Αθανάσιος Πάσχος, Θεριστές της νύχτας ―προδημοσίευση

Σε λίγες μέρες στα βιβλιοπωλεία, από τις εκδόσεις Ιωλκός

ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΕ ΤΑ ΣΥΚΑ

– Σύκα…

Συκαααα… Είκοσι λεπτά το ένααααα…

Φρέσκα. Το πρωί τα έκοψα από το δέντρο μουυυ.

Βασιλικά αα. Σύκα αα…

Όμορφο απόβραδο Αυγούστου. Η παιδική φωνή του αγοριού, γύρω στα έξι, αποτελούσε μια ιδιαίτερη νότα στη γενικότερη εικόνα του μικρού δρόμου που οδηγούσε στο λιμάνι. Δε θα έλεγες ότι έσφυζε από υπερβολική ζωή, αλλά είχε  μια κινητικότητα από  πανσπερμία ηλικιών. Μικροκαμωμένο, φορούσε  ένα κοντομάνικο πουκάμισο και βερμούδα. Μικρός κύριος. Τα μαλλάκια του περιποιημένα. Ένας αξιοπρεπής πωλητής σύκων που σέβεται την πραμάτεια του, αλλά και τους περαστικούς υποψηφίους πελάτες του.

Πελάτες. Περνούν έφηβοι με σκυμμένο  κεφάλι στο κινητό.  Γονείς, παππούδες και γιαγιάδες με τα παιδιά και τα εγγόνια τους που τα κρατούσαν γενναιόδωρα από το χέρι, για να αγοράσουν καλαμπόκι και μαλλί της γριάς από τους πλανόδιους μικροπωλητές στην πλατεία του λιμανιού. Ηλικιωμένοι που κάθονταν στα παγκάκια και κουτσομπόλευαν τους περαστικούς, τους παραθεριστές και έριχναν κλεφτές ματιές στα κορίτσια με τα προκλητικά σορτσάκια που κόλαζαν .

-Σύκαααα…

Είκοσι λεπτά το ένααααα…

Φρέσκα…

Το αγόρι με σταθερή φωνή, πεισματικά διαλαλεί το εμπόρευμα του, παρότι συνομήλικα του παίζουν ανέμελα και γελούν στην παιδική χαρά λίγα μέτρα παραπέρα. Κόσμος και κοσμάκης περνάει δίπλα του και δεν του δίνουν σημασία. Δεν είναι κουφοί. Στο στομάχι νιώθεις το στρίμωγμα της ενοχής, της ντροπής, της πικρής αλήθειας. Και το αποδεικνύει η στάση του κεφαλιού. Τυχαία κάποιοι κοιτούν στην αντίθετη κατεύθυνση από το παιδί, άλλοι κοιτούν το κινητό με αγωνία μήπως τους κάλεσε κανείς και δεν το άκουσαν. Μερικοί θαυμάζουν … τα χρώματα του δειλινού ατενίζοντας χαμένα τον ορίζοντα.

-Σύκα αα.

Είκοσι λεπτά το ένααααα…

Φρέσκα. Το πρωί τα έκοψα από το δέντρο μουυυ…

Σε όλο το περιβάλλον των καθώς πρέπει κυριών και κυρίων, μικροαστών και αρκούντως ικανοποιημένων από το βόλεμα στη ζωή, από το -κουτσά στραβά- τα βγάζουμε πέρα, υπάρχει ένας μικρός καθρέφτης που δεν τολμά κανείς να τον  κοιτάξει κατάματα ή τον κοιτάζει λοξά τόσο που αλλοιώνεται η εικόνα της πραγματικότητας.

Εντάξει. Όχι κανείς. Κάποιος χαλάει την πιάτσα.

Η κοπέλα με την τσάντα πλάτης κάθεται στα γόνατα δίπλα στον μικρό πωλητή της ζωής.

– Για μέτρα τώρα εσύ πόσα σύκα θα βάλω στη σακουλίτσα.

– Ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, έξι , με αργό ρυθμό το αγόρι μετρά.

– Μπράβοοο. Είσαι πολύ καλός. Ανοίγει τη χούφτα του παιδιού και του βάζει κέρματα.

Το χάιδεψε στο μάγουλο και σηκώθηκε να φύγει. Αφού προχώρησε λίγα βήματα, γύρισε να δει το παιδί. Δεν το έβλεπε, καθώς η  περατζάδα γέμισε κόσμο. Συνέχισε το δρόμο της με βιαστικό βήμα. Όντως το δειλινό με το χρώμα της φωτιάς στο κράσπεδο της νύχτας είναι υπέροχο.

– Σύκαααα…

Είκοσι λεπτά το ένααααα…

Φρέσκα. Το πρωί τα έκοψα από το δέντρο μουυυ.

Άνοιξε τη σφιγμένη χούφτα του.

– Έι πολλά λεφτά πήρα. Περισσότερα από ο,τι έκαναν τα σύκα.

Βασιλικά αα…

Σύκα ααα…

*

*«Και […] είπον: άρα εστί Βασιλεύς ή Στρατιώτης, πλούσιος ή πένης, δίκαιος ή αμαρτωλός;»

*Εξόδιος ακολουθία, Νεκρώσιμα Ιδιόμελα, Ιωάννου Μοναχού του Δαμασκηνού.