✿
Είχε ένα σημάδι, κεντημένο ψηλά στο μπράτσο. Δεν ήταν ζωγραφισμένο από τρελού γυρολόγου την βελόνα. Μήτε γραμμένο από ξόρκια μάγισσας. Μόνο από γέννας κάμωμα, μία τριπλή σφύρα, τον είχε λεκιάσει.
«Μεγάλη τύχη». Πρόβλεψαν οι γηραιοί.
«Τριπλή εύνοια των θεών» αποφάνθηκαν οι αστρολόγοι.
Τίποτα από δαύτα δεν γνώρισε. Ακροπατούσε, την κορφή της ζωής του. Να ροβολήσει την άλλη της πλευρά, ετοιμαζόταν. Κοντά, σαράντα χειμώνες είχε μετρήσει. Σαράντα χειμώνες γιατί τα καλοκαίρια δεν έφταναν μέχρι εκείνον τον ξεχασμένο, από το ήλιο, τόπο. Η μάνα του… πέθανε πριν εκείνος, χρόνο κλείσει, και ο πατέρας… Α! Πατέρα δεν γνώρισε ποτέ. Τον μεγάλωσε μια γριά. Γιαγιά την φώναζε, μα δεν ήξερε αν γιαγιά πραγματική του ήταν. Αν ήταν, δεν τον νοιάστηκε ποτέ. Ούτε κι αυτός, στοργή για εκείνη, ένοιωσε. Πέρασε τα πρώτα χρόνια του, τρώγοντας το κρύο φαγητό που κάποιος άλλος θα πετούσε στο σκύλο του. Κι έπειτα εκείνη, τσάκιζε την ροζιασμένη μαγκούρα στην λιπόσαρκη πλάτη του.
Μεγάλωσε, κουλουριασμένος μέσα στο χιόνι. Λαγούς, κυνηγούσε κι εκείνα τα μεγάλα ποντίκια, που έψηνε στην αυτοσχέδια σούβλα του. Και το βράδυ, σερνόταν κρυφά στην καλύβα. Κοιμόταν κατάχαμα, μπροστά στο τζάκι με τα χωνεμένα κάρβουνα.
Δεν πέρασε τα δεκατρία του και η γριά, να τινάξει τα πέταλα, αποφάσισε. Ήταν πρωί. Έξω φυσούσε ένας αέρας μανιασμένος κι εκείνος, κούρνιασε, πλάι στα ανασκαλεμένα κάρβουνα. Κόλλησε πάνω στις μαυρισμένες πέτρες του τζακιού, παρακαλώντας, να μην το πάρει χαμπάρι η γριά. Μαύρες οι πέτρες, μαύρα τα ρούχα που σκέπαζαν το λιανό κορμάκι, μαύρα τα μαλλιά. Άσπρο το πρόσωπο, σαν χιόνι, γαλάζια σαν τον ξάστερο ουρανό τα μάτια. Πέρασε τις παλάμες πάνω στις στάχτες και λέκιασε το γαλατένιο δέρμα.
Μα εκείνη η κακορίζικη, λες και τον ένοιωσε, γιατί ήτανε στραβή από το ένα μάτι και από το άλλο έβλεπε μισά. Πέρασε δίπλα του, ρίχνοντας το βάρος σε εκείνο το λειασμένο ξύλο και τότε… κοκάλωσε. Σούφρωσε, σαν λαγωνικό την μύτη και στράφηκε σε εκείνον. Σήκωσε την μαγκούρα και την κατέβασε πάνω του. Με ένα σάλτο, εκείνος ξέφυγε, όμοια με τους λαγούς που κυνηγούσε και χύθηκε έξω. Λες και η ζωή της όλη ήταν καμωμένη για να τον βασανίζει, ξέχασε κάθε πόνο που έκανε το κορμί της να τρίζει και να χωλαίνει και έτρεξε ξοπίσω του. Ο παγωμένος βοριάς την χτύπησε κατάστηθα. Μπήκε από το στρογγυλεμένο στόμα και έφτασε μέχρι την μαύρη καρδιά της. Κι εκεί, ανάμεσα στο χιόνι και τον άνεμο, η γριά ξεψύχησε. Έμεινε ορθή, παγωμένη, σαν τρομερό άγαλμα, με την μαγκούρα, έτοιμη να τσακίσει τα πλευρά του ψυχογιού της. Και ύστερα σωριάστηκε στο χιόνι.
