❇︎
«Ένα πακέτο τσιγάρα, ένας αναπτήρας, 200 ευρώ, ένα κινητό-παντόφλα…» ξεφεύγει ένα γέλιο στον αστυνόμο. «Καπνίζεις;», τον ρωτά με ψυχρό ύφος. «Όχι, το έχω κόψει…». «Αλλιώς, να σε κέρναγα γιατί αυτά πια δεν καπνίζονται…». «Να είσαι καλά σε ευχαριστώ».
Τα ρούχα του, του τα έφεραν στο κελί. Του ήταν τεράστια. Τόσα χρόνια εκεί μέσα λες και έλιωσε…
Πήρε μια βαθιά ανάσα και έκανε μια τελευταία φορά την βόλτα στο προαύλιο. Κάθετα αυτή την φορά, προς το φυλάκιο της εξόδου, όχι γύρω-γύρω. Δεν γύρισε να κοιτάξει πίσω μην γίνει στήλη άλατος. Μόνο μπροστά, από εδώ και πέρα μόνο μπροστά.
Είχε πληρώσει με το παραπάνω το χρέος του στην κοινωνία, ή τουλάχιστον έτσι πίστευε. Δέκα χρόνια… μα δέκα χρόνια! Θα μου πεις ήταν 18 και έγιναν 10, και εντάξει με την προφυλάκιση πριν την οριστική καταδίκη…. Όμως, τι είναι τα χρόνια; Στραγάλια;
Φεύγει από την φωτεινή αυλή και διασχίζει τον διάδρομο του φυλακίου. Ακούγονται διάφοροι ηλεκτρικοί ήχοι και ανοίγουν αυτόματα πόρτες μπροστά του. Σύντομα βρέθηκε και πάλι στο άσπρο φως του έξω κόσμου. Το τελευταίο μπζζζζ ακούστηκε, ο φύλακας του άνοιξε την πόρτα με τυπικότητα και ψυχρότητα. Ένας νεαρός ήταν, που πιθανά δεν ήξερε καν ποιον απελευθέρωνε. Πάντως, ένα «καλή ζωή», ένα «καλή λευτεριά», ένα «δε σου λέω τα λέμε», δε του χάρισε.
Βρέθηκε στο πεζοδρόμιο στην πίσω πλευρά της φυλακής. Ο δρόμος είχε κίνηση. Το πεζοδρόμιο επίσης. Ένας νεαρός που τον προσπέρασε τον ρώτησε τι ώρα είναι και δεν ήξερε να του πει. Ούτε ο νεαρός τον ήξερε. Παράξενο συναίσθημα. Τόσα χρόνια μετά σε έναν κόσμο που δεν τον ήξερε πλέον κανείς και δε θυμόταν να ξέρει κανέναν. Η δόλια μάνα του δεν άντεξε. Ούτε οι φιλίες δεν άντεξαν. Προσπαθούσε να σκεφτεί ποιον μπορεί να ήξερε, που θα μπορούσε να πάει, και εκείνη τη στιγμή δε του ερχόταν κανένας στο μυαλό.
Μια όμορφη κυρία ερχόταν προς το μέρος του. Ευθυτενής, με αθλητική σιλουέτα και περιποιημένη εμφάνιση. Πόσο του είχε λείψει ο κόσμος, οι φίλοι, οι παρέες. Άραγε να τον θυμάται πραγματικά κανείς;
Η γυναίκα συνέχισε την πορεία της και καθώς τον πλησίασε, έμοιασε σαν να θέλει να του πει κάτι.
Η υγρασία από το μάτι του κύλησε στο μάγουλό του.
Να κάποιος που δεν τον είχε ξεχάσει, και τον έφτυσε στα μούτρα.
*
©Νίκος Βαράκης, Ρέθυμνο 28/2/2021
φωτο: Στράτος Φουντούλης
❇︎
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.