. Φρέναρε και βγήκα τρέχοντας. Το οδόστρωμα  βρεγμένο, γλιστερό. Έτρεχα. Τα αμάξια περνούσανε ξυστά απ’ το πλάι μου. Παραπάτησα και βρέθηκα μπροστά σ’ ένα λεωφορείο. Θα ορκιζόμουν πως με χτύπησε. Παράξενο, δεν ένιωσα ούτε πόνο, ούτε μάτωσα. Απορημένος, βρίζοντας  που το λεωφορείο χάθηκε στον ορίζοντα, χωρίς να σταματήσει στιγμή, συνέχισα να προχωρώ πιο προσεκτικά, μέχρι που είδα ξανά φώτα. Μπροστά μου πρόβαλε ένα κτήριο πολυτελές, με φροντισμένο κήπο. Έφτασα πιο κοντά . Με χαρά συνειδητοποίησα πως ήταν ο γνωστός  χώρος εκδηλώσεων  που έπρεπε να βρίσκομαι από το πρωί. Τώρα πια η πρώτη μέρα του συνεδρίου θα είχε τελειώσει. Θα ζητούσα συγγνώμη από τους διοργανωτές και θα τους διηγούμουν όσα συνέβησαν. Θα έπαιρνα τηλέφωνο και την Μάνια …

Όταν μπήκα μέσα ήταν όλοι αναστατωμένοι. Μέσα στην ταραχή τους , μάλλον δεν με πρόσεξαν. Μιλούσαν ζωηρά και  καταλάβαινες πως έχει συμβεί κάτι σοβαρό. Κατευθύνθηκα στην υποδοχή, για να πάρω τηλέφωνο την γυναίκα μου.

Παρακαλώ, μπορείτε να μου καλέσετε…  Ο υπάλληλος δεν με άκουσε, θα έλεγα πως αδιαφόρησε εντελώς για την παρουσία μου. Παρακαλώ, είναι επείγον, αν μπορείτε… Εκείνη την στιγμή το βλέμμα μου έπεσε στην οθόνη της τηλεόρασης , που βρισκόταν στο πίσω του. Ήταν η ώρα του απογευματινού  δελτίου  και στους τίτλους διέκρινα την είδηση για τον θάνατο ενός σημαντικού επιστήμονα, από καρδιακή προσβολή μέσα στο ασανσέρ του ξενοδοχείου που μέναμε. Δεν ήταν αλήθεια, δεν ήταν δυνατό , δεν  ήταν… στο ρεπορτάζ αναγνώρισα την φωτογραφία μου . Η Μάνια -σίγουρα δεν ήταν αλήθεια- μιλούσε με σπασμένη φωνή στους δημοσιογράφους του τοπικού καναλιού. Τα λόγια της διέκοψαν δυνατά αναφιλητά. Σίγουρα, κάποιο λάθος ήταν όλο αυτό, μια φάρσα ή ένα όνειρο. Το συνέδριο , η μελέτη μου, η Μάνια, το παιδί …

Έκανα δυο βήματα πίσω. Κάτι δεν θα είχα καταλάβει καλά. Δεν γίνεται να… η Μάνια … το παιδί…  η ζωή μας…κάτι δεν είχα καταλάβει… Κάτι  δεν… Βγήκα, πήρα ένα ταξί. Έκατσα στο κάθισμα και δεν μίλησα. Εκείνο ξεκίνησε. Δεν ξέρω πόσος καιρός έχει περάσει από τότε. Δεν γνωρίζω τον δρόμο. Δεν μιλάω. Χαϊδεύω  την  καμπύλη του βραχιολιού που ξέμεινε στον χαρτοφύλακα. Βρέχει συνέχεια. Αυτός που οδηγεί δεν έχει πρόσωπο. Το αυτοκίνητο δεν έχει καθρέφτες. Δεν παραπονιέμαι όμως. Κανένας δεν με περιμένει. Δεν φοβάμαι μην αποτύχω, μην χάσω κάτι. Γενικά, δεν βιάζομαι…

*

©Καίτη Παπαδάκη

φωτο: Στράτος Φουντούλης