Ούτε ένα χρόνο αργότερα και το αγόρι, άλλος άνθρωπος ήταν. Δεν ήταν πλέον παιδί, μα άντρας είχε γίνει. Άντρας με πλάτες φαρδιές, πόδια όμοια με δέντρου κορμό και μπράτσα φουσκωτά. Δεν άντεχε να μένει στο χωριό κι ας είχε, το σπίτι της γριάς, κρατήσει. Είχε μάθει να ζει στο δάσος. Όμοιος με σκίουρο σκαρφάλωνε στα δέντρα. Σαν τυφλοπόντικας έσκαβε λαγούμια. Πάλευε με λυκόπουλα. Συναγωνιζότανε αρκούδες. Και σαν μεγάλωσε αρκετά, όπλο σκέφτηκε πως έπρεπε να έχει.
Πήγε στον σιδερά, πιο μακριά, στην πόλη. Έσκυψε για να περάσει το πορτί του. Η ζέστη, νότισε το θεριεμένο σώμα.
«Όπλο, θα ήθελα, μάστορα». Του είπε. «Όπλο, ξεχωριστό».
Του έδειξε εκείνος, σπαθιά ντελικάτα, μα ξιφομαχία, το αγόρι, δεν ήξερε. Τσεκούρια, κοφτερά. Μαχαίρια ζυγιασμένα. Βαλλίστρες ευθύβολες. Μέχρι και ράβδο με μια ακανθωτή μπάλα να κρέμεται από την άκρη. Τίποτα από όλα αυτά δεν του άρεσε. Άλλο είχε στο μυαλό του. Γύμνωσε το μπράτσο του.
«Να ένα τέτοιο θέλω». Του είπε.
Ο σιδεράς σάστισε. Ένα τέτοιο όπλο, δεν είχε ξαναδεί. Ούτε και είχε ματαφτιάξει. Θα έπρεπε να είναι μεγάλο, για να χωρέσει την τρίτη σφύρα. Θα ήτανε βαρύ, μα τούτος ο γίγαντας, φαινότανε, πως θα μπορούσε να το κουμαντάρει.
«Ένα φεγγάρι, χρειάζομαι για τέτοιο κάμωμα». Μουρμούρισε, πιότερο στον εαυτό του.
«Σε ένα φεγγάρι θα ’ρθω. Όρισε την τιμή».
Ο σιδεράς τον κοίταξε. Δεν του ’μοιαζε για άρχοντα. Φλουριά δεν θα ’χε. Μα είχε μπράτσα δυνατά…
«Ένα φορτίο σίδερο, φέρε από το μεταλλείο. Το κρύο είναι τσουχτερό. Τα άλογα δεν αντέχουν. Μήτε τα βόδια. Μα ένας άντρας σαν και σε, μπορεί να σύρει το καρότσι. Φέρε το σίδερο και πατσίσαμε».
Στον μήνα πάνω γύρισε. Ζεμένος σαν βόδι έσερνε όχι ένα μα δυο καρότσια φορτωμένα ως επάνω. Η σφύρα, τον περίμενε πλάι στο αμόνι. Ούτε ο σιδεράς, ούτε και όλοι μαζί οι παραγιοί του, μπόρεσαν να το σύρουν πιο μακριά. Μα εκείνος το σήκωσε λες και παιδικό παιχνίδι ήταν. Βγήκε έξω και το έφερε δυο βόλτες πάνω από το κεφάλι. Ήθελε λίγη δουλειά για να το μάθει, μα το ένοιωθε καλά. Το πέρασε στην εξάρτηση που του είχε φτιάξει ο σιδεράς και έφυγε για τα δάση.
Χρόνια πολλά περάσανε. Με κείνη την σφύρα, νίκησε αγρίμια, κλέφτες και εχθρούς. Ζωσμένη έτσι στην πλάτη του η σφύρα, συντροφιά του ήταν, μόνη. Ήτανε φίλος, αδελφός και ερωμένη. Που και που από το χωριό του περνούσε. Στο σπίτι της γριάς να ξαποστάσει. Μα εκείνο, παρηγοριά δεν πρόσφερε. Τσιγκούνικο, σαν την κυρά του, ήταν. Σαν την κυρά, που μέσα στους πέτρινους τοίχους, περνοδιάβαινε. Ησυχασμό δεν είχε. Ησυχασμό κι εκείνος δεν έβρισκε. Έτσι τους δρόμους πάλι έπαιρνε. Μέσα στα δάση, σαν στοιχειό, γυρνούσε. Πότε πότε περνούσε από τα διπλανά χωριά. Εξυπηρετήσεις έκανε κι έπαιρνε τα χρειαζούμενα. Έτσι ο χρόνος, έφευγε.
