Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Μια αστεία Ιστορία

Έργο θεατρικό για σύννεφα,
γίγαντες και Καταιγίδες.
Και για μια καινούρια
Γερμανία

ερολίνο, 1939. Εσωτερικό σπιτιού. Στο σαλόνι του σπιτιού, ντυμένη με άσπρο φόρεμα η νεκρή. Και γύρω της σε κύκλους οι μοιρολογίστρες, οι συγγενείς, οι φίλοι. Ένας νέος καπνίζει έξω από την πόρτα. Το πλήθος που έρχεται και φεύγει και πληθαίνει και λυπάται τον κοιτάζει με έναν τρόπο διακριτικό, μα τον καταδικάζει την ίδια ώρα. Ο νεαρός διστάζει, πετά την γόπα του τσιγάρου του και μπαίνει. Εκεί μέσα θα ΄ναι πιο ασφαλής συλλογίζεται και αυτός ο επιπλέον λόγος αρκεί κομμάτι περισσότερο σε τούτη την καινούρια Γερμανία που μας έλαχε. Με όσους διασταυρώνεται του γνέφουν, τον κοιτάζουν με περιέργεια σαν να μυρίζουν το εβραϊκό του αίμα. Όμως, όχι εκείνη, όχι εκείνη που στέκει σαν παιδί ρουφώντας τις σκηνές ενός ανείπωτου παραμυθιού. Ποτέ δεν θα μάθουμε, ποτέ τι τάχα περνά από τον νου της.

Οι μοιρολογίστρες ανάμεσα στο τραγούδι τους το λυγμικό κάτι άλλο ψιθυρίζουν. Άλλωστε η δουλειά τους είναι περισσότερο το κουτσομπολιό και λιγότερο αυτά τα λυπημένα τραγούδια που αφιερώνουν απόψε στο προσκεφάλι της νεκρής. Τριγύρω όρθιοι μαυροφορεμένοι άντρες. Ένας από όλους δίνει τις διαταγές όταν δεν σφίγγει τα χέρια των επισκεπτών του. Το σπίτι είναι πλούσιο με ακριβά έπιπλα και άνθη τριγύρω στις γωνιές και τα ερμάρια.]

ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΣΤΡΑ Α’ : (θυμωμένα) Της άξιζε! Ήταν μια βρώμα! Μια βρώμα!

ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΣΤΡΑ Β’ : (της αρπάζει το χέρι, την κοιτάζει έντονα) Θέλεις να μας στερήσουν ολάκερο το ποσό της αμοιβής μας; Πες μου, αυτό θέλεις έτσι δεν είναι;

ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΣΤΡΑ Γ’ : Πάντως δεν λαθεύει και η αλήθεια είναι πως κάτω από τ΄άσπρο της φουστάνι το σώμα εκείνο ανήκουν σε πολλούς.

ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΣΤΡΑ Δ΄: Τι λόγια! Πάψτε πια!

ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΣΤΡΑ Α’ : Για την ακρίβεια, δεν είχε αφήσει ούτε ένα εργάτη. Και μάλιστα…

ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΣΤΡΑ Γ’ : Τι λοιπόν;

ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΣΤΡΑ Α΄: Και μάλιστα ο τελευταίος της εραστής υπήρξε – θε μου πώς ξεστομίζει κανείς μια τέτοια κουβέντα!- ήταν Εβραίος!

(και οι τέσσερεις τους βάζουν τα χέρια εμπρός από τα στόματα, σαν να πρόκειται για ένα χασμουρητό και τίποτε περισσότερο)

ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΣΤΡΑ Γ΄ : (με αηδία) Το΄ξερα πως ήταν μια βρώμα, μια του δρόμου, πως δεν άξιζε μια τέτοια καλή τύχη μα ισόβια δοκιμασία!

ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΣΤΡΑ Α’ : Αυτό να λέγεται! Άκου η Ντόρια να γίνει πρώτη κυρία! Αυτή, που δεν έμαθε ποτέ της να περπατά αριστοκρατικά, που έκανε εραστές της τους πιο τυχαίους ανθρώπους, άκου η Ντόρια να γίνει η πρώτη κυρία με ένα σωρό δουλικά τριγύρω. Όχι, όχι, τίποτε δεν της άξιζε από όλα αυτά! Και άλλωστε, μήτε έτσι μπορεί να τα καταφέρει.

ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΣΤΡΑ Δ΄: Πάψτε και πιάστε το τραγούδι! Κοιτάξτε τους που μας βλέπουν. Αν βάλουν με το μυαλό τους πως λέμε τέτοια πράγματα, δεν θα μας φερθούν με ευγένεια, όχι δεν θα μας φερθούν καθόλου με ευγένεια!

