
Δοκιμή για την σκηνή του τέλους
Έργου με θέμα
Την θυελλώδη σχέση του
Αμερικάνου ζωγράφου
Τζάκσον Πόλοκ
Με την
Λι Κράσνερ
(Ο αχυρώνας είναι φωτισμένος με έναν έντονο, κατακίτρινο λαμπτήρα. Είναι ένας άδειος χώρος με απλωμένους μουσαμάδες. Καμιά φορά μπαίνουν τα πουλιά της νύχτας και φτεροκοπούν. Δεν αντέχουν το φως και αποχωρούν σηκώνοντας σκόνη στο πέρασμά τους. Καλό ταξίδι στις ψυχές που ταξιδεύουν. Μια φιγούρα στέκει κάτω από τον φως. Δεν φαίνεται από κάπου μα για την θέση του αυτή μερίμνησαν οι αστρονομικές συντεταγμένες. Διάσπαρτοι μερικοί λερωμένοι κουβάδες με χρώμα. Βιολετί, κόκκινο, βαθύ μαύρο, λευκό, πράσινο. Όλα αυτά τα χρώματα φωτίζουν την μορφή του άνδρα με την τζιν περιβολή στο μέσον της σκηνής. Τίποτε άλλο δεν χρειάζεται, τα άλλα είναι γραμμένα σε τραγούδια, κλειδιά και οδηγίες που ανοίγουν όλες τις πόρτες της φαντασίας.
Ο ζωγράφος λέγεται Τζάκσον Πόλοκ, η ιδιοφυία του κρέμεται από μια κλωστή.
Και το όνομα αυτής, Λι. Ο ουρανός της λίμνης του, κατά τον Νικόλαο Καμπά.)
Ζωγράφος: (βαδίζοντας κατά μήκος του μουσαμά.) Θα μπορούσα να βουτήξω τα άρβυλά μου σε όποιο χρώμα θέλω. Θα μπορούσα να αφήσω (πατά με δύναμη) ένα χνάρι. Να πουν, κάποτε επάνω σε αυτόν τον μουσαμά περπάτησε ο μικρός θεός (γελά και βήχει, κάτι σαν ρόγχος τον πνίγει, καίγεται) να ένα του βήμα και άλλο ένα και εκεί. Μαύρη, αμερικάνικη πατημασιά και επιληπτικές γριές που σπεύδουν να αντικρίσουν με τα αργά μάτια τους το σχήμα που παίρνει η ζωή όταν ο ρυθμός της εκπέσει από την θαυμάσια ισορροπία. Οι γριές, οι βαθυστόχαστοι και οι λιγότεροι στοχαστικοί, θα πουν, αυτό το βήμα είναι προς την αμαρτία ή την εξιλέωση. Με φιλέτα σολομού και ελαφριά συζήτηση θα πασχίσουν να βρουν την άκρη, μα το σώμα στην Νέα Υόρκη δεν ανήκει σε κανέναν όταν ξυπνά μες σε μια λίμνη από μπέρμπον. Τα χρώματά του είναι άτσαλα, (χτυπά με δύναμη έναν κουβά, το κόκκινο χύνεται παντού μες στον αχυρώνα) Αυτό είναι σφαγή κύριοι, και αυτό (πετά με δύναμη το πράσινο, χαλάει ο κόσμος) η ίδια σας η λησμονιά (ηρεμεί, το χρώμα κυλά, όλο κυλά)
(Θλιμμένα) Και όμως αυτό το βήμα είναι κατά βάθος, για σένα Λι. Ένα μικρό βήμα προς τα σένα Λι, σκληρή μου καρδιά, αγκάθι μου. Θα έρθω Λι, με την διαύγεια του ουρανού, στο όνομά σου ένα ολόκληρο περιβόλι από γαρυφαλλιές. Αυτές προτιμάς Λι, καρδιά μου; Και ας χαθούν τα γράμματα και οι προτάσεις για εκείνο και το άλλο, η καρδιά μου σπαράζει Λι και αυτό το βήμα είναι κατά βάθος, Λη, το σχήμα της καρδιάς που καλπάζει προς το όνειρο και τον θάνατο. Μακάρι να μπορούσες να το ακούσεις. Το δάσος φωνάζει το όνομά σου Λι, μου λέει, εμπρός λοιπόν. Μα εγώ όλο ζωγραφίζω σπάω γυαλιά μες στα χρώματα, τα αναμιγνύω με σένα και με μένα, η κρυφή μας ζωή παίρνει φως Λι (ανακατεύει τα χρώματα, τώρα δείχνει προσοχή, φτιάχνει γραμμές, μπλέκει τις μυθολογίες όλος από ένταση) , εμπρός λοιπόν καλή μου, φύγε απόψε μαζί μου, φύγε και θα μας παραστέκουν οι καιροί, εμπρός Λι, είσαι εκεί Λι; Λι;
(παρατά τα χρώματά του. Εγκαταλείπει την σκηνή τρεκλίζοντας. Κάποια αγωνία για την ύπαρξή του θα φταίει για το ξεστράτισμά του.
Ακούγονται ήχοι κινητήρα που επιταχύνει. Χάνονται αργά στο βάθος. Σε αυτό το ίδιο βάθος, με έναν σταθερό ρυθμό, στο βάθος της σκηνής αυτήν την φορά ανάβει με φώτα νέον το μεγάλο επιχείρημα του καλλιτέχνη. Λι)
*
©Απόστολος Θηβαίος
Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.