Ο Ρον, ο δυνατός, τον έλεγαν. Τον γνώριζαν εχθροί και φίλοι. Κι αν τύχαινε και κάποιος εκινδύνευε, τον Ρον τον δυνατό αναζητούσε.
Ήρθε καιρός αγριωπός και ζόρικος. Μαυρίλα σκέπασε τον ξασπρισμένο ουρανό. Ήλιος δεν ξεμυτούσε. Θύελλες, ξέσκιζαν σκεπές και σύδεντρα. Τα αγρίμια, έφταναν ως των χωριών τα όρια. Τα ζώα, τα καματερά για να αρπάξουν. Τα αρνιά, τις αγελάδες. Η πείνα θέριζε τις έτσι κι αλλιώς λιπόφαγες κοιλιές τους. Τα πρόγκιζαν με δικράνια και αξίνες. Μα εκείνα ατρόμητα, αγριεμένα, έφταναν μέχρι τις πόρτες τους. Άρπαζαν τα παιδιά τους. Και τότε…
Μια σκέψη γέμισε τα αλαφιασμένα τα κεφάλια τους. Μόνο εκείνος θα μπορούσε να τους σώσει. Ο Ρον, ο δυνατός, που με λυκόπουλα πάλευε και με αρκούδες ανταγωνιζόταν.
Έτσι γλιστρούσε τις πλευρές των χιονισμένων βουνών όπως γλιστρούσε και η ζωή του. Περνούσε την μια βουνοκορφή μετά την άλλη, πλησιάζοντας εκεί που το σκοτάδι έμοιαζε να είναι πιο πυκνό. Στο πέρασμά του οι λαγοί και τα ποντίκια κρύβονταν. Οι αλεπούδες του έδειχνα την ουρά τους. Οι λύκοι γύμνωναν τα δόντια τους. Και οι αρκούδες έμοιαζαν με στρατιώτες έτοιμες για μάχη. Ο αέρας, ο αόρατος εχθρός, λυσσομανούσε. Τρύπωνε μέσα από τα σφιχτά τα ρούχα του. Δάγκανε το δέρμα. Τρυπούσε τα κόκαλα. Πάγωνε την ανάσα. Τύφλωνε τα μάτια. Εμπόδιζε το βήμα.
Δεν δείλιασε. Έβγαλε την τριπλή σφύρα από την κούρνια της. Την ακούμπησε στον ώμο. Κι έτσι, σκυφτός, τυφλός και παγωμένος, έφτασε.
Το ένοιωσε, πιότερο. Ο άνεμος είχε μερέψει. Το κρύο ήταν πιο… ζεστό. Σαν να βρέθηκε σε ένα δάκρυ νηνεμίας. Μια φουσκάλα, γαλήνης.
Ακούμπησε κάτω την σφύρα. Έτριψε τα μάτια. Έδιωξε τα δάκρυα κρύσταλλα. Ζεστάθηκε η ανάσα. Κι εκεί μπροστά, σαν όραμα, είδε. Ούτε καλύβα, μπορούσε να την πει. Μα μήτε και σπηλιά. Δεν ήτανε φτιαγμένη από της φύσης το χέρι, μα ούτε από ανθρώπου υλικά.
Προχώρησε. Σαν κάτι τον τραβούσε μέσα σε κείνο το σκοτεινό, σαν στόμα, άνοιγμα. Το χέρι σφιγμένο γύρω από την σφύρα. Δίχως κουράγιο να την σηκώσει, πίσω του την έσερνε. Ένα πλατύ μονοπάτι, έσβηνε τα βήματά του, λες και δεν πέρασε ποτέ του.
