Νίκος Βαράκης, Έρωτας στα χρόνια της πανδημίας

Ίσως ήταν ο μόνος στην παρέα του που στεναχωρήθηκε επειδή έκλεισαν τα σχολεία. Όλοι οι άλλοι οργάνωναν διαδικτυακά «κορωνοπάρτι», για να γιορτάσουν το γεγονός της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης και αυτός θα ήθελε να κάνει «κορωνοκηδεία». Οι άλλοι το μόνο που σκεφτόντουσαν ήταν πως θα γλιτώσουν το σχολείο και εκείνος πόσο θα του έλειπε. Όχι, όχι επειδή ήταν σπασίκλας. Που ήταν, όντως, όμως το ζητούμενό του δεν ήταν οι ακαδημαϊκές του επιδώσεις. Αυτές μπορούσε να τις έχει και από το σπίτι. Αυτό που δεν μπορούσε να έχει από το σπίτι, ήταν εκείνη.

Οι γονείς του αιφνιδιάστηκαν από τον ενθουσιασμό του όταν τον πληροφόρησαν ότι τα λύκεια θα ήταν όντως κλειστά, όμως τα δημοτικά θα λειτουργούσαν κανονικά και πως έπρεπε να αναλάβει την επιστροφή της αδερφής του από το σχολείο. Η γιαγιά τους, κοντά στα εβδομήντα, δεν την λες και στην πρώτη νιότη της, όμως μπορούσε άνετα να αναλάβει εκείνη την εποπτεία της συνονόματης εγγονής της. Χαρά της ήταν η βόλτα μέχρι το σχολείο, να περιμένει περήφανη μαζί με τις υπόλοιπες «κουκουβάγιες» το ομορφότερο κορίτσι του σχολείου. Να χαζεύει την εγγόνα της να τρέχει στην αγκαλιά της και στη συνέχεια να περπατάνε χέρι με χέρι και να φλυαρούν για την ημέρα τους, σαν δύο μικρές κυρίες. Έλα όμως που δεν ήταν η σειρά της για να εμβολιαστεί, και μια που είχε τα κιλάκια της, και μια που από την άλλη ήταν τόσο αρρύθμιστα γλυκιά, η οικογένεια έτρεμε μήπως και κολλήσει και κινδυνεύσει από τον ιό. Πριν κάτι λιγότερο από δύο μήνες φόρεσε τα ολόμαυρα. Ο αδερφός της, ο μικρότερος κατά δύο χρόνια αδερφός της, ο θείος Βασίλης, έσβησε από τον ιό. Μόνος του, μαζί με άλλους σαράντα, σε ένα υπόγειο νοσοκομείου που είχε μετατραπεί σε θάλαμο νοσηλείας. Ακούγανε τις αγωνίες των ανθρώπων όποτε του μιλούσαν στο κινητό. Έλιωσε παλεύοντας για την τελευταία του πνοή. Ένας άνθρωπος της προσφοράς, της πλάκας που τον αγαπούσαν τόσο πολύ και τόσοι πολλοί, απλά έσβησε. Έτσι, εκείνος όφειλε να αναλάβει την μικρή και όλοι τους να προσέχουν έξτρα να μη αρρωστήσουν και κυρίως να μην κολλήσουν την γιαγιά. Μόλις που τα έφερναν βόλτα, με τους δύο γονείς του να δουλεύουν και πολυτέλεια για άλλο σπίτι δεν υπήρχε. Όλοι μαζί λοιπόν και με προσοχή.

Οι γονείς του, λογαριάζονται από τους τυχερούς που εξακολουθούν να εργάζονται, εκεί που άλλοι ήταν από καιρό άνεργοι. Ο πατέρας του ήταν υδραυλικός και έτρεχε από σπίτι σε σπίτι, με τη μάσκα του και τα γάντια του. Η μητέρα του σε βιοτεχνία. Και εκείνη με μάσκα και γάντια. Ας τους κορόιδευαν οι άλλοι. Εκείνοι δεν ήθελαν να αρρωστήσουν και να ρισκάρουν την γιαγιά τους ή τα παιδιά τους. Το είχαν περάσει και στα παιδιά και πρόσεχαν και εκείνα. Πλύσιμο χέρια πριν βγούνε, φοράνε μάσκα, δεν την πιάνουν μέχρι να γυρίσουν στο σπίτι, αν χρειαστεί μόνο από τα λάστιχα και πάλι πλύσιμο χέρια. Ολόκληρη ιεροτελεστία πριν βγουν και μόλις επιστρέψουν. Όποτε, σπάνια πλέον, αγκάλιαζε την γιαγιά του, αντανακλαστικά έκανε μια γρήγορη ανασκόπηση στο μυαλό του, όλων των σημείων που είχε πιάσει με τα χέρια του και πόσες φορές τα είχε πλύνει. Ακόμα και στα φιλιά ήταν πλέον φειδωλοί. Ποιοι; αυτοί που δεν υπήρχε περίπτωση να βγουν από το σπίτι ή να πάνε για ύπνο, χωρίς να τρέξουν για να φιλήσουν την γιαγιούλα τους. Και όμως, τώρα, λες και όλη η αγάπη μεταμορφώθηκε σε συνείδηση και υπευθυνότητα, προσπαθούσαν να περιορίσουν τις διαχυτικότητες. Από μακριά και αγαπημένα ήταν το μότο τους, για να είμαστε από κοντά και αγαπημένα και του χρόνου, μόλις περάσει αυτό το κακό.

