Το πλοίο της γραμμής ήταν ανάστατο. Φωνές πάνω στο κατάστρωμα. Ο καπετάνιος, είχε ξεκινήσει για το προγραμματισμένο του ταξίδι δίχως ίχνος προβληματισμού, το ένστικτό του ήταν αλάνθαστο μόνο για τον καιρό. Κι αυτή την φορά ο καιρός ήταν με το μέρος του, τίποτα δεν προμήνυε κακοκαιρία και ταραχή ∙ συνήθως όταν είχε το αίσθημα, εκείνο το αίσθημα του φόβου, ένιωθε το σούβλισμα στα πλευρά του σαν μαχαίρι, να διαπερνά τη σάρκα. Αυτή την φορά όμως ο καιρός ήταν υπέροχος. Ξεκίνησε λοιπόν από το σπίτι του με διάθεση αρκετά καλή.
Το ταξίδι στο πλοίο της γραμμής ξεκινούσε νωρίς το πρωί με το πρώτο φως της ημέρας και κατέληγε με την επιστροφή του αργά το απόγευμα. Διαδρομή που έκανε κοντά δέκα χρόνια τώρα, με μόνο ευτράπελο στο βιογραφικό του τον καιρό. Στάθηκε στην προβλήτα και παρατηρούσε τους ανθρώπους που θα τον συντρόφευαν στο ταξίδι και που είχαν εμπιστευτεί σ’ εκείνον τον ασφαλή τους διάπλου. Οικογένειες, παρέες, ζευγάρια όλοι με προσοχή ανέβαιναν την σκάλα και έμπαιναν στο καράβι. Τακτικά οι περισσότεροι βρήκαν στο κατάστρωμα τις θέσεις που θα κάθονταν κατά την διάρκεια του ταξιδιού.
Τίποτα περίεργο στην αρχή. Όλα κυλούσαν ομαλά και κάπως συνηθισμένα, ο καθένας ήταν στην δουλειά του, σαν το καλά λαδωμένο γρανάζι. Η μηχανή έκανε τον συνηθισμένο ήχο της καθώς ξεκινούσε, η άγκυρα σηκώθηκε και κάποιοι παφλασμοί του νερού έδωσαν το έναυσμα στο πλοίο να ξεκινήσει. Αφού βγήκαν στ’ ανοιχτά, ο καπετάνιος κοιτούσε απ’ την γέφυρα τον ορίζοντα. Ήταν νωρίς και το μυαλό ζητούσε επίμονα καφέ, όμως ήταν αναποφάσιστος, θα ζητούσε να του τον φέρουν ή αν θα κατέβαινε μόνος του να τον πάρει για να ξεμουδιάσει και λίγο; Κοίταξε τον Αϊ- Νικόλα μπροστά στην γέφυρα, μια εικόνα μικρή που την κουβαλούσε πολλά χρόνια μαζί του και σε κάθε του ταξίδι, πριν ακόμη ξεκινήσει την έβαζε δίπλα του για παρέα- και προστασία. Οι ναύτες τον κορόιδευαν γι’ αυτό γιατί κατά τα άλλα ήταν άνθρωπος πολύ θετικός, ο οποίος πίστευε πως όλα είναι στο χέρι του ανθρώπου που τον κυβερνάει το μυαλό του.
Κατέβηκε αργά την σκάλα από την γέφυρα και παρακολουθούσε τα νερά που έσκιζαν την πλώρη. Προχώρησε στο κατάστρωμα και ζήτησε έναν γλυκύ βραστό.
«Τα σίδερα στην κουπαστή θέλουν βάψιμο», παρατήρησε. Η αλμύρα της θάλασσας δεν καταλαβαίνει από αμέλειες. «Να θυμηθώ να το αναφέρω στον πρώτο», σκέφτηκε, να το τακτοποιήσει. Το λευκό χρώμα επάνω στα σίδερα έγινε καφέ απ’ την σκουριά. Μικρές, μικρές κουκίδες κατά μήκος, πως δεν το είχε δει τόσο καιρό ∙ και το μπλε χρώμα στο πάτωμα κι αυτό στην ίδια μοίρα.
