Γκρι, ρίγες λευκές, θερμοκρασία στο κόκκινο, ρόδες, λαμαρίνα, καυσαέριο, μυρωδιά από λάστιχο. Πεζοί, ζεύγη ποδιών, παπούτσια μαύρα, πράσινα, άσπρα, τακούνια, σόλες καινούριες, τρύπιες, στραβοπατημένες. Βήμα γρήγορο, κουρασμένο, συρτό. Φρένο, παρά τρίχα τρακάρισμα, πού πας ρε βλίτο! Πόλη, άσφαλτος, πινακίδες: ΚΑΝΕΝΑ ΣΦΑΛΜΑ ΔΕΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΤΑΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΗ… Απομάκρυνση, αποξένωση, απομόνωση, απόσυρση.
Αποσβολωμένη, απαρατήρητη. Μια γυναίκα με μαύρα με σπρώχνει κατά λάθος. Παραμερίζω. Κοιτάζομαι. Κι όμως δεν είμαι αόρατη. Έχω σώμα, δέρμα, βάρος. Έχω μάτια, ακριβώς όπως κι εκείνη. Ωστόσο δεν με βλέπει. Τρυπώνει σ’ ένα γραφείο με τζαμαρία, σαν κατσαρίδα τρομαγμένη. Δεν προσέχει κανείς εκεί μέσα, αν είναι άνθρωπος ή κολεόπτερο. Κάθεται, αρχίζει να πληκτρολογεί. Τα έγγραφα συμπληρώνονται στα τυφλά. Το γραφείο έχει θέα τις απέναντι απλώστρες. Ουρανός ούτε σταγόνα. Στο τέλος της μέρας, (άδεια ή αόρατη;) επιστρέφει, ίσως, στην γεμάτη ασιδέρωτα φωλιά της.
Άλλη μια μέρα στην πόλη. Όλοι εδώ μοιάζουμε έντομα. Έντομα ποικιλόχρωμα, απαράλλαχτης ανατομίας. Ζωύφια που ορμούν μεσημέρι στις λεωφόρους μέσα σε καυσαέρια και συνεχή ωράρια.
Μαύρα ρούχα σαν φτερά. Κανένας δεν ρωτά αν είναι χαρούμενη ή… Κάτω απ’ το γραφείο, στον αστράγαλό της , ένα μικρό τατουάζ αποκαλύπτεται από το άνοιγμα της μακριάς φούστας. Τέσσερα τυπωμένα γράμματα. (Όνομα; Σύντομη ιστορία; Ανάμνηση;) Τέσσερα μαύρα γράμματα, πιο σπουδαία από τα υπόλοιπα είκοσι. Σκούρα φτερά καλύπτουν το μυστήριο. Η σιδερώστρα μετά τον υπολογιστή καταπίνει και την τελευταία προσπάθεια αφήγησης.
Τα βλέμματά μας διασταυρώνονται στιγμιαία. Τώρα υπάρχουμε κι οι δύο . Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του εντόμου εξαφανίζονται. Επιστρέφει στην οθόνη. Προχωρώ, φεύγω.
Γκρι, ρίγες λευκές, βήμα συντονισμένο με τα συνθήματα, περιπολικά, δρόμος κλειστός, άδεια μπουκάλια, λέξεις σε πανό, πολύχρωμο πλήθος, ρούχα παράξενα. Σίγουρα δεν περνούν απαρατήρητοι. Σίγουρα δεν περνώ κι εγώ ανάμεσά τους. Χορεύουν, φιλιούνται, τραγουδούν, καλύπτοντας με φωνές τις κραυγές ενός κόσμου σκισμένου στα δυο. Ένα κορίτσι με τραβά στο μέρος του, χορεύουμε. Με χαϊδεύει στον λαιμό. Έχει μαλλιά κοντά, μωβ, στήθος μικρό, ιδρωμένο.
