Μάουρα Ρομπέσκου, Οι γειτόνισσες

Όταν η Μέλπω, είδε για πρώτη φορά την Στέλλα, κρεμασμένη στο μπράτσο του μονάκριβου κανακάρη της, κατάλαβε πως είχε μπροστά της μια πολύ δυνατή αντίπαλο. Αποφάσισε να παίξει από την αρχή τα πιο δυνατά χαρτιά της. Φόρεσε εκείνο το ύφος που είχε τρομοκρατήσει τόσα και τόσα κοριτσάκια που θέλησαν να αρπάξουν τον γιόκα της από εκείνη και έκοψε αργά την νέα από πάνω μέχρι κάτω.

Η Στέλλα ούτε που ερυθρίασε. Άπλωσε ένα γλυκό χαμόγελο, στο πρόσωπό της που δεν έφτασε ως τα μεγάλα μάτια της και μέτρησε κι εκείνη, την Μέλπω. Ο πόλεμος είχε ήδη κηρυχτεί, πριν καν κάποια από τις δύο γυναίκες ανοίξει το στόμα της και δίχως κανείς από τους άντρες που βρίσκονταν δίπλα τους να καταλάβει τίποτα.

«Μάνα, πατέρα, από δω η Στέλλα». Ανέλαβε τις συστάσεις ο γιόκας. «Στελλίτσα, από εδώ οι γονείς μου, Μελπομένη και Σπύρος».

Η Μέλπω, στάθηκε ατάραχη, λες και δεν βρισκόταν κανείς μπροστά της. Είχε σκοπό να την κρατήσει εκεί, ορθή, στον χωλ, μέχρι να καταλάβει πως ήταν ανεπιθύμητη, μα ας ώψεται ο άντρας της, ο Σπύρος, που έτρεξε να ανοίξει την καλή σάλα και να αρχίσει τα καλωσορίσματα, σαν σκύλος που κουνάει από την χαρά την ουρά του. Πέρασε η λεγάμενη μέσα και στρογγυλοκάθισε στον καναπέ σταυρώνοντας τα πόδια. Μπήκε και η Μέλπω. Κάθισε απέναντι στην πολυθρόνα, σκληρή και τεντωμένη σαν χορδή, έτοιμη να πετάξει τα βέλη στον εχθρό. Προηγουμένως βέβαια, είχε δώσει μια γερή κλωτσιά στο καλάμι του άντρα της και τώρα εκείνος προχωρούσε κουτσαίνοντας, μα κιχ, δεν βγήκε από τα χείλη του. Του έριξε και μια βιαστική προειδοποιητική ματιά, – ‘Θα τα πούμε εμείς αργότερα’– και έστρεψε την προσοχή της στον νέο εχθρό.

Ο προκομένος ο γιός της δεν έπαιρνε τα μάτια του από πάνω της. Εμ, βέβαια, σκέφτηκε η Μέλπω, έτσι που είναι ντυμένη

«Δεν σου φτασαν τα χρήματα να αγοράσεις παραπάνω ύφασμα και σου βγήκε τσουρούτικο το φουστανάκι;» Πέταξε το φαρμάκι της σίγουρη πως είχε πετύχει διάνα τον στόχο.

«Τι λέτε κυρία Μελπωμένη μου;» απάντησε η άλλη χαδιάρικα. «Δεν ράβουμε πλέον τα φουστάνια μας, ούτε αγοράζουμε με το μέτρο το ύφασμα. Ούτε που σας περνάει από το μυαλό πόσο κοστίζει αυτό το μοντελάκι. Μην σας πω και πιο πολύ από ολόκληρο τον καναπέ σας». Ανταπάντησε τα πυρά, βρίσκοντας εκείνη τον στόχο, της Μέλπως, ακριβώς εκεί που την πονούσε. Στο κέντρο. Στην τσέπη.

Η Μέλπω, ξεροκατάπιε. Τι της είχε πει εκείνη η παρακατιανή; Πως εκείνο το τσίτι, στοίχιζε παραπάνω από τον καναπέ που της έκανε παραγγελία ο πατέρας της, ο ταγματάρχης, για τον γάμο της; Αυτός ήταν αντίκα. Αλλά που ξέρει εκείνη; Ξεροκατάπιε την ντροπή και άλλαξε θέμα.

