Το ξυπνητήρι, χτύπησε με τον προεπιλεγμένο ήχο. Το κορίτσι ανακάθισε τρίβοντας τα μάτια του. Έριξε μια νυσταγμένη ματιά στο ρολόι. Έγραφε 7:46. Είχε 1:14 μέχρι να αρχίσει το μάθημα. Πάτησε βαριεστημένα τα πόδια στο πάτωμα. Τα δοκίμασε πριν αφήσει όλο το βάρος της, πάνω τους. Κάθε μέρα τα ένοιωθε πιο αδύναμα. Δεν έπρεπε να χάσει και σήμερα την πρωινή της γυμναστική. Ο πατέρας, ισχυριζόταν πως αν συνέχιζαν έτσι, σε μερικές εκατοντάδες χρόνια, το ανθρώπινο είδος θα γεννιόταν δίχως πόδια, όπως τα πλάσματα που ζούσαν σε πολύ βαθιές, δίχως φως σπηλιές. Το είδος τους, γεννιόταν δίχως μάτια, αφού δεν τα χρειαζόταν για να βλέπει. Είχε αναπτύξει άλλες ικανότητες για να κινείται. Ίσως και το ανθρώπινο είδος, να ανέπτυσσε την ικανότητα της αιώρησης.
Άνοιξε ένα κιτ self test και έστριψε μέσα στην μύτη της την μπατονέτα. Ακολούθησε την διαδικασία και άφησε την πλακέτα πάνω στο κομοδίνο της, θα έβλεπε αργότερα το αποτέλεσμα. Όσα εμβόλια και αν είχαν δημιουργήσει, ο ιός όλο μεταλλασσόταν. Ο καθημερινός έλεγχος ήταν απαραίτητος. Υπήρχαν περιπτώσεις που υπήρχε ενδοοικιακή διασπορά. Και τότε ολόκληρες οικογένειες απομακρύνονταν από το σπίτι τους και κανείς δεν μάθαινε για εκείνους πια. Όπως η οικογένεια του τρίτου ορόφου στην πολυκατοικία τους. Τα test που τους παρέδωσε το κράτος βρήκαν θετικά. Έφυγαν για νοσηλεία και δεν ξαναγύρισαν. Λίγο καιρό αργότερα ένα άλλο ζευγάρι εγκαταστάθηκε σπίτι τους.
Ανέβηκε στον διάδρομο που είχε πάρει την θέση της τραπεζαρίας στο μεγάλο δωμάτιο. Έβαλε τις ατομικές της ρυθμίσεις και ξεκίνησε. 15 λεπτά ακριβώς.
«Καλημέρα, γλυκιά μου». Είπε ο πατέρας της, την ώρα που κατέβαινε εκείνη από τον διάδρομο. Είχε έρθει να πάρει την θέση της στο μηχάνημα γυμναστικής. Η μητέρα, ήταν πρώτη στην σειρά, καθώς ξυπνούσε νωρίτερα από όλους. Ο πατέρας, έψαξε τις δικές του ρυθμίσεις, αναστενάζοντας.
«Κάποτε, μπορούσαμε να αθληθούμε έξω. Να πάμε για περπάτημα σε κάποιο πάρκο, κάτω από τα δέντρα ή δίπλα από την θάλασσα». Γκρίνιαξε, καθώς αναπολούσε τις ‘παλιές, καλές εποχές’, όπως έλεγε.
Το κορίτσι, δεν είχε γνωρίσει αυτές τις εποχές. Ήταν από τα τελευταία παιδιά που γεννήθηκαν πριν… την πανδημία που άλλαξε τα πάντα. Ήταν δύο, τριών ετών όταν εμφανίστηκε ο ιός. Αυτή ήταν η μόνη ζωή που είχε γνωρίσει. Και αν είχε τρέξει στο χώμα, αν είχε παίξει σε πάρκο, αν είχε κολυμπήσει στην θάλασσα, δεν το θυμόταν. Ότι είχε δει από τον έξω κόσμο, ήταν μόνο μέσα από τα διπλά τζάμια του παραθύρου της και κατά τα λεγόμενα του πατέρα και της μητέρας της, δεν είχε καμιά σχέση με τον κόσμο που ήταν πριν.
Έτσι μετρούσαν πλέον τον χρόνο. Ήταν το πριν και το μετά. Κι εκείνη, ένα παιδί της νέας εποχής. Της νέας τάξης πραγμάτων.