Κύμα ουράνιου τόξου ορμά με ελπίδα να ξεπλύνει τη σκόνη, το καυσαέριο, το σταχτί. Όμως , κάτω από τα πόδια μας η άσφαλτος, παρούσα, με τις άσπρες ρίγες, υπογραμμίζει λέξεις όπως για παράδειγμα το φύλο, οι κοινωνικές κατασκευές, οι συζητήσεις, τα μίντια.
Σε λίγο τα μάτια θα συνηθίσουν τα χρώματα της ίριδας , οι κραυγές θα σκεπάσουν πάλι τα συνθήματα και το γκρι θα ψάξει για νέα, θορυβώδη θύματα. Η πόλη ρουφά επιδέξια τα πάντα. Έντομα, ψυχές, πεταλούδες.
Γκρι του δειλινού. Εδώ είναι γκρι τα δειλινά. Οι αποχρώσεις ξεθωριάζουν στη νύχτα. Τώρα ζωντανεύουν σώματα σκυθρωπά. Κάνουν τα πάντα μ’ ένα δεκάρικο. Γκρι του δειλινού. Ο δρόμος ένα με τον ουρανό. Μια γυναίκα με κόκκινα νύχια ξεμαλλιάζει μια ξανθιά. Κυλιούνται. Κάτι άλλες βάζουν στοιχήματα. Η ξανθιά φεύγει ματωμένη. Βρίζει. Σκοντάφτει σ’ ένα μπουκάλι που ‘χε μείνει απ’ τη μεσημεριανή διαδήλωση. Η γόβα σπάει. Βρίζει με μανία. Φεύγει κουτσαίνοντας.
Πιο κάτω πρόσφυγες. Πιτσιρικάδες, μη φανταστείς… Η ταρίφα εδώ πέφτει στο μισό, ίσα να βγαίνει το ψωμί. Στ’ αφτιά μου ακόμα το ζωηρό πλήθος τραγουδά. Ένα αγόρι με κοιτά. Στ’ αφτιά του ουρλιαχτά από θάνατο, ανακατεμένα με τα ηδονικά αγκομαχητά ενός γέρου και με τον ήχο των κερμάτων. Κατεβάζω τα μάτια. Εδώ ραγίζει κι η πέτρα του Σίσυφου.
Αυτή η πόλη κατρακυλά κάθε μέρα από τις πλάτες μας στο χάος.
Κίτρινος ορίζοντας, αυτοκίνητα στρατιώτες. Φρένο σε όλα, ρόδα η μέρα, σπαρμένος με καρφιά ο δρόμος . Εκτροπή. Παρεκτροπή. Φασαρία κι ύστερα ησυχία. Και πάλι κίτρινο. Και πάλι αυτοκίνητα. Νεκρό, πρώτη, δευτέρα, νεκρό. Εν-δυο, σημειωτών.
Νεκρό.
Κάθομαι για λίγο στο παγκάκι. Από μπροστά μου περνά ένα κορίτσι με ποδήλατο και πράσινα νύχια. Σταματά στο φανάρι. Πρασινίζει κι εκείνο. Ξεφυλλίζω ένα παιδικό βιβλίο. Μέσα στις σελίδες του η χαρά έχει το χρώμα της χλόης. Το πράσινο όμως στην πραγματικότητα είναι απλώς φωτεινό ανθρωπάκι ή το πολύ-πολύ ημιμόνιμη βαφή νυχιών;
( Τελικά ευτυχία μήπως είναι αυτό που συνηθίζουν τα μάτια; Αν, ναι, τότε ίσως οι βαφές και τα φανάρια να είναι μια κάποια ευτυχία… )
Περασμένες δύο κι ο ουρανός της πόλης μοιάζει να φλέγεται. Το φεγγάρι κατακόκκινο φαίνεται χαρούμενο. Όμως αυτή την εποχή – μη γελιόμαστε- δεν είναι αθώα τα φεγγάρια. Δεν στολίζονται ασήμι, αίμα φορούν κι οι άνθρωποι, στα κόκκινα κόβουν βόλτες πάνω – κάτω πάντα με σκοπό.