«Μέλπω, κορίτσι μου. Μέλπω, με φωνάζουν με τ’ όνομα. Τι Μελπομένη;»

«Άντε Μέλπω μου,» αποτόλμησε ο άντρας της. Βάλε να φτιάξεις από εκείνα τα ωραία σου, να φιλέψουμε το κορίτσι. Πρώτη φορά στο σπίτι μας, ξεροσφύρι θα την βγάλουμε;»

Η Μέλπω όμως έκανε πως δεν άκουσε. Σιγά μην περιποιούταν εκείνο το βρομοθήλυκο, που της κουβάλησε ο γιός της. Δεν θα έφευγε; Θα τον κανόνιζε τον Σπύρο, κατάλληλα. Και αφού δεν έπιασε η πρώτη ομοβροντία, είχε και άλλα όπλα στο οπλοστάσιό της. Γελάει καλύτερα, όποιος γελάει τελευταίος, σκέφτηκε και το χειλάκι της, σαν να τραβήχτηκε λοξά, σε μια απόπειρα χαμόγελου.

Λίγο αργότερα, σηκώθηκε η λεγάμενη από τον καναπέ. Μα δεν έφυγε μονάχη. Την συνόδεψε ο χαζοβιόλης ο γιος της. Ο Σπύρος χασμουρήθηκε δυνατά καθώς έκλεινε η πόρτα και έτρεξε να αναζητήσει καταφύγιο κάτω από τις κουβέρτες. Ανακωχή, σκεφτόταν ο δόλιος και έκανε τον κοιμισμένο όταν η συμβία εφόρμησε στο δωμάτιο. Για καλή του τύχη δεν του μίλησε. Είχε άλλα να σκεφτεί για την ώρα. Καθισμένη στο κρεβάτι, περίμενε να ακούσει τα κλειδιά του γιού, στην πόρτα.

«Άργησε ο κανακάρης σου». Βρόντηξε, η Μέλπω. Η βροντή ακολουθήθηκε από μια κλωτσιά, κάτω από τα σκεπάσματα.

«Τι κλωτσάς, χριστιανή μου; Δεν βλέπεις πως κοιμάμαι; Θέλεις να πάω από καρδιά;»

«Δεν παθαίνεις τίποτα εσύ, έτσι αναίσθητος που είσαι. Το παιδί δεν έχει γυρίσει ακόμη κι εσύ κοιμάσαι».

«Το παιδί, έχει περάσει τα τριάντα. Μπορεί να γυρίσει όποτε θέλει. Δεν θα δώσει και λογαριασμό».

«Και δεν σε νοιάζει, αν το σπιτώσει η παστρικιά;» και συνόδεψε την φράση με έναν καταιγισμό μουλωχτών κλωτσιών, για να εκτονώσει τα νεύρα της.

«Τι να τον σπιτώσει, βρε Μέλπω. Δεν είναι μωρό. Ολόκληρος άντρας είναι με την δική του δουλειά, με τα λεφτά του. Θα μπορούσε να είχε δικό του σπίτι και να μην έδινε λογαριασμό σε κανέναν. Για σένα μένει εδώ και το ξέρεις. Για σένα και την μουρμούρα σου. Όσο για παστρικιά, εμένα μια χαρά κορίτσι μου φάνηκε. Μακάρι να στεριώσουνε να δούμε κι εμείς κανένα εγγόνι σαν την Μάρω δίπλα».

Η Μέλπω άφρισε από το κακό της. Κουβέντα δεν έβγαινε από το στόμα της. Δεν το περίμενε πως είχε ένα ακόμη εχθρό μέσα στο ίδιο της το σπίτι, μέσα στο ίδιο της το κρεβάτι. Μια οχιά έθρεφε στον κόρφο της. Μουγκρίζοντας σαν αγριεμένο θεριό, άφησε τα ύπουλα χτυπήματα, κάτω από τις κουβέρτες και άρχισε κανονική επίθεση, χτυπώντας με λύσσα τις γροθιές της πάνω στην πλάτη του δόλιου του Σπύρου. Η ανακωχή είχε τελειώσει. Η Μέλπω αφού εκτόνωσε τον θυμό της, σηκώθηκε. Σαν φάντασμα, κάθισε στην καρέκλα, του χωλ και περίμενε. Οι τελευταίες κουβέντες του άντρα της κουδούνιζαν στα αυτιά της. ‘Σαν την Μάρω δίπλα’.

