Ελευθερία Θάνογλου, Ο θάνατος των πτηνών ―από την Κατερίνα Παπαδημητρίου

Ελευθερία Θάνογλου, Ο θάνατος των πτηνών,  ΑΩ εκδόσεις, Αθήνα 2021

Σχεδόν δύο χρόνια μετά την τελευταία ποιητική της συλλογή από τις εκδόσεις Πικραμένος (2019), η Ελευθερία Θάνογλου επανέρχεται με τη νέα της ποιητική συλλογή, σε μια εξαιρετικά επιμελημένη έκδοση από τις εκδόσεις ΑΩ, με τον ιδιαίτερο τίτλο «Ο θάνατος των πτηνών». Το βιβλίο χωρισμένο σε τρείς ενότητες, με λόγο υπαινικτικό, κατά την τόσο γοητευτική συνήθεια της Θάνογλου, συνδιαλέγεται με το ποιητικό υποκείμενο σε 21, κατά το πλείστον, ολιγόστιχα ποιήματα. Η ύπαρξη είναι το θέμα που την απασχολεί, καθώς μέσα από την πυκνότητα των στίχων της ποιήτριας απορρέει η εσωτερικότητα που την διακρίνει. Τόνος, συχνά εξομολογητικός, οδηγεί τη ποίησή της σε πτήσεις άλλοτε χαμηλές, αποδεχόμενη το πεπερασμένο του βίου κι άλλοτε υψώνεται σε σφαίρες δημιουργικές, μνημονεύοντας τον ποιητή, την μοναξιά της δημιουργίας, […] «Το βράδυ εκείνο/το λακωνίζειν των στίχων/επιμήκυνε/κι άλλο το σχοινί./για πρώτη φορά/σε αιώρηση δύο μέτρων,/κάτω απ’ το σπασμένο φως της λάμπας/με μιαμουντζουρωμένη κόλλα χαρτί/πέτυχε τοπλήρες νόημα.», τον έρωτα, για να οδηγηθεί στη μοναξιά, τη ματαίωση, τον μαρασμό και τον θάνατο των πραγμάτων.

Ο πεσσιμισμός και η ρεαλιστική απεικόνιση της πραγματικότητας, η συχνά επώδυνη πορεία προς την ωριμότητα αποτελούν κύρια χαρακτηριστικά της ποιητικής της, […] «Ο κρεμασμένος/ονειρεύεται/τη/γη./το δέντρο/τον ουρανό./Όταν νυχτώνει/κρυώνουν και οι δύο το ίδιο.» Ο κύκλος της ζωής αποτυπώνεται στους στίχους της, και στα τρία πρόσωπα, καθώς η ποιήτρια μεταμορφώνει ρεαλιστικές εικόνες, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά τη στενή σύνδεσή της με το διακείμενο και την ικανότητά της να εξυψώνει τον λόγο της υπερρεαλιστικά.

Από τους στίχους της Θάνογλου δεν λείπει ποτέ η διαλεκτική με τον εσωτερικό κόσμο, καθώς το ονειρικό οδηγεί τον αναγνώστη στην αποδόμηση. […] «Απέναντι απ’ το κρεβάτι/ζωντανή κορνίζα η ποίηση/τούτη τη στιγμή χωρά/ένα καγκελωτό παράθυρο/ξεραμένα λεμονοκυπάρισσα ενός πένθιμου κήπου/ύστερα τη δύση/το φεγγάρι/έπειτα/ολόκληρη αποδόμηση.»,(σελ. 34). Ο έρωτας, η ποίηση και ο θάνατος εναλλάσσονται στην ποιητική της Θάνογλου για να προσδώσουν την ιδιαιτερότητα της θεματικής της, καθώς το υποκείμενο της ποιητικής της, είναι η βάσανος του ίδιου του ποιητή. Ο συνεχής πόνος και η εσωτερική αγωνία του δημιουργού αποτυπώνεται, καθώς αποδέχεται την άμεση συνάφεια της γένεσης της ποίησης με το φθαρτόν και το ευάλωτον του βίου. Και τούτο είναι που διακρίνει τους στίχους της ποιήτριας.

