Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: 17

Σκίτσο θεατρικό
Με φόντο
Τα Δεκαεπτά της
καλοκαίρια

(Mεγάλο γήπεδο, φανταχτερό γρασίδι, λεπτές γραμμές με άσπρη κιμωλία κάτω από τον ήλιο. Βελανιδιές, λεύκες, ένας παραπόταμος που δεν βγάζει πουθενά. Τα κορίτσια της τάξης του ΄79 γυμνάζονται κάτω από τον ήλιο. Όλος ο κόσμος τους ανήκει και εκείνες σε αντάλλαγμα αυτής της αγάπης, χορεύουν με μπρίο στο ημίχρονο του αγώνα αμερικάνικου ποδοσφαίρου του τοπικού κολλεγίου. Περνούν με την σειρά, κάνουν ένα κόλπο, τινάζονται και στέκουν για μια στιγμή. Είναι σωστά αγάλματα, η τοπική σπεσιαλιτέ που λένε. Η Άντι, η Σόφι, η Κλαιρ, η Κατρίν, η Άντζελα και η Φρίντα, σχεδόν στάχυα πάνω στο φανταχτερό γρασίδι. Η ευτυχία έχει λοιπόν ηλικία και δεν είναι πάνω από δεκαεπτά χρόνων. Η Φρίντα δίνει τον ρυθμό, φωνάζοντας.)

ΦΡΙΝΤΑ: Έλα Κλαιρ, πιο ζωντανά. Φαντάζεσαι πώς θα νιώσουν τα αγόρια σαν σε δουν έτσι άχρωμη; Σκέψου Κλαιρ, πώς θα βγάλουν εκείνον τον αγώνα;

(Η Φρίντα λέει τα παραπάνω λόγια και χάνεται πίσω από το παραβάν του χρόνου. Καλό ταξίδι Φρίντα στις Κυκλάδες, νύχτες ηλικιωμένες με πόρπες στο πέτο. Η Σόφι φωτίζεται τώρα από τον προβολέα. Αν μπορούσαν να σκιτσάρουν τον έρωτα των σωμάτων, τότε η Σόφι θα είχε μια σίγουρη θέση στην διεθνή βιβλιογραφία της αιωνιότητας.)

ΣΟΦΙ: Ένα, δύο και, στροφή, λαιμός και ακόμη πιο γρήγορα. Κοιτάξτε, χάρη σε αυτό το νούμερο η πολιτεία ολόκληρη υποκλίθηκε μπροστά μου. Ένα, δύο, τινάζω το κεφάλι σημαίνει πως σπάει το σχοινί και ο χαρταετός κερδίζει σε μια στιγμή την ελευθερία του.

(Ένα αγόρι, ντυμένο με τα χαρακτηριστικά ρούχα της αμερικάνικης αγροτιάς, συνοδεύει την Σόφι που όταν γυρνά για να χαιρετήσει την πλατεία, έχει κιόλας ξοδέψει όλα της τα χρόνια. Η Κατρίν συγκεντρώνει τώρα τα φώτα. Τα χείλη της είναι σκισμένα και όσο για την ομορφιά της, αυτήν δεν την αφήνει να φανεί ο μολυβένιος ουρανός. Μέσα της, πάνω της, παντού τώρα βρέχει.)

ΚΑΤΡΙΝ : (μιλά και η ανάσα της κόβεται στα δύο) Στο τέλος εγώ θα είμαι αυτή που θα κερδίσω. Τότε θα ξεχάσω μια για πάντα το άσχημο όνειρο. Ούτε φωνές, ούτε κλάματα μες στον ξενώνα, τρεις η ώρα, όταν τίποτε δεν φαίνεται πως πρόκειται να ξημερώσει. Σιγά θα γείρω την πόρτα και τότε, μόνο τότε θα φύγω, θα ταξιδέψω με ένα νυσταγμένο λεωφορείο όσο εκείνος θα κοιτάζει με τον ζωστήρα στο χέρι, χτυπώντας με βουρδουλιές, αυτήν την φορά τον άνεμο, όχι εμένα, όχι εμένα, όχι εμένα. Ένα, δύο, πόζα και πίσω. Δεν πρόκειται να ξεχάσω τίποτε, κανένα βήμα και προπάντων καμία από εκείνες τις νύχτες. Και ας λέω.