Μπήκε και ήξερε πως δεν θα ξαναέβγαινε από εκεί. Όχι τουλάχιστον όπως τώρα ήταν. Τι τον περίμενε κρυμμένο στο σκοτάδι το βαθύ; Μήπως ο θάνατός του; Ή μήπως κάτι πιο τρομακτικό;
Δεν ήταν χάρος αυτό που αντίκρυσε. Ένα κορίτσι, μόνο. Ένα κορίτσι μοναχό. Πιο άσπρο κι από το χιόνι. Μαλλιά λευκά. Μάτια, πιο παγερά και από τον πάγο. Που του τρυπούσαν την καρδιά. Κορμί, του αφήναν άδειο. Κόρη του χειμώνα πρέπει να λογιαζόταν. Πάνω στο σφιχτό κορμί, μόνο ένα πέπλο είχε ρίξει. Σαν του νερού είχε την υφή και όμοια διάφανο ήταν. Νεράιδα, έμοιαζε.
Μα η ματιά δεν στάθηκε, στα σφριγηλά της στήθη. Μήτε στην μέση την λεπτή. Μα ούτε στους γοφούς, τους τορνευτούς. Τα μάτια του έβλεπαν εκείνο το φως που λαμποκοπούσε εντός της. Που έκοβε σαν λεπίδι και έκαιγε σαν φωτιά. Και το λεπίδι, τον έκοψε βαθιά. Και η φωτιά τον έκαψε.
Το κοφτερό το βλέμμα της, στην σφύρα στάθηκε. Εκείνη η μορφή, κάτι στο νου της ανασκάλεψε. Κάτι αρχαίο, ξεχασμένο. Κάτι γνωστό. Κάτι γραμμένο.
«Πέρασε, ξένε. Κόπιασε. Ζεστό να σε φιλέψω».
Σαν μαγεμένος, άφησε εκεί, κοντά στην πόρτα, την συντροφιά του. Την σφύρα την τριπλή. Της νεραϊδένιας κόρης το κατόπι πήρε. Είδε, το πόδι έσερνε. Και πάνω στο χιόνι, πηχτό το αίμα έτρεχε. Μαύρο, σαν το σκοτάδι.
Πάνω στη πυροστιά, εκείνη έβαλε, νερό να βράσει. Και στο τσουκάλι έριξε, βοτάνια από το δεμάτι. Του σέρβιρε και έφερε κοντά του, το κανάτι.
«Πιες!» πρόσταξε. «Να ζεσταθείς».
Μα εκείνος, τον νου, σε εκείνη την πληγή, είχε. Έσκυψε. Τα χέρια πάνω έβαλε. Τα δάκτυλα ζούληξε απαλά.
Και από εκεί, αίμα κατράμι έτρεξε. Αίμα, μολυσμένο. Που έζεχνε θανατικό.
«Ποιος;» Ρώτησε μόνο.
«Η φάρα σου». Του απάντησε. «Οι όμοιοί σου».
«Γιατί;»
«Γιατί με λόγιασαν για μάγισσα».
«Και είχαν άδικο;»
«Άδικο; Αν πιάνεται για δίκιο, πως κρατούσα τις καταιγίδες μακριά τους. Πως έδιωχνα τα αγρίμια. Ναι! Μάγισσα είμαι. Μα τώρα πια… ας είναι. Έρμαια της τύχης τους ας γίνουν».
Για μια ακόμη φορά πίεσε την γάμπα, να βγει το δυσώδες αίμα. Έβγαλε από την ζώνη του, βοτάνια. Ήξερε από πληγές. Δεν είχε δα και λίγες. Μάσησε το φυτό. Κατάπλασμα το έβαλε στη λαβωμένη γάμπα και λες και ο πόνος μέρεψε. Η λάβα που σιγόκαιγε μέσα της, μάζεψε.
Άπλωσε το χέρι του να πάρει το κανάτι. Μα εκείνη, με μιας, το χύνει το σκορπά. Και γίνεται λάβα το χιόνι. Αφρίζει και βράζει, από το φαρμάκι.
«Φύγε». Του λέει. «Δεν σε κρατώ. Δεν σου αξίζει ο γδικιωμός εσένα».
Σηκώθηκε ορθός. Κεφάλι σκυφτό. Ώμοι γερτοί. Καρδιά βουλιαγμένη.
«Θα μείνω!» είπε και φίλησε τα παγωμένα ακροδάκτυλα. «Κάλιο φαρμάκι από το χέρι σου, παρά να αποθάνω από την ποθυμιά σου».
Είχε ένα σημάδι, κεντημένο ψηλά στο μπράτσο.
Κάποιοι, μεγάλη τύχη, του προφήτεψαν.
Μα, μόνο, ήταν από την μοίρα, σημαδεμένος για εκείνη.
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.