Ευρυδίκη Τρισόν – Μιλσανή, Το παλτό απ’ το Σικάγο

Α πα πα πα! Δεν είναι δυνατόν! Της πήρε το παλτό. Το μαύρο μακρύ παλτό από μαλακό κασμίρ με πέτα από αστρακάν… Ότι δήθεν της έπεφτε πολύ και δεν το χρειαζόταν, εφόσον είχε το καφέ, ενώ η άλλη, η δύστυχη γυναίκα που μόλις είχε φτάσει απ’ το χωριό, δεν είχε τίποτε να βάλει επάνω της κι έτρεμε σαν το φύλλο!

Στα παιδικά μου μάτια ήταν ένα έγκλημα. Έγκλημα εσχάτης προδοσίας!

Ωστόσο η Χέντι Ντίνερ της το έδωσε χωρίς πολλά-πολλά. Πικράθηκε δεν λέω, έκλαψε μάλιστα λίγο, αλλά όχι γιατί το στερήθηκε. Αυτό που την έκανε να στεναχωρηθεί πραγματικά ήταν που ο άντρας της ο Μήτσος, ο αδελφός της Σοφίας δεν επαναστάτησε, δεν της πήγε κόντρα, δεν πήρε το μέρος της. Τσιμουδιά! Θα έλεγες πως την φοβόταν.

Τι τα θες, ο Μήτσος ήξερε το πείσμα της αδελφής του, την επιμονή της όταν έβαζε κάτι στο νου της. Κι επί τέλους είχε βαρεθεί, τον είχαν  κουράσει οι διαμάχες, οι ίντριγκές της, οι περίεργες ιδέες  που ξεφούρνιζε κάθε τόσο και που έκαναν το σπίτι ανάστατο. Για το λόγο αυτό προτίμησε να σωπάσει. Έτσι δεν υπερασπίστηκε τη γυναίκα του, δεν διεκδίκησε το αμερικάνικο παλτό που τους έστειλαν πρόσφατα και που τώρα της το ζητούσαν πίσω.

Η ιστορία είχε ως εξής : Ανάμεσα στα δώρα που έστειλε ο εξάδελφος από το Σικάγο, τρόφιμα, παιγνίδια, πουλόβερ- βλέπεις στη μεταπολεμική Ελλάδα υπήρχε διάχυτη μιζέρια ακόμη και στους λιγότερο αξιολύπητους-  το τελευταίο του δέμα περιελάμβανε κι ένα μάλλινο παλτό, ότι έπρεπε για το χειμώνα που ακολούθησε το τέλος του εμφυλίου και που ήταν τσουχτερός και γεμάτος οδυνηρές αναμνήσεις. Το παλτό προοριζόταν για τη Σοφία αλλά δυστυχώς δεν έκανε για την κοντή φτιαξιά της κι έτσι ομόφωνα το έδωσαν στην Χέντι που είχε εύρωστη κορμοστασιά και της πήγε κουτί. Χαρήκαμε για το δώρο, καμάρωνα κι εγώ τη μαμά μου με το καινούργιο της απόκτημα, ήταν μια κούκλα, καμάρωνε κι ο Μήτσος όταν οι δυο τους, εγκαταλείποντας την οδό Καλλιδρομίου, πήγαιναν στις βραδιές που οργάνωνε η Ηλέκτρα στην οδό Ερεσού, είτε έκαναν επίσκεψη στους Αρμάγους λίγο πιο πέρα από την Αραχώβης. Το μαύρο παλτό ρεντιγκότα με τη γυαλιστερή ζώνη πετυχημένη προσθήκη της μαμάς, ήταν ένα αξιοθαύμαστο απόκτημα κι αυτούς τους δύσκολους χρόνους που όλοι φορούσαν κουρέλια δεν περνούσε απαρατήρητο.