(Οι μοιρολογίστρες πιάνουν απρόθυμα το τραγούδια. Κάποιος ισιώνει την κορδέλα στα μαλλιά της νεκρής, κάποιος ξεροβήχει, μερικοί προσεύχονται, άλλοι έχουν κιόλας μεθύσει και γυρνούν ανάμεσα στο πλήθος με το τρεμάμενο ποτήρι τους. Έξω ακούγονται δυνατά τα σφυριά της καινούριας Γερμανίας που χτίζεται.

Ο νεαρός μπαίνει στο σαλόνι. Την κοιτάζει που αρμενίζει πια σε άλλα πελάγη, ένα κοιμισμένο περιστέρι, μια άξια και εύψυχη γυναίκα δίχως φωνή πια. Οι όρθιοι άνδρες τον πλησιάζουν, αφήνουν τα ποτά τους και όλη τους την σημασία την έχει τώρα ο νεαρός )

ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΣΤΡΑ Α’ : Δείτε τον τι όμορφος αλήθεια!

ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΣΤΡΑ Β΄: Μια συγχώνευση της αθωότητας, γέννημα κόσμου αλλοτινού. Το τραγούδι μας, όμως, το τραγούδι μας, εμείς αλλιώς θα χάσουμε αρκετά!

(Ο άνδρας εκείνος που δίνει τις διαταγές, πρώτος ανάμεσα στους όρθιους  πλησιάζει τον νεαρό. Τα μάτια του τελευταίου μοιάζουν βουρκωμένα, σε μόνιμη νύχτα βυθισμένα.)

ΑΝΔΡΑΣ: (πλησιάζει με ευγένεια τον νεαρό) Γνωρίζατε στα αλήθεια την Ντόρια; Είστε φίλος;

( ο νεαρός διστάζει, οι άλλοι αγγίζουν τα όπλα τους, από στιγμή σε στιγμή θα γίνει μακελειό.)

ΑΝΔΡΑΣ: Μην μου πείτε! Αφήστε να μαντέψω! Είστε ο τελευταίος εραστής της, σαν να λέμε το τελευταίο μοντελάκι της! Μας κάνετε μεγάλη τιμή που βρίσκεστε εδώ κοντά μας. Η Ντόρια θα ΄ταν τόσο ευτυχισμένη, ίσως να μην έπαιρνε την απόφαση του θανάτου της έτσι  αψήφιστα, αν ένιωθε την πραγματική σας αγάπη.

(Σφίγγει το χέρι του νεαρού και το χαμόγελο παγώνει πάνω στο πρόσωπό του.)

ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΣΤΡΑ Γ’ : (χαμογελά κάπως, το βλέμμα της ανήκει σε αρπαχτικό) Μου μυρίζει δουλειά, δουλειά, δουλειά! (η φωνή δυναμώνει)

ΑΝΔΡΑΣ: (σκύβει και λέει κάτι στον νεαρό.) Να μην λυπάστε κύριε. Εγώ σύντομα θα ξαναπαντρευτώ, μην κλαίτε δεν θα μείνω ποτέ μόνος. Να σας κεράσω ένα ποτέ έξω στο περιβόλι; Μην μου το αρνηθείτε. Θέλω να πω σε λίγο καιρό θαρρώ πως θα μπορείτε και πάλι να πάρετε ότι θέλετε από την αυριανή γυναίκα μου, ναι αυτό εννοώ.

[Ο νεαρός φεύγει βιαστικός. Κανείς δεν τον ακολούθησε και όμως μες στην ξενιτιά τούτης της νύχτας οι δήμιοι του τον πρόλαβαν. Τον βρήκαν το πρωί με δυο σφαίρες καρφωμένες , εκείνον τον νεαρό Εβραίο, έναν παθητικό της ζωής τραγουδιστή. Εκεί ακριβώς έφτιαξαν ένα μνημείο για τον άγνωστο νεαρό εραστή της Ντόρια, τόσο σπουδαίος υπήρξε. Μα τώρα πεθαίνει, πεθαίνει, πεθαίνει και είναι όλα καμωμένα από φθινοπωρινό καιρό. Άλλη σκηνογραφία δεν υπάρχει, μήτε έργο και πλοκή. Ακόμη και αν υπήρξε κάποτε, κανείς και ποτέ δεν θα την δει, επειδή ο νεαρός Εβραίος αποκοιμήθηκε για πάντα κάτω από τους αιώνες της πλεκτής ομοιοκαταληξίας που δεν βγάζει πουθενά.]

*

©Απόστολος Θηβαίος

φωτο: Στράτος Φουντούλης

Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→