«Θεοί των ποταμών
φροντίστε την καλή Μπέσι Σμιθ»
είπε ο Σολ
Ή αλλιώς,
«Νάσιοναλ Μπίσκιουιτ Κόμπανυ, σε μισώ!»
❈
Το πικρό λιμπρέτο της
Μίας και μοναδικής,
Μπέσι Σμιθ
Μέμφις, 61ος αυτοκινητόδρομος, 1936,
ΑΑπόψε προβλήθηκε στο δημοτικό θέατρο μια αθησαύριστη ταινία της σπουδαίας Μπέσι Σμιθ. Το κοινό είχε συρρεύσει από νωρίς, θαρρείς πως είχαν όλοι τους την πεποίθηση πως κάτω στα καμαρίνια η Μπέσι φοράει το στενό της φόρεμα και βγαίνει στο παλκοσένικο. Εκείνη την βραδιά, ίσως γιατί οι θαυμαστές ανταποκρίθηκαν η διάθεση ήταν ξέφρενη, όπως στα παλιά πάρτι της Μπέσι. Και κανείς δεν μετάνιωνε που αγάπησε μέχρι καημού την αλησμόνητη ερμηνεύτρια.
Τα μπλουζ του Σαιντ Λούις κάνουν τις κούκλες να λιώνουν στα τραπέζια τους. Οι εραστές και οι προστάτες, με την ερμίνα ριγμένη στους ώμους τους, χαιρετούν και πιάνουν στασίδι. Το ουίσκι ρέει άφθονο, λες και θα μπορούσε να είναι διαφορετικά όταν κανείς μιλά για την εξαίσια, την σκληροτράχηλη Μπέσι Σμιθ, γνήσιο παιδί του Χάρλεμ, αγία των καταγώγιων της Αλαμπάμα, ρόδο του Χάρλεμ που σφύζει από ζωή και θάνατο. Αυτά τα δυο πάνε μαζί για τα αδέρφια της Μπέσι Σμιθ που πετούν τα πιάνα από τις στέγες κάθε ξημέρωμα.
Η Μπέσι φορά μακρύ, εφαρμοστό φουστάνι. Στα μαλλιά της ένα τουρμπάνι και όλη η δύναμη του κόσμου να την σώζει από τον βέβαιο πνιγμό της. Όποιον αγαπά τον αρπάζει με την χαρακτηριστική ευκολία των περπατημένων κοριτσιών που ποτέ δεν χάνουν, τον πετά στο ποτήρι της και τον πίνει. Οι δυνάμεις της δεν της συμπαραστέκονται πια, ωστόσο οι κλίμακες υποκλίνονται στην φωνή της. Και όταν το θέλει, με ένα απολαυστικό γύρισμα, μετατρέπεται σε μια γνήσια μα εκφραστική κοντράλτα. Είναι οι ώρες που της ταιριάζει γάντι το ολομέταξο σμόκιν. Και είναι ώρες που θυμίζει έναν γελωτοποιό που ξόδεψε όλα του τα αστεία ή το κουφό παιδί στα πόδια του ποταμού που ονειρεύεται πως το ξημέρωμα πεθαίνει. Είναι μια κλονισμένη ύπαρξη, βυθισμένη ολότελα στα χάλκινα του ηλιοβασιλέματος. Ο κόσμος εδώ στον νότο ενσαρκώνεται με τα αλλοτινά, κλειδωμένα τραγούδια που κάνουν το κομμάτι τους με έξυπνες ατάκες και πονηρά υπονοούμενα. Είναι να στοιχηματίζει κανείς πως δεν θα άντεχε ποτέ το αιωνίως radical chic Μανχάταν μια τέτοια αχρύσωτη πραγματικότητα.
Η Μπέσι γοήτευσε ολότελα το κοινό. Οι παρέες χόρεψαν λίγο έξω στον δρόμο, λέγοντας τραγουδιστά τα λόγια εκείνου του σκοπού. Τα κορίτσια ζητούσαν να ζήσουν σαν εκατομμυριούχοι και τα αγόρια, διψασμένα σαν να πρόκειται για ξεσταχιασμένα άστρα του νότου, υπολόγισαν στοχαστικά το αποψινό μερίδιο στην ηδονή. Κάτω από τα σανίδια το νερό κυλά. Και σε έναν χρόνο ανύποπτο, φορτωμένη χρυσάφια και με μια φωτογραφία από την νιότη του Τζακ, πλέει μες στους ουράνιους ποταμούς του τζιν που βγάζουν μες στην καρδιά της πολίχνης Τσατανούγκα η Μπέσι Σμιθ. Μες στον καημό της νύχτας κανείς δεν προσέχει, κανείς δεν φαντάζεται.
Εδώ η ανταπόκριση τελειώνει. Κάποια που θυμίζει την Μπέσι βροντάει την πόρτα. Έχει αχτένιστα μαλλιά και μια πρωτόγνωρη αγριάδα, όπως εκείνη. Φορά μια χάρτινη κορδέλα όπως εκείνη και μια ψεύτικη φράντζα. Όπως εκείνη. Πόσο τα αγαπούσε τα κόκκινα κορίτσια η Μπέσι Σμιθ. Ποτέ δεν τους γύρισε την πλάτη, θες από έρωτα, θες από την επώδυνη ενόχληση που της προκαλούσε η ίδια της η ρίζα, κράτησε αυτόν τον ταλαντούχο κόσμο βαθιά μες στην καρδιά της.
Σε κάποια στιγμή, – η ανταπόκριση θυμάται-, η Μπέσι Σμιθ κοιτάζει με απόγνωση τον ουρανό του μπαρ. Και είναι σαν να λέει, θεέ μου, πώς θα τα αντέξω τόσο ταλέντο. Τότε ο Θεός, θέλω να πιστεύω κάνει το θαύμα του και ένα μπουκάλι τζιν θερμαίνει τα παγωμένα χωράφια μέσα της.
Η Μπέσι αν θέλει σαν ξέρεις, ηχογράφησε πάνω από εξήντα, εκλεκτά τραγούδια. Ωστόσο είναι μόνο στα μπλουζ του Σαιντ Λούις που σώζεται η ζωντανή μορφή της. Και σε μια πλάκα του ΄23, λίγο μετά τον γάμο της με εκείνη να χαμογελά θερμότατα και αυθεντικά, νιόπαντρη μες στην αγκαλιά του ωραίου, μα σκληρού Τζάκι Τζι. Ο Σολ την θυμάται και την αγαπά. Καληνύχτα σας.
*
©Απόστολος Θηβαίος
Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.