Πάνος Ιωαννίδης, Ο καιρός των ρόδων ―Εκδόσεις Κέδρος 2021
Αυτή την ώρα τής λείπει ο Κύρος. Και ας τα βλέπει όλα με κριτικό βλέμμα. Και ας μην έχουν τις ίδιες απόψεις για το κίνημα και τους αγώνες. Και ας έχει αφήσει τον εαυτό του να πιαστεί από τη μέγκενη της βιοποριστικής καθημερινότητας. Είναι ο άντρας που αγαπάει και σήμερα θα τον ήθελε εδώ κο- ντά της. Για να νιώσει πιο δυνατή απ’ όσο ήδη είναι, απ’ όσο μπορεί να γίνει.
Όταν ακούει τα πρώτα λόγια από το «Renegades of Funk»* νιώθει ότι η μέθεξή της γίνεται μανία. Αρχίζει και φωνάζει δυνατά τους στίχους χοροπηδώντας, ενώ από την οθόνη της μνήμης της περνάνε διάσημες φιγούρες της αριστερής μυθολογίας μαζί με τα αγαπημένα της πρόσωπα. Ο Λένιν, η μητέρα της που πέθανε όταν η Ιφιγένεια έκλεινε τα εννιά της χρόνια, ο Βάλτερ Μπένγιαμιν που αυτοκτόνησε γιατί φοβήθηκε το κενό, ο πατέρας της που πλέον τον βλέπει σπάνια. Ο Βασίλης Ραφαηλίδης, και η Κατερίνα Γώγου. Και ένα ένα τα πρόσωπα με τα οποία έχτισαν λιθαράκι λιθαράκι τη Ροδάνθη.
Ένα γαϊτανάκι έχει αρχίσει να σχηματίζεται από ανθρώπους που στριφογυρίζουν στον ρυθμό. Κάποιοι φωνάζουν «πάμε να κλείσουμε την Εγνατίαααα» και ο αριθμός των ανθρώπων που σέρνουν τον χορό πολλαπλασιάζεται από τη μια στιγμή στην άλλη. Θέλει να μπει πάλι στον χορό και να πιαστεί από την ουρά του.
Τότε, αυτό που συμβαίνει μπροστά στα μάτια της μοιάζει περισσότερο με κακό όνειρο, παρά με πραγματικό γεγονός. Από το στενό της Βηλαρά εμφανίζονται τρία μικρά ελάφια. Δυο τρεις από τους συγκεντρωμένους τρομάζουν, κάποιοι απορούν, αρκετοί θέλουν να τα αγκαλιάσουν. Κάποιοι άλλοι υποθέτουν ότι πρόκειται για ένα χάπενινγκ των διοργανωτών που θέλουν να δείξουν την τριπλή θυσία της Ελλάδας με τα τρία μνημόνια. Τα ελάφια αρχίζουν και χοροπηδάνε πέρα δώθε φοβισμένα και μπλέκονται με το πλήθος. Ελάχιστοι είναι εκείνοι που απομακρύνονται αδυνατώντας να καταλάβουν τι ακριβώς συμβαίνει.
Παρατηρώντας τα ζώα, καταλαβαίνει από πού τα έχουν πάρει. Τα πλησιάζει παρά τον φόβο που την κατακλύζει. Και όταν βλέπει ότι στις ράχες τους έχουν στερεώσει με τρόπο ευφάνταστο σελίδες από τον βίο του Αγίου Αυγουστίνου, καταλαβαίνει ότι βρήκαν την κρυψώνα τους. Την πιάνει ρίγος που παγώνει τη ραχοκοκαλιά της. «Άρα ξέρουν», λέει σχεδόν φωναχτά. Είναι η μόνη που διαισθάνεται τον κίνδυνο γιατί δεν αφορά κανέναν άλλο, και ο Αχιλλέας δεν θα έχει φτάσει ακόμα. Αναρωτιέται αν το υλικό είναι εκεί που το άφησαν, ώστε μόλις τελειώσει το πάρτι να συγκεντρωθούν έξω από το κτίριο της Σόλιδος και να βγάλουν τα άπλυτά τους στη φόρα.
Μια ορμέμφυτη δύναμη την ωθεί να εξακριβώσει αν το υλικό βρίσκεται στη θέση του. Ξέρει ότι αυτό που πάει να κάνει είναι κόντρα σε κάθε λογική, σε κάθε αίσθηση ασφάλειας και αυτοπροστασίας. Αρχίζει να τρέχει. Όλα θολώνουν γύρω της.
«Αγωνιστήκαμε μια ζωή για το όνειρο», λέει στον εαυτό της. «Δεν θα το αφήσουμε να γίνει έρμαιο στα χέρια τους».
