Ειρήνη Θυμιατζή, Ρωγμές

Άνοιξε το παράθυρο να μπει φρέσκος αέρας. Χρώματα μαβιά και σύννεφα ήταν σκόρπια εκεί έξω. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Σε λίγες μέρες είχαν επέτειο γάμου. Άραγε θα τη θυμόταν εκείνος; Σα να ήταν χτες που αντηχούσαν στ’ αυτιά της τα λόγια της προξενήτρας, της συγχωρεμένης της Φώφης: «Πολλές θα ζηλέψουν την τύχη σου». Αν ήταν τώρα εν ζωή, θα ήθελε να της τα ψάλλει. Άσε που θα της ζητούσε πίσω και το καπιτονέ παλτό που της είχε αγοράσει ως αντάλλαγμα για τις «υπηρεσίες» της. Αυτές κι άλλες σκέψεις φλυαρούσαν στο κεφάλι της σαν κουτσομπόλες της γειτονιάς. «Ελάτε να δείτε πόσο όμορφα περνώ…» Αν μπορούσε θα τις προσκαλούσε, να δουν τις πολυτέλειες του σπιτιού, να θαμπωθούν. Είναι αμφίβολο, όμως, αν θα καταλάβαιναν τίποτα άλλο.

Οι δείκτες του ρολογιού στον τοίχο έτρεχαν ασταμάτητα. Έκαναν θόρυβο μέσα στη βουβή ησυχία και τη μοναξιά. Κανένας από τους άνδρες της οικογένειας δεν είχε φανεί ακόμα. Γνωστή η ιστορία. Εκείνος θα προφασιζόταν ότι είχε δουλειές. Κι ας τον είχε καλέσει τόσες φορές στο κινητό…Ο άλλος μετά το φροντιστήριο θα είχε πεταχτεί κάπου αλλού ή θα χαζολογούσε με παρέες. Έρχονταν ξανά και ξανά στ’ αυτιά της οι φράσεις του Διευθυντή: «Ο γιος σας εκδηλώνει ανάρμοστη συμπεριφορά στο σχολείο. Απειλεί συμμαθητές του. Κυκλοφορεί με μαχαίρι».

Σε λίγο άκουσε το τρίξιμο της σιδερένιας εξώπορτας του σπιτιού. Η γνωστή, βαριά περπατησιά πλησίαζε. Έπειτα ο ήχος από τα κλειδιά στην πόρτα. Μπήκε σκυθρωπός. Δεν την κοίταξε καθόλου. Σαν να μην ήταν εκεί.

– Πού ήσουν τέτοια ώρα; Τον κοίταξε λοξά.

– Δεν μ΄ αφήνεις ήσυχο;

– Ρώτησα κάτι.

– Παράτα με.

– Πότε θα ενδιαφερθείς για την οικογένειά μας, για τον γιο μας;

– Λες ότι δεν ενδιαφέρομαι; Δουλεύω.

– Κι εγώ θα ΄θελα. Μου το απαγόρευσες. Δεν αντέχω.

– Άμα σου αρέσει.

– Δεν θα με ρωτήσεις τι είπαν στο σχολείο;

– Θα με αφήσεις να φάω ένα πιάτο φαγητό;

– Μπα! Δεν σε τάισαν σήμερα;

– Άντε και …παράτα με.

Εκείνος άνοιξε την πόρτα της εισόδου νευρικά. Το χτύπημα της πόρτας έφτασε ως τις φλέβες του κεφαλιού της. Ακατάστατες σκέψεις πάλι. Εικόνες από χειρονομίες του παρελθόντος. Χτυπήματα από προσβολές. Βαριές λέξεις. Δεν ταίριαζαν σε ζευγάρι. Ευτυχώς σπάνιζαν τον τελευταίο καιρό. Ζαλίστηκε. Κάτι σαν ίλιγγος. Ψαχούλευε με τα ακροδάχτυλά της να ακουμπήσει στον καναπέ, να γύρει το σώμα της. Έμεινε πάλι μόνη να κοιτά τους τοίχους του σπιτιού. Γύριζαν ασταμάτητα. Ένα ποτήρι νερό ήθελε. Μα δεν μπορούσε να σηκωθεί. Και λίγη τρυφερότητα. Μακάρι να ΄ρχόταν ο γιος της. Δεν είχε φανεί από το πρωί που είχε φύγει. Δεν είχε αποφασίσει ακόμα αν θα του έλεγε τα παράπονα του διευθυντή. Πού είχε χάσει το παιχνίδι με το μοναχογιό; Εκείνη είχε γραπωθεί πάνω του. Αναζητούσε υποκατάστατο. Συμπαράσταση. Κόντρα στην αδιαφορία εκείνου. Τι κι αν έμεναν σαν οικογένεια σε μονοκατοικία. Τι κι αν είχε ακριβά έπιπλα… Εκείνος ερχόταν σαν επισκέπτης ξενοδοχείου. Να βρει έναν χώρο καθαρό. Να αράξει την αρίδα του. Να φορέσει φρεσκοπλυμένα ρούχα. Διασκέδαζε τα βράδια έξω από το σπίτι του. Με άλλες παρέες. Σαν να της έκανε χάρη που πατούσε και στο σπίτι. Τουλάχιστον πήγαιναν καλά οι δουλειές και έφερνε λεφτά. «Τι σας λείπει;» ρωτούσε μάνα και γιο.