Το βλέμμα του γύρισε ένα γύρο το κατάστρωμα, ένα παιδί έκλαιγε γιατί η μητέρα του δεν το άφηνε να τρέξει ελεύθερα στο χώρο, ο πατέρας του παιδιού έχοντας απορροφηθεί στο κινητό του αδιαφορούσε στις εκκλήσεις της γυναίκας του να μιλήσει στο παιδί, έτσι η μάνα φώναζε μονάχη της. Του ξέφυγε ένα χαμόγελο, φέρνοντας στην μνήμη του, την δική του μάνα όταν στο νησί έψαχνε να τον βρει στο λιμάνι και στις αμμουδιές που χανότανε με τους άλλους. Είχε βρει, ούτε καν θυμόταν από πού μετά από τόσα χρόνια, ένα μαδέρι και το στήλωνε στην άμμο για κατάρτι, έβγαζε την φανέλα του και την μπέρδευε για λευκό πανί ∙ μετά, κατάλαβε πως τα πλοία που θα κουμάνταρε δεν είχανε πανιά αλλά μηχανές κι έτσι εγκατέλειψε το όνειρο να γυρίσει τον κόσμο με πανιά, παρέμεινε καπετάνιος ,πάντα, αλλά ο καπετάνιος με τις μηχανές.
Αυτές οι εκδρομές πάντοτε του άρεσαν. Στα τραπέζια έβλεπε ανθρώπους άγνωστους μεταξύ τους, που κάθονταν μαζί, στο ίδιο τραπέζι, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων και έπιαναν κουβέντα, όσο διαρκούσε το ταξίδι λες και ήταν φίλοι χρόνια. Μιλούσαν για οικογένειες, ζωές και επαγγέλματα, ζητούσαν πληροφορίες και γνώμες και μόλις κατέβαιναν στο λιμάνι τις ξεχνούσαν, λόγια μερικών ωρών.
Το μόνο τραπέζι που είχε έναν άνθρωπο ήταν εκείνο στο εξωτερικό κατάστρωμα κοντά στην πρύμνη του πλοίου και καθόταν ένας άνδρας, στα σαράντα, κοιτώντας στο πλάι του ορίζοντα και κάποιες φορές κάτω στα απόνερα χωρίς να σηκώνεται από την καρέκλα του. Συνέχιζε να τον κοιτά, καθώς του είχε τραβήξει την προσοχή αυτός- χωρίς αποσκευές, άρα δεν πήγαινε στον τόπο του, χωρίς παρέα άρα δεν ήτανε ταξίδι αναψυχής. Επάνω στο τραπέζι του βρισκόταν ένα πακέτο τσιγάρα, ο αναπτήρας του, λευκός, και ένα μπουκάλι με νερό. Τα ρούχα του απλά μα καθαρά και τακτοποιημένα, πρόσωπο καθαρό και μελαγχολικό, δεν ενδιαφερόταν για το τι γινόταν γύρω του, ούτε τις φωνές της μάνας άκουγε, ούτε τις συζητήσεις. Ο καπετάνιος κάπως παραξενεύτηκε και συνέχιζε να τον κοιτά. Ο ταξιδιώτης χωρίς προορισμό- έτσι τον έβγαλε στο μυαλό του, άναψε ένα τσιγάρο. Οι ρουφηξιές ήταν βαθιές και έφταναν στην κοιλιά του, φούσκωνε η κοιλιά με κάθε μια τους και μετά ένα σύννεφο εκτοξευόταν από τον λαιμό σαν τον καπνό του ηφαιστείου. Κάποιος ξερόβηξε επιδεικτικά για να τον φέρει σε δύσκολη θέση να σβήσει το τσιγάρο αλλά καμία προσοχή δεν του έδωσε, βλέφαρο δεν πετάρισε και συνέχισε να κοιτά την θάλασσα.