Με την Μάρω μετακόμισαν σαν νύφες μαζί στα διπλανά σπίτια. Από την πρώτη στιγμή, έγιναν φίλες. Τι κι αν είχαν μια δεκαετία διαφορά. Η Μέλπω, δεν θα παντρευότανε τον Σπύρο, αν δεν είχε πατήσει τα τριάντα προ πολλού. Βέβαια δεν μπορούσε να του αμφισβητήσει πως ήταν και ευκατάστατος και νόστιμος. Η Μάρω, δεν είχε ακουμπήσει ακόμη τα είκοσι. Το πρώτο τους παιδί, μαζί το γέννησαν. Την ίδια μέρα. Στο ίδιο νοσοκομείο. Και έπειτα από την παρέμβαση των συζύγων, τις έβαλαν και στο ίδιο δωμάτιο. Αγόρια και οι δύο. Έπειτα η Μάρω έκανε ακόμη δυο παιδιά, ένα ακόμη αγόρι, και μια στερνοκόρη. Η Μέλπω, δεν την ακολούθησε. Γαντζώθηκε σε εκείνον τον γιο με νύχια και με δόντια.

Ύστερα έφτασαν η ατυχίες για την Μάρω. Σκοτώθηκε ο άντρας της σε εργατικό ατύχημα, αφήνοντάς την με τρία παιδιά, το ένα βυζανιάρικο. Πήρε μια αποζημίωση η Μάρω, μα που να φτάσει για να μεγαλώσει τρία παιδιά. Σκάλες καθάριζε για να τα μεγαλώσει, μέχρι που πήραν τον δρόμο τους τα αγόρια. Δεν σπούδασαν σαν τον γιο της Μέλπως, που ή γιατρός θα γινότανε ή δικηγόρος, κατ΄ εντολή της μάνας. Έγινε δικηγόρος. Εκείνα μάθανε τέχνη δίπλα σε μάστορες και βγάζανε και λεφτά από μικρά.

Πάνε δέκα χρόνια, ίσως και λιγότερα που είδε να μπαίνει στο σπίτι της Μάρως μια κοπέλα.

«Τι έγινε Μάρω μου; Φιλενάδα της κόρης σου;»

«Όχι Μέλπω μου. Αρραβωνιάρα του μεγάλου μου είναι. Δόξα τω Θεώ».

«Τι λες Μάρω; Μικρός είναι ακόμη».

«Ή μικρός, μικρός παντρέψου, έλεγε ο πατέρας μου, ή μικρός καλογερέψου».

«Μα καλά, δεν πρέπει να παντρέψει πρώτα την αδελφή;»

«Όλα θα γίνουν, Μέλπω μου, όπως τα θέλει Εκείνος».

Λίγο καιρό αργότερα, είδε η Μέλπω, άλλη κοπέλα, να μπαίνει στης Μάρως. Την πρόφτασε στην αυλόπορτα.

«Χώρισε ο κανακάρης σου; Μικρός δεν σου είπα πως είναι; Να τα καμώματα».

«Σκ..ά στο στόμα σου Μέλπω. Τι είναι αυτά που λες;» και έφτυσε τον κόρφο της τρεις φορές να διώξει το κακό. «Μια χαρά είναι τα παιδιά μου. Ετούτη είναι του μεσαίου. Δίνουμε λόγο την Κυριακή».

«Και τι; Θα αφήσουνε την αδελφή ανύπαντρη;»

«Έχει ο Μεγαλοδύναμος! Δεν θα αφήσει το πουλάκι μου έτσι. Στο κάτω κάτω, αρραβωνιάσματα κάνουμε».

«Και δεν φοβάσαι, μήπως σου αρπάξουνε τους γιούς και σε παρατήσουνε μονάχη».

«Τι να φοβηθώ; Τα κορίτσια μου πίνουν νερό στο όνομά μου».

«Ναι! Τώρα. Μέχρι να τους δέσουν στο… φουστάνι τους. Μετά…»

«Δεν φοβάμαι, Μέλπω. Αν δώσεις αγάπη, θα πάρεις αγάπη. Αν δώσεις μίσος, αυτό θα εισπράξεις. Με τον δικό σου τις γίνεται; Όλο βλέπω σου φέρνει κορίτσια. Καμιά δεν είναι η εκλεκτή;»

«Άσε με κι εσύ, Μάρω. Εμένα τον γιό μου δεν θα μου τον πάρει καμιά. Έχω τον τρόπο μου και τον κάνω να τις διώχνει. Δεν θα μοιραστώ εγώ την αγάπη του γιου, που κοιλοπόνεσα να γεννήσω».

«Δεν τα λες καλά, Μέλπω μου. Τι σχέση έχει η αγάπη για την μάνα, με την αγάπη για την γυναίκα;»

Φουρκισμένη η Μέλπω, με την φιλενάδα της, έφυγε. Για καιρό δεν της μιλούσε, μέχρι που ήρθε το προσκλητήριο. Πάντρευε η Μάρω και τα τρία της τα παιδιά μαζί. Έγινε ένας γάμος που βούιξε όλη η γειτονιά. Για καιρό είχαν να λένε για εκείνον τον γάμο.