Εκείνη περιπλανήθηκε για ώρα σε αδιέξοδους συλλογισμούς. Αναστέναζε βαριά.

Μια ώρα αργότερα τη σκούντηξε ο κανακάρης της. Είχε βρει επιτέλους την πόρτα του σπιτιού. Αντίκρισε ένα πρόσωπο κουρασμένο, πικραμένο. Το σώμα ξέπνοο. Έλειπε η δίψα για ζωή. Μια σταθερά παρούσα απουσία.

«Μάνα, είσαι καλά;»

«Τι, ποιος είναι; Ανησύχησα. Ούτε ένα τηλέφωνο…»

«Φαίνεσαι ταλαιπωρημένη.»

«Ήρθε ο πατέρας σου νωρίτερα».

«Μη μου πεις…Θέλω να του πω».

«Άντε να σου βάλω να τσιμπήσεις κάτι, να ξεκουραστείς».

«Δεν έχω όρεξη…» είπε. «Κουράστηκα με την κατάσταση αυτή. Κάποια στιγμή θα πληρώσει». Το πρόσωπό του είχε συνοφρυωθεί.

«Τι εννοείς;»

«Θα δεις».

Ο γιος κλείστηκε στο δωμάτιό του. Ένιωθε ότι είχε δηλητήριο στο στόμα του, κομμάτια από γυαλί, κάτι που δεν μπορούσε ούτε να το φτύσει, ούτε να το καταπιεί. Πολύ γρήγορα πέρασαν από μπροστά του οι εικόνες στο νοσοκομείο. Το περασμένο καλοκαίρι η μάνα του είχε εγχειριστεί στο πόδι. Ο πατέρας πλήρωνε τη νοσοκόμα που την πρόσεχε, έκανε πού και πού κανένα τηλέφωνο. Μια φορά -όλη κι όλη- πέρασε να τη δει. Οικογενειακοί φίλοι και γνωστοί την επισκέπτονταν πιο συχνά. «Δεν πλήρωνα τόσο καιρό; Έχετε και παράπονο;» είχε πει μια μέρα στον γιο. Κοκάλωσε με την κοφτή απάντηση. Πώς ήταν δυνατό να τα βλέπει όλα ως πληρωμή λογαριασμών; Ίχνος συμπόνιας. Δεν θυμήθηκε μια φορά να έχει κάνει μια συζήτηση της προκοπής με τον πατέρα του. Να έχουν πάει όλοι μαζί μια εκδρομή, μια επίσκεψη σαν οικογένεια. Αντιθέτως, θυμάται αποφυγή, απουσίες, απογοήτευση.

Άνοιξε τον υπολογιστή. «ΘΑ ΤΟΝ ΚΑΝΩ ΝΑ ΠΟΝΕΣΕΙ» έγραψε με κόκκινα, κεφαλαία γράμματα.

Εκείνη μπήκε για ένα ζεστό μπάνιο. Για χαλάρωση. Να καθαρίσει ο νους της. Έπειτα, ήπιε τα φάρμακα που της είχε δώσει ο γιατρός. Να μπορέσει να κοιμηθεί.

«Θα είσαι σαν βασίλισσα με αυτόν τον άνδρα» της είχε πει η προξενήτρα.    

*

©Ειρήνη Θυμιατζή, Μάιος 2021

φωτο: Στράτος Φουντούλης