Ο καπετάνιος, από φόβο να μην φανεί απ’ την προσήλωσή του αγενής γύρισε αλλού το βλέμμα και κοίταξε την κυρία με την παρδαλή μπλούζα που τον κοιτούσε τόση ώρα και της χαμογέλασε,
« αυτή, σκέφτηκε, σίγουρα θα μου ζητήσει να κάνουμε παρέα όταν θα φτάσουμε στην Ύδρα ∙ μπορεί να θελήσει και να φάμε μαζί» πίνοντας μια γουλιά από την κούπα του. Αυτό το ταξίδι ναι, ίσως και να είχε ενδιαφέρον. Όμως, εκείνη την στιγμή ακούστηκε ένας απαλός παφλασμός στην θάλασσα και ξαφνικά όλοι άρχισαν να ουρλιάζουν. Γυρίζοντας το βλέμμα να δει τι είχε συμβεί και μετρώντας νοερά τους επιβάτες δεν άργησε να καταλάβει πως κάποιος έλειπε…
***
Σηκώθηκε το πρωί, από το βράδυ σκεφτόταν να πάρει εισιτήριο για την μίνι κρουαζιέρα αλλά καθώς δεν το αποφάσιζε έκλεισε το πρακτορείο. Έτσι, σηκώθηκε νωρίς, φόρεσε τα ρούχα του, πλήρωσε το ξενοδοχείο για την βραδιά που έμεινε, χαιρέτησε και κατέβηκε στο λιμάνι. Ήταν πολύ ήρεμος, στο δρόμο μέχρι εκεί καλημέριζε όποιον έβρισκε- και δεν γνώριζε προσωπικά κανέναν. Πρώτη φορά στάθηκε να μυρίσει μαργαρίτα, την έκοψε και προσεχτικά την έβαλε στην τσέπη του πουκαμίσου του.
Φτάνοντας στο λιμάνι βρήκε πολλούς να περιμένουν, κατευθύνθηκε εκεί που πουλούσαν τα εισιτήρια ζήτησε ένα άνευ επιστροφής και έκανε πως δεν κατάλαβε το βλέμμα του υπαλλήλου που δεν είχε μαζί του αποσκευές. Κάθισε στο παγκάκι και περίμενε υπομονετικά την ώρα που θα ξεκινούσαν οι επιβάτες να επιβιβάζονται.
Χαμένος όπως ήταν στις σκέψεις του, μόλις που άκουσε να φωνάζουν για την επιβίβαση και ανέβηκε. Κοίταξε που θα έβρισκε να καθίσει δίχως να τον ενοχλήσουν, έτσι βρήκε μια θέση στο γωνιακό τραπέζι στην πρύμνη που δεν το προτιμά κανείς γιατί έχει πολύ θόρυβο από τις μηχανές. Πήρε ένα μπουκάλι νερό και έβγαλε τα τσιγάρα του βάζοντάς τα επάνω στο τραπέζι. Μια γυναίκα με παρδαλή μπλούζα τον κοιτούσε επίμονα, « αυτή ψάχνει για μια οποιαδήποτε συντροφιά σήμερα» σκέφτηκε και τράβηξε το βλέμμα αδιάφορα.
Γύρισε τα μάτια του στην θάλασσα, οι γλάροι πετούσαν κοντά στο καράβι πότε ένας, πότε δύο και βάλθηκε να τους παρατηρεί. «Τι παράξενα που είναι τα πουλιά», σκέφτηκε «έχουν όλη την ευχέρεια να πετούν ψηλά και να χαίρονται την ελευθερία που τους δίνει η φύση κι όμως, αυτά, επιλέγουν να πετάνε κοντά στους ανθρώπους». Έβαλε τα πόδια του στην κουπαστή, σαν να πήγαινε κι αυτός ταξίδι αναψυχής, ένιωθε τον αέρα στα μάγουλα και η καρδιά του σκιρτούσε από χαρά, από χαρά μετά από πολλές μέρες. Πριν μια βδομάδα, θυμόταν, βγαίνοντας από το γραφείο του γιατρού δεν παρατηρούσε ούτε πουλιά, ούτε ζώα ούτε φανάρια μέχρι να πάει στο σπίτι ∙ και στο σπίτι πήγε πολύ αργά. Αποφάνθηκε η επιστήμη. Κι εκείνος ήταν μόλις στα σαράντα.