Έμεινε μόνη η Μάρω. Αυτό μαλάκωσε την καρδιά της Μέλπως. Της μίλησε ξανά.

«Μόνη έμεινες, καψερούλα μου. Στα ’λεγα εγώ».

«Λάθος κάνεις Μέλπω μου. Μόνη εγώ. Οι νύφες μου κάθε μέρα έρχονται. Και ο γαμπρός μου, πριν πάει στο σπίτι, από εδώ θα περάσει να δει πως είμαι και αν θέλω κάτι. Και τώρα με τα γεννητούρια, δεν θα προκάμω».

Και γέμισε η αυλή της Μάρως με κουτσούβελα, στα επόμενα χρόνια. Αγόρια και κορίτσια. Και στα αγόρια έδωσαν τα ονόματα των παππούδων τους εκατέρωθεν, όπως ήταν το έθιμο, μα στα κορίτσια όλα ένα όνομα ακουγόταν. Μαρία, Μαίρη, Μαράκι. Τιμή στην μάνα τους.

Βρε μπας κι έχει δίκιο η Μάρω, σκεφτόταν η Μέλπω και δεν άκουσε το κλειδί στην κλειδωνιά. Μήτε τον κανακάρη που έμπαινε αξημέρωτα στο σπίτι, να αλλάξει και να πάει στην δουλειά.

«Τι κάνεις, μάνα, εδώ; Μου έκοψες το αίμα, έτσι όπως κάθεσαι στα σκοτάδια».

Όλες οι σκέψεις και οι αμφιβολίες της σκορπίστηκαν.

«Εσένα περίμενα. Μα τώρα βρήκες τον δρόμο να γυρίσεις;»

«Μάνα, Αλέκο με λένε, όχι Σπύρο. Αυτά τα κουμάντα, στον άντρα σου να τα κάνεις».

«Τι λες αγόρι μου; Είδες; Αυτή σου έβαλε λόγια να σε αποτραβήξει από μένα».

«Άσε την Στέλλα μακριά από τα δικά μας. Δεν σου φταίει σε τίποτα».

«Παιδί μου,» τον πήρε με το καλό. «Τι βρήκες σε αυτήν την… την… ξεϊγκλωτη; – η αλήθεια ήταν πως η Στέλλα ήταν ψηλή και όμορφη. Δεν είχε τι να πει, όπως στις άλλες. Την μια κοντή, την άλλη χοντρή, την άλλη ασήμαντη, πως να ταιριάξουν δίπλα σε δυο μέτρα παλικάρι.

«Άκου μάνα, την Στέλλα την αγαπώ και θα την πάρω, θες δεν θες. Καλύτερα λοιπόν να το αποδεχτείς, αλλιώς θα χάσεις κι εμένα».

Δεν μίλησε άλλο η Μέλπω. Το μυαλό της κατέστρωνε σχέδια.

Την άλλη μέρα, ντύθηκε στολίστηκε και πήγε στην χαρτορίχτρα. Όχι, σε κάποια κοντινή, μην μαθευτεί και στην γειτονιά.

Μπήκε μέσα, φουριόζα.

«Είμαι η Μέλπω, με τ’ όνομα». Συστήθηκε. Την έκοψε η άλλη με το βλέμμα. Κατάλαβε.

Και ναι, είχε η Μέλπω, όνομα στην γειτονιά, μα αν το ήξερε, δεν θα έβγαινε από την πόρτα της έξω. Μέλπω, η Μέγαιρα, την φώναζαν πίσω από την πλάτη της. και κρυφογελούσαν.

«Θέλω να χωρίσω τον γιό μου από εκείνο το… που θέλει να μου τον πάρει». Της έδωσε η άλλη διάφορα, τσέπωσε ένα πάκο χιλιάρικα, της μουρμούρισε μερικά για το αληθινό πεπρωμένο, για να έχει καλυμμένα τα νώτα της και έφυγε η Μέλπω, ικανοποιημένη. Στις σαράντα μέρες που ήταν το όριο για να πιάσουν τα μάγια που έκανε στον γιό κα της, εκείνος άλλαζε τα στέφανα στην εκκλησιά. Τι να κάνει η Μέλπω, πήγε. Δεν μπορούσε να γίνει νούμερο στην γειτονιά πως ο γιος της δεν την κάλεσε στον γάμο του, και ας μην ήταν έτσι. Δεν έσκασε γέλιο από το χειλάκι της. Σε όλες τις φωτογραφίες μουτρωμένη, λες και ήταν σε κηδεία. Μα το μυαλό της ήδη έτρεχε σε νέα σχέδια. Σιγά, σκεφτόταν, τι είναι ένας γάμος; Ακόμη κι έτσι, εγώ θα τον χωρίσω και τότε… πού θα τρέξει; Πίσω στην μαμά.