Ποτέ πια λευκό, μόνο κόκκινο. Έπιασε ζέστη. Οι προγνώσεις λένε πως θα κρατήσει ολόκληρη ζωή. Συλλογίζομαι τα παιδιά ν’ ανασαίνουν καμμένη βενζίνη. Όχι γιασεμί. Η αλλοτινή μυρωδιά περνά, καθρεφτίζεται στις σκονισμένες τζαμαρίες, χάνεται.
Σ’ ένα καφενείο τρεις μετανάστες βλέπουνε μπάλα. Ο καφετζής βαριεστημένος, θα είχε κλείσει προ πολλού, μα ξέρει πως όταν εκείνοι θα βγούνε στον δρόμο, ο λίβας θα φυσήξει, η ζωή, άστοχη βολή, θα εκτιναχθεί έξω απ’ τον χώρο του αγώνα.
Όλα κινούνται κάτω απ’ την κάψα της νύχτας κι απ’ τον φόβο της σιωπής. Μπορεί ο νυσταγμένος καφετζής να σε κάνει να ξεχνάς πού και πού τις προγνώσεις, όμως, εσύ, εγώ περιπλανιόμαστε αμίλητοι σε δρόμους χαρακωμένους από την ξεραΐλα και τα ματαιωμένα θαύματα.
Αν διασταλεί το τσιμέντο, τρίξει δυνατά και μας ξυπνήσει από τις σκέψεις, θα επιστρέψουμε σ’ ένα ακόμα ανυπόφορο καλοκαίρι. Θ’ ανυπομονούμε για τον χειμώνα με τις χλωμές, αδύναμες βροχές και τον αδιάφορο, ραγισμένο δρόμο, που οδηγεί το νερό στα φρεάτια.
Αν πάλι τρίξει ο νους μες τη φωτιά , δεν θα ξεχάσουμε να εισπνεύσουμε την κάπνα. Κάπου στις αναθυμιάσεις θα βρούμε απόσταγμα αλήθειας ή θα εκπαιδευτούμε να σχηματίζουμε με το στόμα σήματα καπνού.
Ζέστη της τιμωρίας. Γιατί, τι άλλο είναι το να μην έχεις πού να πας; Το δωμάτιο πνιγηρό, να βρωμάει άσφαλτο φλεγόμενη. Πού να πας; Θα φταίει σίγουρα κάποιο φαινόμενο, όπως αυτό που λένε του θερμοκηπίου, άλλος ένας πόλεμος που σου χτυπάει την πόρτα … Πού να πας με τόσες εκρήξεις ; Πονάνε τα μάτια, τρέμεις, ζαλίζεσαι. Ίδια κατσαρίδα, από τις χιλιάδες της πόλης βγαίνεις μόνο όταν πέσει το σκοτάδι , περπατάς σε λαγούμια, μέχρι να λιώσουν οι σόλες, η αντοχή, μέχρι το βλέμμα σου να συνηθίσει στις λάμψεις. Στο δρόμο σου πόλεις κατρακυλούν, συντρίμμια εκτινάσσονται, κι ύστερα πάλι από την αρχή. Περπατάς και το νερό μοιάζει με την χαρά: γουλιές μικρές, ίσα να μην πεθάνεις από δίψα. Όσα βλέπεις γίνονται δίψα, όσα αντιλαμβάνεσαι, κόλαση. Πού ν’ ακουμπήσεις τόσες εικόνες, τόσους διαμελισμούς, όταν κάθε στιγμή η πέτρα γλιστρά κάτω απ’ τα πόδια. Πώς να χωρέσει τόσο μηδέν στις πλάτες του εντόμου;
Ξημερώνει σε λίγο. Η ζέστη ψηλώνει. Τα σκουπιδιάρικα βγήκανε να μαζέψουν. Άστεγοι τρέχουν να προλάβουν μην πάνε χαμένα στη χωματερή τα φρεσκοπεταγμένα τρόφιμα. Όσο τους κοιτώ, ο δρόμος ψηλώνει, σκαρφαλώνω. Το σπίτι δεν φαίνεται δεν… Η ζέστη ο δρόμος…
Πού να πας;
*
©Καίτη Παπαδάκη
φωτο: Στράτος Φουντούλης
✾
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.