Το πρωί που πήγαινε για το δημοτικό να πάρει την αδερφή του, αλλά και το μεσημέρι που γύριζαν, κανόνιζε να πάει λίγο πιο νωρίς ώστε να προλάβει να την δει και να πούνε καμιά κουβέντα. Εκείνη, είχε ένα αδερφό, που επίσης πήγαινε στην έκτη δημοτικού.  Όταν δε, καθυστερούσαν λίγο τα εκτάκια να βγουν, η καλύτερή του. Είχε περισσότερο χρόνο να της μιλήσει. Πρώτη φορά ένιωθε έτσι. Άκουγε από καιρό τα αισχρόλογα και τα πονηρά σχόλια των φίλων του, όχι για εκείνη, δε θα το ανεχόταν άλλωστε, γενικά για τα κορίτσια και τα σκηνικά που γέμιζαν υγρασία τα όνειρά τους και όχι μόνο. Πρώτη του όμως φορά ζούσε αυτόν τον ενθουσιασμό, αυτό το χάσιμο του μυαλού, των λόγων και των πράξεων. Πρώτη φορά φερόταν σαν χαζός και ταυτόχρονα ευφυής με χιούμορ. Ότι σκεφτόταν «ωχ! Τι είπα…», λεπτά μετά φώναζε στον εαυτό του «πω! Τι είπα…». Το γερό του σώμα, που το έχτιζε με κόπο τόσα χρόνια, ήταν έτοιμο να γίνει θρύψαλα με ένα της βλέμμα. Πάλευε να χωρέσει το δυνατός και σκληρός, με το τρυφερός και ευαίσθητος, χωρίς να φανεί φλούφλης. Δύσκολοι καιροί για πρίγκιπες.

Μεσημεράκι λοιπόν και τακτικοί στο ραντεβού τους, κοντά ένα τέταρτο νωρίτερα, την είδε να προβάλει από το πάρκο. Ξαφνικά, από το πουθενά η μια μετά την άλλη μηχανές εμφανίστηκαν. Μηχανές που σαν ποτάμι έτρεξαν με θόρυβο αναμεσά τους. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και ο τρόμος παραμόρφωσε το πρόσωπο της. Πετάχτηκε ανάμεσά τους και την άρπαξε για να την βγάλει από την μέση, μια που είχε παγώσει και κινδύνευε να την χτυπήσουν. Λες και τον τίναξε ηλεκτρικό ρεύμα, συνειδητοποίησε ότι πρώτη φορά της κρατούσε το χέρι. Πρόλαβε και την τράβηξε στην άκρη, όμως οι μηχανές φρενάρισαν με ένα εκκωφαντικό στρίγκλισμα. Καθώς η μυρωδιά από το καμένο λάστιχο έφτανε στην μύτη τους, έβλεπαν τους ανθρώπους με τα κράνη να κατεβαίνουν και να κατευθύνονται προς το μέρος τους.

«Δεν έχω την ταυτότητά μου…» του σφύριξε μέσα από τα δόντια της, σχεδόν χωρίς να κουνάει τα χείλη της. «Το 300άρι το έχω στο τσεπάκι…». Την άρπαξε από το χέρι και άρχισαν να τρέχουν μέσα στο πάρκο. Οι άνθρωποι με τα κράνη, που έμοιαζαν ρομπότ, για λίγο δίστασαν και μετά, ένα ζευγάρι παράτησε την μηχανή του, και άρχισε να τους κυνηγά. Το πάρκο το ήξερε σαν την παλάμη του. Χώθηκε μέσα στους θάμνους, έστριψε στον μεγάλο πλάτανο και εξαφανίστηκαν μέσα στον μεγάλο σωλήνα που οδηγούσε κάτω από τον δρόμο. Πιτσιρικάδες με τους φίλους του είχαν βρει αυτή την κρυψώνα που τώρα αποτέλεσε το τέλειο καταφύγιο. Είχε κουρνιάσει το πρόσωπό της στον κόρφο του και εκείνος ανάπνεε το άρωμα από τα μαλλιά της. Είχε τόσο καιρό να έρθει τόσο κοντά σε άνθρωπο και τώρα βρισκόταν τόσο κοντά στο όνειρό του. Της χάιδεψε καθησυχαστικά τα μαλλιά για να την ακούσει να τον ρωτάει ψιθυριστά «έφυγαν;». Τέντωσε λίγο το κεφάλι του και είδε μακριά τα ρομπότ να ψάχνουν με δυσκολία, καθώς τα κράνη, τους εμπόδιζαν να δουν καλά και οι στολές τους να βαδίσουν ανάμεσα στους θάμνους.

«Όχι ακόμα» της είπε και συνέχιζε να την χαϊδεύει απαλά, νιώθοντας την καρδιά της να ηρεμεί και την δική του να χτυπά σαν τρελή. Προσπαθούσε να χαλιναγωγήσει τον ενθουσιασμό του, καθώς κατέβασε την μάσκα του για να ανασάνει και πρόσεξε πως και η δική της μάσκα προστάτευε πλέον το πηγούνι της. Τι όμορφο χαμόγελο! Κοίτα τι του στερούσε τόσο καιρό αυτός ο βρωμοκορωνοϊός με τις μάσκες του. Αυτά τα υπέροχα χείλη που έδεναν με το βλέμμα και τον τρέλαιναν. Οι συνειρμοί κατέκλυζαν το μυαλό του, καθώς ανταποκρινόταν στο κάλεσμα των ματιών της και έσμιγε τα χείλη του με τα δικά της.

Συγγνώμη, γιαγιά!

*

©Νίκος Βαράκης

φωτο: Στράτος Φουντούλης