Η παλιά, ιατρική σοφία
Της σχολής του Σαλέρνο
Προβλέπει για τον καθένα μας
Ένα γερό μεθύσι
Απάνω στο κλείσιμο
Κάποιου μήνα
Ε. Ντ΄Ορς
Οι συνεντεύξεις που μας έστειλε ο Χουάν ήταν στα αλήθεια παράξενες. Η απομαγνητοφώνηση κράτησε μερικές ώρες, μα όταν σκύψαμε πάνω από το πρώτο εκείνο δείγμα, η αλήθεια είναι ότι οι συνεργάτες αισθάνθηκαν μια πρωτόγνωρη αμηχανία. Ποτέ άλλοτε δεν είχαν βρεθεί τόσο κοντά σε παρόμοιες υποθέσεις. Υπήρχε βεβαίως και το ντοκουμέντο εκείνης της παλιάς αρτίστας, σε στυλ Στέλλας Γκαστέλε με τις περιποιημένες δεκαετίες, κρυμμένες πίσω από τα βαθιά σημάδια του χρόνου που σχεδίαζε από καιρό το ταξίδι της μα αυτό είναι άλλο. Οι αρχισυντάκτες αποφάσισαν να μην δημοσιεύσουν τις συνεντεύξεις. Ζήτησαν να αντικαταστήσουμε το θέμα με ένα από εκείνα τα κλισέ, μα ο νους μας ταξίδευε διαρκώς σε ότι ακούσαμε πως συμβαίνει στο μητροπολιτικό νοσοκομείο. Ο Χουάν έστειλε τα παρακάτω λόγια, σαν εισαγωγή στο υλικό του. Ακόμη και σήμερα, όταν ακούσω αυτές τις παλιές λέξεις, νιώθω την ανάγκη της προσευχής.
¥
[…Η Μαρία ή Κάρμεν, έχει μόνον μερικές μέρες ζωή. Η αρρώστια της έχει χτυπήσει το αίμα. Έχει πλάι της την μητέρα, ένας άνδρας μπαινοβγαίνει στο θάλαμο, κάτι λέει για τον καιρό, την κυβέρνηση, την κρατική προμήθεια που υπολογίσθηκε πάνω σε κάτι διαλυμένους ατμοδρόμωνες που κανείς δεν χρειάζεται όταν τόσοι και τόσοι γυρεύουν στο παράρτημα της Θείας Πρόνοιας ένα πιάτο ζεστή σούπα. Απέναντί της δουλεύει ακατάπαυστα ο νεαρός ζωγράφος. Ήρθε εδώ όταν ακόμη δοκίμαζε το κάρβουνο πάνω σε μεγάλα μπλοκ από χαρτόνι και τώρα αμείβεται με το κομμάτι, σίγουρος καλλιτέχνης πια, ένας υποδειγματικός νέος. Θα πρέπει να τελειώσει το πορτραίτο της πριν σημάνει η ώρα. Αν χαθεί η σπιρτάδα που περιέγραψε κάποτε ο Μιρό, τίποτε δεν θα΄ναι το ίδιο μες στις ζωγραφιές των αιώνων. Αν χαθεί έστω κάτι ελάχιστο, η ζωγραφιά δεν θα΄χει τίποτε, καμιά ανάμνηση για την Μαρία ή Κάρμεν ή για κάθε άλλη ύπαρξη. Έπειτα πρέπει να φροντίσει το ίδιο εξαίσια την μικρή κρεολή που υπομένει σαν πριγκίπισσα το αργό και επώδυνο τέλος της. Αυτή δεν έχει κανέναν, κάθε τόσο ουρλιάζει, ορκίζεται πίστη στον καλό Χριστό που παραστέκει τον κόσμο σαν ανοιξιάτικος μήνας, σφίγγει τα δόντια της, γυρεύει από το παράθυρό της μια θέση για το δικό της άστρο. Η ασθένεια την έχει καταβάλλει, η μοίρα της δικής της αυτοκρατορίας έχει πια κριθεί στο πεδίο των αιώνων. Και όμως η Ινές, -πείτε μου πως δεν πειράζει να προβώ σε μια τέτοια αυθαιρεσία-, με το λουλουδάτο φουστάνι της, ιδρωμένη, ολομόναχη, διδάσκει μέσα από το σκοτάδι του θαλάμου την ευγενή τέχνη του θάρρους. Μην ανησυχείς, δεν θα΄σαι περισσότερο όμορφη από ότι τώρα, της είπε ο ζωγράφος και έβαλε μια ιδέα χώμα μες στο κόκκινο για να φτιάξει τον ποιητικό ουρανό της κρεολής πριγκίπισσας.