Περνάει τη Βηλαρά συνεχίζοντας στη Βαλαωρίτου, και στρίβει αριστερά στην Τύπου. Προορισμός είναι η Εκκλησία των Καθολικών, όπου ο Αχιλλέας έχει κρύψει τα εκτυπωμένα τεκμήρια κάτω από το παγκάρι. Δίπλα στο παγκάρι, υπήρχαν αντίτυπα μινιατούρες από τον βίο του Αυγουστίνου Ιππώνος.
Κατηφορίζοντας την Τύπου προς τη Φράγκων, της κάνει εντύπωση που ο δρόμος είναι άδειος, παρά το πατιρντί που συμβαίνει λίγο πιο πάνω. Στρέφεται προς τα πίσω και βλέπει δυο άντρες που φοράνε μάσκες βυζαντινών αξιωματούχων να την έχουν πάρει στο κατόπι. Καταλαβαίνει ποιοι είναι και την πιάνει πανικός. Καθώς τρέχει, βλέπει στα δεξιά της τα ρολά της στοάς Αλαμανή να είναι ανοιχτά. Σκέφτεται ότι σώθηκε και χώνεται μέσα για να βγει στη Λέοντος Σοφού.
Η στοά έχει σχήμα ανάποδου Τ, τα δύο άκρα της οριζόντιας γραμμής ενώνουν τους δύο δρόμους και στη μέση οδηγεί σε αδιέξοδο. Στο βάθος της στοάς περιμένει ένας άντρας που φοράει την μπέρτα με το βυζαντινό έμβλημα του αυτοκράτορα και της κλείνει τον δρόμο. Τα ρολά που βγάζουν στη Λέοντος Σοφού είναι κατεβασμένα, σημάδι ότι της την έχουν φέρει. Μόλις τον βλέπει σταματάει απότομα και τρέχει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Οι δυο φουσκωτοί τύποι με τις βυζαντινές μάσκες έχουν προλάβει να μπουν και να φράξουν τον δρόμο προς την οδό Τύπου. Τους βλέπει να κατεβάζουν τα ρολά. Είναι πλέον εγκλωβισμένη. Τότε χώνεται στο μεσαίο τμήμα της στοάς ελπίζοντας να ξεφύγει. Του κάκου. Έχει βρεθεί σε αδιέξοδο.
Ο άντρας με την μπέρτα κινείται απειλητικά καταπάνω της. Μοιάζει με δράκο έτοιμο να καταπιεί ό,τι μπαίνει εμπόδιο στον δρόμο του. Δεν φοράει μάσκα, παρά μια κουκούλα που καλύπτει ολόκληρο σχεδόν το πρόσωπό του. Ένα φλογερό ζευγάρι μαύρα μάτια την κοιτάζουν με μίσος μέσα από τα ανοίγματα της κουκούλας. Της ρίχνει μια δυνατή γροθιά στο μάτι και την πετάει κάτω.
Προσγειώνεται στο μάρμαρο του δαπέδου. Το πρόσωπό της μουδιάζει από έναν φριχτό πόνο. Δεν παραιτείται. Παριστάνει την αναίσθητη και, καθώς ο άντρας σκύβει από πάνω της, ορμάει και του βγάζει την κουκούλα. Αντικρίζει τον σακελλάριο να την κοιτάζει αιφνιδιασμένος, πράγμα που εκμεταλλεύεται για να του καταφέρει μια βαθιά νυχιά στο μάγουλό του που ματώνει.
Τότε μπαίνουν στη σκηνή και οι δυο άλλοι που φοράνε μάσκες βυζαντινών αξιωματούχων.
– Τρεις άντρες με μια γυναίκα, τέλεια, μαλάκες, τους φωνάζει.
Για απάντηση, τη χαστουκίζουν και τη μαγκώνουν χειροπόδαρα. Κλοτσάει όπου βρει και χτυπιέται σαν αγρίμι που πιάστηκε στη φάκα.
Ακούει από μακριά τη μουσική, τα συνθήματα των συγκεντρωμένων. Αναρωτιέται πού να βρίσκονται τα ελαφάκια. Φωνάζει, αλλά η κραυγή της πνίγεται στην έρημη στοά. Ο άντρας με την μπέρτα βγάζει από την τσέπη του ένα πανάκι και το κολλάει στο πρόσωπό της. Η Ιφιγένεια αφήνεται σε μια γλυκιά μέθη που της παραλύει όλες τις αισθήσεις. Το μόνο που θυμάται πριν λιποθυμήσει είναι τον εαυτό της να λέει, «χάνομαι».
*
©Πάνος Ιωαννίδης
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.