Κοίταξε το ρολόι. 8:07. Βιάστηκε να πάει στο μπάνιο για το πρωινό της ντουζ. 13 λεπτά αργότερα, ντυμένη και με τα μακριά της μαλλιά τυλιγμένα στην πετσέτα, μπήκε στην κουζίνα. Ενημέρωσε την μητέρα για το αρνητικό test κι εκείνη φρόντισε να στείλει το ανάλογο mail. Ο πατέρας, την ακολούθησε φορώντας το μπουρνούζι του. Εκείνη η ώρα, ήταν η μοναδική που θα μπορούσαν να καθίσουν μαζί στο τραπέζι. Ίσως σε μία καλή μέρα, να μπορούσαν να συναντηθούν για μια ελαφριά κουβεντούλα το βράδυ, αν η μαμά δεν ήταν απασχολημένη με τις δουλειές του σπιτιού και ο πατέρας κατάκοπος από τους συνεχείς λογαριασμούς στην δουλειά. Δεν υπήρχαν πλέον οκτάωρα, όπως τις έλεγαν οι γονείς της. Η εργασία κρατούσε μέχρι το βράδυ με μικρά διαλλείματα για φαγητό και προσωπικές ανάγκες. Θα μπορούσαν ακόμη να τους ξυπνήσουν και από τον βραδινό ύπνο τους, αν υπήρχε ανάγκη. Τις υπερορίες το κορίτσι ούτε που τις είχε ακουστά. Ήταν από τα πρώτα προνόμια των εργαζομένων που εξαφανίστηκαν με την τηλεεργασία. Ακολούθησαν οι μισθοί. Δεν έπαιρναν χρήματα πλέον στα χέρια τους. Είχαν μία κάρτα που κάλυπτε τις βασικές ανάγκες τους.
Τι ανάγκες επιπλέον να υπήρχαν όταν δεν έβγαινες έξω από την πόρτα σου. Τα παπούτσια είχαν γίνει είδος προς εξαφάνιση. Οι παντόφλες ήταν στην πρώτη ζήτηση.
Η οικογένειά της ήταν από τις προνομιούχες, που δούλευαν και οι δύο γονείς. Έτσι μπορούσαν να έχουν το δικό τους διαμέρισμα. Όχι ακριβώς δικό τους. Μετά τον ιό, τα πράγματα είχαν αλλάξει. Μετά τα σχεδόν δύο πρώτα χρόνια εγκλεισμού, όπου οι περισσότερες δουλειές παρέμειναν κλειστές, τα χρήματα του κάθε ατόμου ήταν λιγοστά ή και ανύπαρκτα. Όλα πουλήθηκαν σε πολυεθνικές και οι άνθρωποι ζούσαν με επιχορηγήσεις του κράτους. Έτσι μετά από λίγο, όλα όσα είχαν αφήσει τα μεγάλα κεφάλαια ανήκαν στο κράτος. Όσοι είχαν χρήσιμες δουλειές, μπορούσαν να μένουν σε κάποιο διαμέρισμα. Όσοι δούλευαν εργάτες, έμεναν σε κάποια μεγάλα κτήρια, σαν σε κοινόβιο. Εργατικές κατοικίες τις έλεγαν και πολλές φορές αντιστοιχούσε ένα δωμάτιο σε ολόκληρη την οικογένεια, με κοινά μπάνια και κουζίνα.
Ο πατέρας δούλευε σε τράπεζα και η μητέρα ήταν διάνοια στους υπολογιστές. Είχε ένα ολόκληρο δωμάτιο, με server, μέσα στο σπίτι. Το γραφείο του πατέρα ήταν κάτι μεγαλύτερο από ντουλάπα. Ίσα να χωράει ένα μικροσκοπικό γραφειάκι για να ακουμπάει το laptop του και μια αναπαυτική καρέκλα γραφείου. Μερικές φορές, το κορίτσι, απορούσε πως μπορούσε να στρίβει εκεί μέσα.
Την ώρα που έφευγαν από την κουζίνα έχοντας βάλει ο καθένας το σερβίτσιο του μέσα στο πλυντήριο πιάτων, χτύπησε το κουδούνι. Κοιταχτήκαν ξαφνιασμένοι. Οι επισκέψεις, είχαν πάψει πάνω από μια δεκαετία. Κάθε επισκέπτης ήταν και ένας εν δυνάμει φορέας του ιού.
Η μητέρα έγνεψε, καθησυχαστικά.