Το βράδυ γύρισε, κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας του και αποφάσισε τι θα κάνει. Δεν είχε κανένα πρόβλημα με εκείνους που πιάνουν την ζωή απ’ τα μαλλιά και δεν αφήνουν να τους καταβάλει τίποτα, ίσα- ίσα τους θαύμαζε αλλά, αυτοί ήταν άλλοι άνθρωποι. Δεν ήταν αυτός. Το πρωί, τηλεφώνησε στην δουλειά του και ζήτησε να μιλήσει με τον προϊστάμενο ανακοινώνοντάς του την παραίτησή του. Κανείς δεν παραξενεύτηκε, ήταν λιγάκι περίεργος εξ αρχής. Φόρεσε τα ρούχα του και άρχισε να απαριθμεί στο μυαλό του τοποθεσίες. Ο τόπος εκεί του φάνηκε το πιο κοντινό και φθηνό. Το απόγευμα ήταν εκεί.
Πριν αποφασίσει για την κρουαζιέρα στα νησιά θέλησε να επισκεφτεί τα γύρω μέρη, θα ήταν σκέφτηκε ωραία να δει κάτι όμορφο… Άλλωστε το όφειλε στον εαυτό του, από τότε που κατέβηκε στην πρωτεύουσα δεν είχε πάει ποτέ πουθενά. Ρώτησε στην reception του ξενοδοχείου που βρισκόταν τα πυροβολεία του 2ου παγκοσμίου πολέμου και τράβηξε κατά κει. Στα ερείπια πλήρωσε ένα αρκετά μικρό αντίτιμο και μπήκε. Εκεί, έκπληκτος είδε πως εφάπτονται οι αρχαίοι πολιτισμοί με τους πολέμους. Δίπλα στα αρχαία του τόπου υπήρχαν πολυβολεία του πολέμου, μέσα στο χαντάκι πέτρες γύρω και η πινακίδα των αρχαίων.
Στην εκκλησία της Αγίας Άννας υπάρχει ο ουρανός της που είναι γαλάζιος με μικρά- πολύ μικρά αστέρια χρυσά φορτωμένος, άναψε ένα κερί και πήρε την απόφασή του, γιατί δεν είχε πάρει καμία απόφαση συγκεκριμένη μέχρι εκείνη την στιγμή. Βγήκε έξω, δίπλα από τον αρχαιολογικό χώρο υπήρχε μια παραδοσιακή ταβέρνα, κάθισε σε ένα τραπέζι και έφαγε μέχρι σκασμού. Δεν ήπιε τίποτε όμως, καθώς έπρεπε το κεφάλι του να είναι σε συνεννόηση με το μυαλό του.
Και τώρα, σκεφτόταν πολλά πράγματα καθώς κοιτούσε το σιδερένιο κήτος να σκίζει την θάλασσα. Άναψε ένα τσιγάρο. Σηκώθηκε. Λύγισε το σώμα του στο κιγκλίδωμα και ρουφούσε βαθιά τον καπνό ενώ με την άκρη του ματιού του είδε κάποιον να τον κοιτά περίεργα, να είχε καταλάβει κάτι; Όχι, ήταν πολύ προσεκτικός σκέφτηκε ∙ και το απέκλεισε.