Κάποιος χύνεται στο μυστήριο του κόσμου. Αυτές τις ώρες επικρατεί στους θαλάμους μια βουβή σιωπή, όλοι φορούν ένα δωρικό πέπλο, ένα μακρύ απόπτυγμα από αρχαίο υφαντό, κάθε καρδιά αντιστοιχεί σε μια σπασμένη, ιωνική κολώνα. Ο ζωγράφος μαζεύει τα σύνεργά του, με το μερίδιο της συγκατάνευσης που τους αναλογεί οι νοσοκόμες βαδίζουν γρήγορα, μπαινοβγαίνουν στου θαλάμους, τηλεφωνούν μάταια, δεν ακούει πια κανείς. Εδώ σε αυτόν τον θάλαμο χάθηκε ο τελευταίος ισορροπιστής, τίποτε δεν σώζεται από εκείνον, παρά μόνο η ζωγραφιά του, ένα ξαπλωμένο κεφάλι, με προτεταμένες φλέβες που σχηματίζουν λίμνες και ποτάμια και μυστικιστικά δέλτα με έναν σωρό, απολιθωμένους ερωδιούς, κανείς δεν ξέρει. Πλάι του, σαν σε όραμα ο ζωγράφος έχει φτιάξει έναν μικρό, πολύ μικρό ακροβάτη που εξισορροπεί τις δυνάμεις του σύμπαντος για το χειροκρότημα του κοινού. Αγρότες, ιατροί, τραπεζικοί υπάλληλοι, αρτίστες, μαύρες φιγούρες του καθεστώτος, ασθενείς με χοιράδωση, κοιτούν με κομμένη την ανάσα αυτήν την ελάχιστη αιχμή που χωρίζει το μητροπολιτικό νοσοκομείο από την μοίρα του υπόλοιπου κόσμου. Κάποιοι από τους πίνακες του νεαρού ζωγράφου φαντάζουν στοχαστικοί, όμως κατά βάθος εσωκλείουν τις τελευταίες στιγμές, τον φοβερό εκείνο θόρυβο του ροδανιού που υφαίνει τις ραψωδίες της ζωής μας. Ο νεαρός ζωγράφος ισχυρίζεται πως τα έργα του δεν κατέχουν τίποτε από την μυθολογία του κόσμου που γράφεται με τις λέξεις μιας ύστατης ελευθερίας. Μες στους θαλάμους απομένει το μικρό ρίγος και τ΄ορφανό μας όνειρο. Μια απομίμηση είναι όσα φτιάχνω, τίποτε στ΄αλήθεια εμπρός στο προορισμένο που δείχνει τον δρόμο και εμπρός στον άγγελο που σε φωνάζει με το όνομά σου από ένα μακρινό δωμάτιο.
Ο νεαρός πιστεύει πως όσα χάνουμε από ηλικία σε ηλικία, βρίσκονται εκεί, σειρές ολόκληρες από καλοκαιρινές μέρες, μες στο βάθος του θαλάμου, απομεινάρια του καρναβαλιού, σπασμένα παιχνίδια, τζαζ μελωδίες, η ατμόσφαιρα κάποιου έρωτα, μια ζαχαρένια κούκλα, ένα κορίτσι ντυμένο σαν πεταλούδα στην αυγή της άνοιξης.
Απόψε, στο τέλος του διαδρόμου το αιώνιο κορίτσι, η αλλοτινή Στέλλα Γαστέλε, ποζάρει στον κήπο μιας φανταστικής βίλα, μισό, φεγγαρένιο βλέμμα, φτερά στρουθοκαμήλου και βικτωριανή ειρήνη λάμνουν πάνω από το μέτωπό της. Αυτό το αιώνιο κορίτσι που όλο φεύγει, ανεμίζει μες στους τοίχους του θαλάμου, σαν γνήσιος στίχος, παλιάς δισύλλαβης ευτυχίας…]
¥
Στην θέση του θέματος οι αρχισυντάκτες έβαλαν μια άλλη υπόθεση, βασισμένη στην ιστορική καλλιγραφία μιας σπουδαίας μα πολυφορεμένης προσωπικότητας. Ο τύπος θα πρέπει να φροντίσει ώστε το μέτωπο του κοινού να παραμείνει δροσερό, λένε οι αρχισυντάκτες που γνωρίζουν τα μυστικά της δουλειάς.
*
©Απόστολος Θηβαίος
φωτο: Στράτος Φουντούλης
Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.