«Το super market». Ενημέρωσε και ετοιμάστηκε. Άνοιξε το μικρό πορτάκι που ήταν στο πλάι από την πόρτα. Είχε ένα προστατευτικό τζάμι. Η μητέρα πάτησε ένα κουμπί και μία τζαμένια πόρτα άνοιξε. Ο άνδρας με την άσπρη στολή, έβαλε τα ψώνια που μεταφέρονταν μέσα σε διχτάκια αντί για σακούλες, στον ειδικό θάλαμο, ακριβώς έξω από την πόρτα. Η πόρτα έκλεισε. Της έδειξε σε μια οθόνη το ποσόν. Εκείνη κόλλησε την κάρτα στο τζάμι και ο άντρας πέρασε το σκάνερ που έμοιαζε με στυλό, από πάνω της. Η συναλλαγή ολοκληρώθηκε. Η μητέρα πάτησε ένα δεύτερο κουμπί και η διαδικασία απολύμανσης ξεκίνησε. Χρειάζονταν μερικά λεπτά και θα μπορούσε να τα πάρει με ασφάλεια μέσα και να τα τοποθετήσει στα ντουλάπια. Μέχρι τότε, θα μπορούσε να φροντίσει την εμφάνισή της.
Το κορίτσι, άφησε την μητέρα να συνεχίσει την παραλαβή και προχώρησε στο δωμάτιό της. Τον προσωπικό της χώρο. Υπνοδωμάτιο, σχολείο, μελετητήριο και χίλιες άλλες δύο χρήσεις. Πάτησε το κουμπί για να σηκωθούν οι περσίδες και κοίταξε έξω. Ήταν μέση της άνοιξης, όμως το μόνο που έβλεπε ήταν τσιμέντο και πάλι τσιμέντο και τσιμεντένιους τοίχους των γύρω πολυκατοικιών. Δεν επιτρεπόταν να ανοίξουν τα τζάμια των παραθύρων τους. Ο ιός είχε εξελιχθεί, είπαν, σε αερόβιο. Θα μπορούσε να εισχωρήσει, από το παραμικρό κενό. Έτσι όλα τα σπίτια ήταν σφραγισμένα. Ένα καλό κλιματιστικό, ήταν το απαραίτητο αξεσουάρ κάθε σπιτιού. Ισχυρά φίλτρα, καθάριζαν τον αέρα και τα διένειμαν φροντίζοντας και την σταθερή θερμοκρασία.
Άνοιξε την τηλεόραση. Έβλεπε τις ειδήσεις, όσο χρειαζόταν να φτιάξει τα μαλλιά της και να μακιγιαριστεί ελαφρά. Ίσα ίσα όσα χρειαζόταν για να μην δείχνει άτονη μέσα από την οθόνη. Μπορεί να έκανε τηλεεκπαίδευση, η εικόνα όμως ήταν σημαντική για τον κάθε ένα τους. Μια ατημέλητη εμφάνιση, ένα σπυράκι που είχε μείνει ακάλυπτο και θα μπορούσε να σε κατατρέχει σε όλη την υπόλοιπη μαθητική ζωή σου. Το cyberbuling ήταν πολύ διαδεδομένο. Τα likeστο facebook, ήταν το κοινωνικό σου στάτους.
Κοίταξε με την άκρη του ματιού της τον δημοσιογράφο που έκανε ρεπορτάζ στους άδειους δρόμους, καλύπτοντας μόνο την μύτη και το στόμα, με μάσκα. Είχαν κάτι το ιδιαίτερο οι δημοσιογράφοι, σκέφτηκε για μια ακόμη φορά. Μπορούσαν να γυρίζουν στους δρόμους για το εξωτερικό ρεπορτάζ, μόνο με την μάσκα. Ίσως διάλεγαν εκείνα τα ελάχιστα άτομα με ιδιαίτερα αντισώματα, γιατί ούτε τις προστατευτικές στολές δεν φορούσαν. Ήταν βέβαια και οι πολιτικοί. Πολλές φορές δεν φορούσαν ούτε μάσκα, αλλά ούτε εκείνοι είχαν κίνδυνο να κολλήσουν. Και πήγαιναν και ταξίδια ανά την υφήλιο.
Ίσως να έπρεπε να διαλέξει κάποιο από αυτά τα δύο επαγγέλματα. Θα της άρεσε να κάνει κάποιο ταξίδι. Να δει όσα είχαν δει οι γονείς της και οι γενιές πίσω από εκείνη. Ίσως να χρειάζονταν κάποιες ιατρικές εξετάσεις. Ίσως να έκαναν κάποιο σπέσιαλ εμβολιασμό.