Όσο παρατηρούσε τα νερά, τόσο πιο πολύ έγερνε πάνω στην κουπαστή. Τ’ απόνερα που δημιουργούσαν τα πλαϊνά του πλοίου τον μαγνήτιζαν. Ο αφρός της θάλασσας έφτιαχνε περίεργες μορφές επάνω τους. Κι όσο έγερνε τόσο τις έβλεπε καλύτερα, του θύμιζαν νεκροκεφαλές, το βαθούλωμα εκεί παλιά που ήτανε στα μάτια έχασκε το γαλανό και το βαθύ. Κι όσο το πλοίο προχωρούσε αυτές οι νεκροκεφαλές διαλύονταν∙
και γινόντουσαν ξανά νερό. Δεν αισθανόταν λύπη, ίσως μια ανακούφιση, λες κι εκείνος να χανόταν στο νερό;
Αστραπιαία στο μυαλό του φάνηκε η σκέψη. « Αν πέσω τώρα, σκέφτηκε, όλα θα γίνουν πολύ γρήγορα και τελεσίδικα.» Πήρε μια βαθιά ανάσα. Κι έσκυψε πιο πολύ.
« Νομίζω, θα σταθώ τυχερός, ρουφώντας με το πλοίο κάτω απ’ το σημείο ∙ κι όταν όλα τελειώσουν θα ανέβει μια δική μου νεκροκεφαλή και θα χαθεί στην θάλασσα.» Ξάφνου, ήρεμα σχεδόν αργά, κινηματογραφικά, ανέβασε το ένα πόδι του- ρίχνοντας κρυφή ματιά τριγύρω μήπως κανείς τον έβλεπε- έπειτα και τ’ άλλο. Σκέψη καμία μες το μυαλό του, το γαλανό τον ζάλιζε. Σπλας…
***
Το πλοίο της γραμμής ήταν ανάστατο. Φωνές πάνω στο κατάστρωμα. Κάτι τον τράβαγε στο φως, κάτι τον τράβαγε και κάτω. Αισθανόταν χωρισμένος σε δυο κομμάτια που τον τραβούσαν μια ν’ ανέβει και μια να χαθεί. Δεν ήθελε τα μάτια του ν’ ανοίξει, είχε προσπαθήσει πολύ γι’ αυτό και η στιγμή ήταν δική του και του άνηκε.
Κάποιες στιγμές μετά, που φάνηκαν αιώνας στον καπετάνιο, ανέβηκαν. Τα ρούχα του έσταζαν νερό και η ψύχρα από τ’ ανοιχτά του έμπαινε στη σάρκα. Όλοι μαζεύτηκαν γύρω του ∙ όλοι φώναζαν απάνω του προσπαθώντας να τους δουν.
« Όχι, σήμερα δεν πεθάνεις, όχι όσο εγώ είμαι εδώ,» σκέφτηκε δυνατά και έβαλε μια φωνή «Κάντε τόπο να πάρει ο άνθρωπος αέρα!»
Όχι ότι κανείς απομακρύνθηκε αλλά, τουλάχιστον σταμάτησαν να φωνάζουν και να του αποσπούν την προσοχή. Δεν άνοιγε τα μάτια, γαμώτο, γιατί δεν άνοιγε τα μάτια; Άρχισε τις πρώτες βοήθειες, σήκωσε ελαφρά το κεφάλι του και φούσκωνε αέρα μέσα στα πνευμόνια. Έβλεπε να φουσκώνει, να ξεφουσκώνει. Τίποτα.
« Ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε…» φώναζε ρυθμικά ενώ έβαζε τις χούφτες του στο στέρνο και ίδρωνε απ’ την προσπάθεια κι έτρεμε απ’ τα νερά. Ξανά, «ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε…» ενώ όλοι γύρω του αγωνιούσαν. Ο άντρας δεν είχε χρώμα στα μάγουλα, και μαύροι κύκλοι στεφάνωναν τα μάτια.
Ξαφνικά, με μια απότομη κίνηση που μ’ αυτή εξαρτιόταν η ζωή του, έβηξε δυνατά αποβάλλοντας νερό από το στόμα. Έβηχε δυνατά, δίχως να μπορεί να σταματήσει αλλά, τουλάχιστον το νερό που είχε συσσωρευτεί μέσα του έφευγε. Άκουσε μια δυνατή φωνή, « βάλτε τον μέσα στο κατάστρωμα τώρα!» αλλά πάλι δεν ήταν σίγουρος πως άκουσε και τίποτα.