(Η Κατρίν σε μια ξαφνική προβολή με χαρακτηριστικά παλιάς μπομπίνας ντυμένη στρας, σταυρωμένη με τα σανίδια της άγριας νύχτας, στάζει μακιγιάζ πάνω στα πεζοδρόμια. Ίσως εδώ θα πρέπει να μπει αυτούσιο το ποίημα που ουρλιάζει, «πρόσεχε τα χρώματα», και γράφτηκε στα υπόγεια της Σούτσου.  Το κορίτσι χάνεται στο βάθος της λεωφόρου. Είναι τόσοι πολλοί οι τρόποι για να πνιγεί κανείς.

Στο μέσον της σκηνής, λίγο μακρύτερα από τις άλλες δυο μαζορέτες, η Άντι κάπως άσχημα βαλμένη μες στην στολή της. Η Κλαιρ, μια ομορφιά για την ζωή και για τον θάνατο, την περιπαίζει.)

ΚΛΑΙΡ: Καλά θα κάνεις να το΄χεις ξεκαθαρισμένο Άντι, είσαι εδώ μονάχα γιατί την αγάπησες με την καρδιά σου την δουλειά της μαζορέτας. Δεν έχεις χάρη όμως και είσαι ένα τίποτε έτσι όπως χορεύεις δίχως νεύρο. Για αυτό Άντι, εσύ δεν χρειάζεται να εκτελέσεις κάποιο νούμερο. Η δική σου δουλειά είναι να αγαπάς όσο μπορείς τους εραστές που φτιάχνεις με το τίποτε στην άλλη άκρη του ακουστικού. (γελά δυνατά)

 Μην πεις πως είναι ψέματα, αλλιώς να σε ακούω να προφέρεις λοιπόν ένα από τα ονόματά τους. Άντι, είσαι μια κλέφτρα και μια κακή χορεύτρια. Δεν έπρεπε ποτέ , Άντι, ποτέ.

(Η Άντι ολομόναχη στην σκηνή, στο βάθος να πέφτουν οι επιταχυνόμενες σκηνές αυτών εδώ των δεκαετιών που πέρασαν πλάι μας με εμάς τους ίδιους τόσο ανυποψίαστους και αθώους. Λύνει τα μαλλιά της και κάθε φορά που περνά το φως από την μορφή της, η Άντι είναι ένα θέλγητρο, ένα έκθεμα φοβερό, ο τελευταίος κίονας στην αγκαλιά του ελαιώνα. Όταν πια όλα έχουν λάβει την κεκτημένη ταχύτητα της μοίρας τους, το φως σταματά πάνω στην Άντι που ξετυλίγει σαν κύκνος τα δυο της χέρια δίνοντας ένα τέλος στις φήμες πως τάχα κάποια άλλη χόρεψε κάποτε καλύτερα. Όλα είναι μύθος εμπρός στην Άντι που έδειξε στις φιλενάδες της πόσο σκληρό μοιάζει το όνειρο στα δεκαεπτά σου χρόνια. Η θλιμμένη δόξα συνιστά μια σκληρή εκδοχή της ζωής. Όμως η λυπημένη ομορφιά της Άντι και η μορφή της που αλλάζει σαν πεταλούδα αφορούν ένα άλλο έργο που ο καθένας το γράφει για τον εαυτό του.

Όλα τα επιχειρήματα του καλοκαιριού στέκουν στο πλευρό της και όλα τα φλας κάτι δικό της αρπάζουν δίχως όμως αποτέλεσμα. Στην σκηνή τώρα άλλα κορίτσια, άλλες Σοφί, άλλες Κλαιρ και μια ολοκαίνουρια Φρίντα. Όμως η Άντι πάντα η ίδια στο τέλος αυτής της διμοιρίας που πασχίζει να ανεβάσει το ηθικό της ομάδας και του κόσμου, γυρεύοντας μια θέση και μια απάντηση στις άγριες προφητείες των δεκαεπτά χρόνων.)

*

©Απόστολος Θηβαίος

φωτο: Στράτος Φουντούλης

Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→