«Οι πλούσιοι,» έλεγε ο πατέρας της. «πάντα έχουν τον τρόπο,» και έκανε την χαρακτηριστική κίνηση τρίβοντας τον δείκτη και τον αντίχειρα. «να έχουν τα πιο σπέσιαλ πράγματα». Ίσως και να είχε δίκιο. Εκείνοι που τους κυβερνούσαν ήταν η ελίτ των πολιτών. Οι πιο πλούσιοι. Οι δημοσιογράφοι ήταν η αμέσως επόμενη κάστα. Ούτε οι γιατροί δεν τους έφταναν. Οι δικηγόροι, κόντευαν να εξαφανιστούν.
Κοίταξε το ρολόι για μια ακόμη φορά. 8:42. Έστρωσε τα βιβλία της, ανάλογα με την ώρα που θα τα έκανε σε μια στοίβα. Τακτοποίησε τα στυλό και τα μολύβια της. Είχε δεκαεπτά λεπτά μέχρι να αρχίσει το μάθημα.
Δεν είχε πάει ποτέ σε κανονικό σχολείο. Τα παιδιά της πρώτης χρονιά της πανδημίας, είχαν ξεκινήσει την τηλεεκπαίδευση. Βέβαια τότε ήταν στα αρχικά βήματα. Πότε άνοιγαν τα φυσικά σχολεία, πότε έκλειναν πάλι, γιατί ήταν χώρος υπερμετάδοσης. Άλλες φορές είχαν ίντερνετ και άλλες το δίκτυο δεν μπορούσε να αντέξει τόσους χρήστες και δεν μπορούσαν οι μαθητές, να παρακολουθήσουν. Μέχρι να έρθει η σειρά της να πάει σχολείο όλα αυτά είχαν διορθωθεί. Τα παλιά σχολεία είχαν μετατραπεί σε εκείνα τα δημόσια σπίτια. Τα μαθήματα γίνονταν πάντα διαδικτυακά. Το ίντερνετ είχε αλλάξει. Ήταν τέτοιες οι ταχύτητες, που προκαλούσαν ίλιγγο στους παλαιότερους.
Είχαν αλλάξει όμως και άλλα πράγματα. Είχαν καταργηθεί πολλά από τα παλαιά επαγγέλματα. Ένα από αυτά ήταν κι εκείνο του δασκάλου, του καθηγητή, του εκπαιδευτικού γενικά. Μάθημα, έκανε ένα ηλεκτρονικός υπολογιστής σε όλα τα παιδιά της κάθε χώρας. Ακόμη κι αν κάποια μαθήματα δεν τα ‘έπαιρνες εύκολα’, όπως έλεγε η μητέρα, δεν χρειαζόσουν φροντιστήριο. Μπορούσες να απευθυνθείς στον υπολογιστή σου και θα επέλεγε τον κατάλληλο τρόπο για να σου μεταφέρει την γνώση. Όλα τα παιδιά μάθαιναν τα ίδια πράγματα ταυτόχρονα. Δεν υπήρχε θέμα, πλέον με κακούς και καλούς εκπαιδευτικούς, ούτε με τυχόν ψυχολογικά τους προβλήματα, που ξέσπαγαν στους μαθητές τους. Οι υπολογιστές δεν έχουν τέτοια προβλήματα συμπεριφοράς.
Άλλο επάγγελμα, που είχε εξαφανιστεί, ήταν εκείνο των εμπόρων πάσης φύσης. Δεν ήταν απαραίτητοι πια. Δεν υπήρχαν πλέον φυσικά μαγαζιά που θα μπορούσες στην βόλτα σου, να χαζέψεις τα εμπορεύματα στις βιτρίνες τους και να ψωνίσεις. Υπήρχε μόνο η ηλεκτρονική παραγγελία. Μπορούσες να χαζέψεις τα προϊόντα στην οθόνη σου, κάνοντας ‘βόλτα’ στα e shops.
Η μητέρα, της μιλούσε για τις εποχές που μπορούσες να πας με τις φίλες σου για κουβεντούλα, σε κάποια καφετέρια. Τώρα, είχαν εξελιγμένες καφετιέρες στο σπίτι, που μπορούσαν να τους φτιάξουν ότι καφέ ήθελαν. Όσο για φίλες… Οι φιλίες ήταν ένα ακόμη ‘επάγγελμα’ που είχε εξαφανιστεί. Δεν ήταν εύκολο να κάνεις φιλίες μέσα από μια οθόνη, δίχως να μπορείς να νιώσεις τα vibes του άλλου. Δίχως να μπλεχτούν οι αύρες. Υπήρχαν όμως άτομα με τα ίδια ενδιαφέροντα. Και αν ήθελαν να συζητήσουν για αυτά, μπορούσαν να κανονίσουν μια τηλεδιάσκεψη. Υπήρχαν τόσες πλατφόρμες, διαθέσιμες δωρεάν, για να δημιουργήσεις ένα δωμάτιο στην στιγμή, που θα μπορούσε να φιλοξενήσει, ομοϊδεάτες. Έτσι μπορούσαν να πάρουν τον καφέ, από την εξελιγμένη καφετιέρα, να καθίσουν αναπαυτικά στο δωμάτιό τους, που έβρισκε ακόμη μία χρήση και να συνομιλήσουν με ασφάλεια.