Μα ούτε αυτά τα σχέδιά της πιάσανε. Δεν πέρασε πολύς καιρός, μόλις που είχε γεννηθεί το πρώτο τους παιδί, κοριτσάκι και τις μηχανορραφίες της, τις αντιλήφθηκε ο γιόκας.

Για πότε η Μέλπω έγινε ‘persona non gratta’ στο σπίτι του, ούτε που το κατάλαβε. Ούτε στα βαφτίσια της εγγονής της δεν την κάλεσαν. Αναστασία το είπαν το παιδί. Το όνομα της συμπεθέρας. Ο Σπύρος, όλο και μαράζωνε. Είχε αδυναμία στην εγγόνα του, μα η Μέλπω δεν τον άφηνε να ξεμυτήσει. Η καρδιά του ράγισε από τον καημό και μια μέρα έσπασε σε χίλια κομμάτια και εκείνος έπεσε στο πάτωμα νεκρός. Ούτε που έμαθε για το δεύτερο παιδί του Αλέκου, που πήρε το όνομά του. Ο Σπυράκος θα τον έλεγε ο παππούς, όμως …

Ντυμένη με τα μαύρα της χήρας, τριγυρνούσε μέσα στους τέσσερεις τοίχους του σπιτιού της. Τον κόσμο, τον έβλεπε, μόνο από το παραθύρι. Από εκεί είδε και την Μάρω που ήρθε να την αποχαιρετήσει.

«Πού πας Μάρω;»

«Τα παιδιά μου, φτιάξανε τα σπίτια τους σε ένα οικόπεδο, θέλουν να πάω να μείνω μαζί τους. Μεγάλωσα πια. Να μην μένω μόνη. Μου έφτιαξαν ένα μικρό σπιτάκι καταμεσής των δικών τους».

«Και θα αφήσεις το σπίτι σου; Τις αναμνήσεις σου;»

«Το σπίτι είναι όπου είναι η καρδιά σου, όχι στα ντουβάρια. Και τις αναμνήσεις τις κουβαλάς μέσα σου. Αυτό να κάνεις κι εσύ Μέλπω μου. Να πας στον γιο σου».

«Δεν με θέλουν. Αν με ήθελαν…»

«Φταις, Μέλπω μου. Να πας. Να πέσεις στα πόδια της νύφης σου και να ζητήσεις συγνώμη. Αν την δεις σαν παιδί σου, θα σε δει σαν μάνα της».

Έμεινε να κοιτάζει την πλάτη της Μάρως που έφευγε. Η δουλειά την είχε τσακίσει, όμως το βήμα της ήταν ανάλαφρο σαν την καρδιά της. Έκλεισε το παραθυρόφυλλο να μην την βλέπει. Μια υγρασία νότισε τα μάτια της. Λες να είναι δάκρυ, σκέφτηκε. Μπα, κάτι θα μπήκε στα μάτια μου.

Τρεις μέρες ή και περισσότερες είχαν περάσει και οι γείτονες έβλεπαν τα παραθυρόφυλλα κλειστά. Τρεις μέρες ή και περισσότερες είχαν να δουν οι γείτονες την κυρά-Μέλπω. Πλησίασαν το σπίτι, να χτυπήσουν και τους πήρε η μπόχα. Ειδοποίησαν τον γιο. Κάτι συνέβαινε με την μάνα.

Ήρθε. Ξεκλείδωσε την πόρτα, με δάκρυα. Η μυρωδιά δεν άφηνε περιθώρια για ελπίδα. Την βρήκαν κρεμασμένη από τον πολυέλαιο. Στο τραπεζάκι δίπλα, η φωτογραφία του γάμου του. Είχε κόψει προσεκτικά, τον γιο, χωρίζοντάς τον από την Στέλλα. Η φωτογραφία της νύφης, γεμάτη τρύπες και ψαλιδιές. Μια φωτιά που είχε σβήσει, είχε καψαλίσει τις άκρες της. Ακόμη και στα τελευταία της, προσπαθούσε να τους χωρίσει.

«Αχ, μάνα». Ψιθύρισε ανάμεσα στα αναφιλητά του, ο Αλέκος. «Ας σε συγχωρήσει ο Θεός αν μπορεί. Κρίμα».

*

©Μάουρα Ρομπέσκου

φωτο: Στράτος Φουντούλης