Ωστόσο η Σοφία δεν έβρισκε ησυχία. Την έτρωγε η ζήλεια. Το πώς δεν χώνευε τη νύφη της όλοι το ήξεραν έστω κι αν έκανε το παν για να το κρύψει. Άλλωστε οι χριστιανικές της πεποιθήσεις της την προβλημάτιζαν.  Άραγε το είχε πει ποτέ στον εξομολόγο της αποβλέποντας σε άφεση αμαρτιών;

Και τι δεν είχε άλλωστε να προσάψει στη νύφη της! Την ήπια ομορφιά της, την κομψότητα, την μαγειρική, το περίφημο κέντημα της Ουγγαρίας που το κατείχε στην εντέλεια… αλλά και κάτι ακόμη πιο σημαντικό. Την αδυναμία που της είχε ο Μήτσος ! Αυτή κυρίως πάνω απ’ όλα την ταλάνιζε. Παρόλο που η ίδια είχε έναν άντρα αφοσιωμένο, ο έρωτας του αδελφού ήταν πάνω απ’ όλα. Δεν είχε αρνηθεί τόσους γαμπρούς για χάρη του; Δεν είχε κάνει το παν να τον κρατήσει κοντά της ανύπαντρο; Δεν του είχε προξενέψει με τόσο ζήλο τις πιο στενές φίλες της ελπίζοντας να μη τον δει να απομακρύνεται;  Κι αυτός τι; Έκανε ακριβώς το αντίθετο. Πήγε στην άλλη άκρη του κόσμου για να φέρει αυτή την ξένη, την εβραία, που δεν είχε τίποτε κοινό μαζί τους και που παρόλες τις προσπάθειές της ποτέ δεν κατόρθωσε να την προσαρτήσει στο επιτελείο της.

Και να τώρα κοκορευόταν με το αμερικάνικο παλτό, που είχε μπει στο μάτι όλης τη γειτονιάς, κι ο καθένας  της έλεγε κάθε τόσο πόσο ωραία ήταν η ουγγαρέζα νύφη της… πως με τα χάλκινα σπαστά μαλλιά της ήταν φτυστή η Ρίτα Χέηγουωρθ, πως θα έπρεπε να παίξει στο θέατρο- μόνο αυτό της έλειπε- και τα λοιπά και τα λοιπά. Δεν άντεχε πια, είχε φτάσει στο αμήν.

Ο ερχομός της Κατερίνας, αδελφής του άντρα της ήταν σωστό κελεπούρι. Να η ποθητή ευκαιρία. Είχε κάθε λόγο, ναι κάθε λόγο, να απαιτήσει το παλτό, να της το πάρει πίσω. Κι όχι γι αυτήν την ίδια- θα φαινόταν πολύ εγωιστικό, αλλά για κάποια άλλη. Δεν επρόκειτο λοιπόν για μια πράξη μοχθηρή… θεός φυλάξει. Απλώς την καημένη την άλλη σκέφτηκε, ήταν για καλό, ήταν μια ωραία αλτρουιστική πράξη που θα είχε θετικές συνέπειες ακόμη και για τη Χέντι που χωρίς να το θέλει θα ευεργετούσε κι από τη μεριά της. Έτσι λοιπόν το παλτό άλλαξε χέρια κι απ’ τη μια στιγμή στην άλλη εγκατέλειψε τους αγαλματένιους ώμους της πρώτης κατόχου για να σκεπάσει τους σκυφτούς και άχαρους της δεύτερης.

Η Χέντυ, απίστευτο, το προσπέρασε. Εγώ όμως όχι. Διχασμένη ανάμεσα στην επανάσταση που μου προκαλούσε η αδικία, και στην προσκόλληση που ένοιωθα γι αυτή την απρόσμενη, ευρηματική, πνευματώδη γυναίκα που ήταν η θεία μου, έχανα σιγά-σιγά την σημασία του καλού και του κακού που με τόσο ζήλο με δίδασκε.

*

©Ευρυδίκη Τρισόν – Μιλσανή, από την ανέκδοτη συλλογή «Ενδυματολογικές γκάμες»

φωτο: Στράτος Φουντούλης