Και το αίσθημα, θα αναρωτιόταν κάποιος πιο παλιός. Τι γινόταν με την αγάπη; Με τον έρωτα; Πώς μπορούσαν να ερωτευτούν δύο άνθρωποι, έτσι ώστε να ενώσουν τις ζωές τους; Α! Και αυτό το είχαν λύσει. Υπήρχε το πρόγραμμα. Εκείνο που έβαζαν στον υπολογιστή, τα στοιχεία και τα ενδιαφέροντά τους και έβρισκε το κατάλληλο ζευγάρι. Κάτι σαν ηλεκτρονική προξενήτρα, δηλαδή. Ήδη είχε βρεθεί το ταίρι για το κορίτσι. Μόλις ολοκλήρωνε τις σπουδές και ήταν έτοιμο για να μπει στην παραγωγική γραμμή, θα τελούσαν το σύμφωνο συμβίωσης. Γιατί κι εδώ υπήρχαν αλλαγές. Οι θρησκείες όπως τις γνώριζαν οι προηγούμενες γενιές δεν υπήρχαν πλέον.
Ένα ακόμη θύμα της παγκοσμιοποίησης.
Όταν λοιπόν θα ερχόταν η ώρα, που δεν θα αργούσε πλέον πολύ, θα υπέγραφαν διαδικτυακά, τα κατάλληλα συμβόλαια και θα ήταν ζευγάρι. Θα είχαν επιλεγεί οι εργασίες και βάσει αυτών, θα οριζόταν το επίπεδό τους. Το σπίτι που θα κατοικούσαν θα είχε οριστεί και εξοπλιστεί. Την ίδια μέρα της υπογραφής, θα ερχόταν από μια αεροστεγής κάψουλα να παραλάβει το κάθε μέλος της νέας οικογένειας, ώστε να το πάει στο καινούριο του σπίτι. Το κορίτσι ανυπομονούσε γι’ αυτήν την μέρα, περισσότερο για να δει ένα μέρος του έξω κόσμου. Το αγόρι που της είχε επιλέξει, είχε τελειώσει ήδη τις σπουδές του και αναμενόταν να δουλέψει στην τράπεζα και μάλιστα σε ανώτερη θέση ακόμη και από τον πατέρα της. Εκείνη είχε πάρει την κλίση της μητέρας. Όταν λοιπόν θα γίνονταν ζευγάρι, θα μπορούσαν να κάνουν μέχρι δύο παιδιά. Στις κατώτερες τάξεις, πολλές φορές δεν επιτρεπόταν ούτε ένα.
Η οθόνη, μπροστά της κουδούνισε. Η εικόνα ενός νεαρού, καλοβαλμένου άντρα, εμφανίστηκε. Το κορίτσι χαμογέλασε στην θέα του αρραβωνιαστικού της. Πάτησε, αποδοχή.
«Καλημέρα, αγάπη μου». Της είπε καθώς τα μάτια του χάιδευαν την εικόνα της, με γλύκα. «Έτοιμη για το μάθημα, όπως πάντα. Μου αρέσει που είσαι τόσο οργανωμένη. Ανυπομονώ για την μέρα που θα τελέσουμε τον γάμο μας». Άπλωσε το χέρι στην οθόνη. Το κορίτσι ακούμπησε την παλάμη της πάνω στην δική του.
«Καλημέρα!» του απάντησε κοκκινίζοντας. «Κι εγώ ανυπομονώ». Η καρδιά της άρχισε να χτυπά πιο γρήγορα. Ένα σμήνος πεταλούδες φτερούγησαν στο στομάχι της.
Κάποια πράγματα ίσως δεν μπορούσε να τα εξαλείψει η νέα τάξη πραγμάτων, όσο και αν προσπαθούσε.
Ποτέ.
*
©Μάουρα Ρομπέσκου
φωτο: Στράτος Φουντούλης
✿
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.