Πολλά λεπτά αργότερα, άνοιξε τα μάτια του, ένιωθε την ζέστη στο κορμί και πάνω στο πρόσωπό του. Με δυσκολία ανοίγοντάς τα είδε το γαλανό του ουρανού από το φινιστρίνι, φάνταζε τώρα μακρινός.
Με κόπο, γύρισε το βλέμμα του μέσα στον χώρο, ήταν σκεπασμένος με μια κουβέρτα και δεν ένιωθε στην σάρκα του καθόλου υγρασία. Τα ρούχα του, τα είδε σε μια καρέκλα ακόμη μούσκεμα απ’ το νερό. Κι εκεί, καθισμένος σε μια καρέκλα απέναντί του ένας άντρας με κλειστά τα μάτια και μια κούπα με καφέ στο χέρι του.
«Ποιος είναι» σκέφτηκε ενώ ο λαιμός του τον πονούσε, κάνοντας ν’ ανασηκωθεί. Το σώμα του ήταν βαρύ και όλα τα μέλη του πονούσαν. Άκουσε φωνές απ’ έξω τις οποίες δεν μπορούσε να διακρίνει. Κοίταξε τα ρούχα του, ακόμη έσταζαν νερό. Δεν κατάλαβε πως βρέθηκε επάνω στο καράβι, εκείνος ήταν σίγουρος πως το’ χε σκεφτεί καλά και το’ χε πράξει. Ο άντρας απέναντί του δεν άνοιγε τα μάτια. Φαινόταν κατάκοπος.
Έκανε πάλι μια προσπάθεια να σηκωθεί, αλλά το ποτάμι από σάλια που υπήρχαν μες το στόμα του ανακατωμένα με θαλασσινό νερό απαίτησαν να βγουν με βία απ’ το κορμί του. Κι έβηξε ∙ έβηξε δυνατά.
Ανάστατος ο άντρας απέναντί του, άνοιξε τα μάτια και βρέθηκε με μιας δίπλα του. Η όψη του ήταν αλλόκοτη από την ένταση, τον φόβο αλλά και την ελπίδα που τον έβλεπε να βήχει. Σημάδι καλό.
Κατάκοπος, κατακόκκινος από τον βήχα προσπαθούσε να μιλήσει. Ο άντρας σήκωσε το χέρι του για να τον σταματήσει, να μην χάνει δυνάμεις.
Του έδωσε ένα μπουκάλι που πήρε από το τραπέζι καθώς σηκώθηκε, διάφανο με καστανοκόκκινο χρώμα, ήπιε μια μικρή γουλιά και κατάλαβε πως κατάπινε μπράντι, και τον είδε κι εκείνον να βάζει μια γενναία δόση μέσα στην κούπα του.
Μόλις κόπασε η ταραχή των πνευμόνων του θέλησε να τον ρωτήσει, ποιος τον τράβηξε από τα νερά και τον χαμό του, ποιος ήταν υπεύθυνος για την αποτυχία του σχεδίου του και βρισκόταν τώρα εκεί.
Ο άντρας άπλωσε το χέρι σταθερά, χωρίς καθόλου ένταση, με μια ηρεμία στο πρόσωπο βαθιά. Του εξήγησε πως τον είχε δει να πέφτει, πως δεν σκέφτηκε στιγμή τίποτα και πως βούτηξε κι εκείνος πίσω του στο νερό, πως εκείνος ήταν υπεύθυνος για όλα ∙ για την αποτυχία του σχεδίου του, για την ζωή του.
Και κρατώντας του το χέρι σταθερά, ήρεμα του είπε: «Ονομάζομαι Άγγελος και είμαι ο καπετάνιος του πλοίου.»
*
©Ελένη Χαϊμάνη
φωτο: Στράτος Φουντούλης
✿
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.