Η μελαγχολία της ποιητικής της Θάνογλου αποτυπώνεται καθώς νυχτώνει συχνά στο περιεχόμενο των στίχων της, αποδεικνύοντας τη βαθιά σύνδεση του ποιητικού υποκειμένου με το υποσυνείδητο και της βαθύτερες αιτιάσεις οι οποίες ξεπηδούν ως μνήμες στιχουργικές. Η φθορά και ο θάνατος, οι πτήσεις της ψυχής, η διαρκής πάλη με τη ματαίωση και τον θάνατο ως φυσική εξέλιξη των πραγμάτων, αλλά και το ανικανοποίητο της ύπαρξης, υποδηλώνονται εξομολογητικά και σχεδόν αυτοαναφορικά. […] «Χρόνια τώρα/η μάνα του πατέρα μου/θηρεύει τα σκοτάδια/κι εγώ παιχνίδι ενήλικο δημιουργώ/δένοντας τους νεκρούς με την κλωστή της μνήμης.», (σελ. 32).

Η πολυσήμαντη αναφορά της στα πτηνά ως ευφυής συμβολισμός αναδύεται, […] «Πίσω από τη μακριά/σειράτων τάφων/ένα σμήνος πουλιών/αφαιρούσε/με αυτοσχέδιους κελαηδισμούς/τη λεπτή του θανάτου κρούστα/από τα μάτια μας.», για να καταδείξει την σύνδεση με τη στιγμή της δημιουργίας, διαπλέκεται έντεχνα με την καταβύθιση του ποιητικού υποκειμένου στα βαθύτερα της ύπαρξης και στις μνήμες, όπου η νύχτα αποτελεί ακόμα ένα σύμβολο του εσωτερικού κόσμου, […] «Τέτοια πράγματα μικρά/καμιά φορά οραματίζεσαι/που προκαλούν φόβο σε πολλούς/κι έτσι ηρεμείς/σαν ζώο/που κρύβει τη σκοτεινή του ύπαρξη/στην ήσυχη νύχτα.», (σελ.30). Ωστόσο, εκείνοι «οι αυτοσχέδιοι κελαηδισμοί», πόσο λεπτά κι ευαίσθητα μα και πόσο υπαινικτικά συνδιαλλέγονται με «τη λεπτή του θανάτου κρούστα», με την ασυνείδητα απατηλή ελπίδα πως η ζωή μπορεί και να μην είναι εφήμερη.

Μα τα πτηνά δεν είναι τα μόνα σύμβολα που συναντά κανείς στην ποίηση της Θάνογλου. Ο χρυσομπάμπουρας που, «χώθηκε κατω απ’ το φουστάνι…», […] «κουρνιάζοντας στο μαλακό το δέρμα.», (σελ. 31), είναι μια ακόμα μνεία στις μνήμες αλλά και ένα σύμβολο του κύκλου της ζωής. Το «Άλλο» γεννά και οι μνήμη αποτελεί μια συνειδητοποίηση της φθαρτότητας. Πόσο πλησιάζει υπαρξιακά η ποιητική ατμόσφαιρα της Θάνογλου στο διακείμενο, καθώς ανιχνεύεται μνεία στην ποίηση του Κ. Καρυωτάκη, ίσως και της Μ. Πολυδούρη. Οι στίχοι από τη «ΔΙΚΑΙΩΣΗ» του Καρυωτάκη: «…Τα χάχανα του κόσμου, και του ανέμου/το σφύριγμα, θα του κρατούν τον ίσο./Θα ξαπλωθώ, τα μάτια μου θα κλείσω,/και ο ίδιος θα γελώ καθώς ποτέ μου.», θαρρείς πως συνδιαλλέγονται διακειμενικά με εκείνους της Θάνογλου: […] «Μετά τον θάνατό σου θα βγουν κάποιοι/να πουν ποσο καλά σε ήξεραν/κι ας μην σε άγγιξαν ποτέ./….Και πιο ’κει/πίσω από τα κυπαρίσσια/θα γελάνε ειρωνικά οι αμαρτίες σου/γιατί αυτές σε ήξεραν καλύτερα,/…», (σελ. 22).

Ο έρωτας, εν δυνάμει, θα μπορούσε να διεκδικεί το μερίδιο του στον θάνατο στην ποίηση της Θάνογλου, καθώς το ποιητικό υποκείμενο, σε α΄ πληθυντικό πρόσωπο, συνοψίζει την απώλεια υπαινικτικά, όταν λέει: […] «Ο πρώτος μας θάνατος επέρχεται/με την απουσία/του πρώτου αγαπημένου μας προσώπου./Ζωντανοί ακόμα θρηνούμε/τον πρώτο μας θάνατο.», (σελ. 27),  μα οι σκιές οδηγούν αναπόφευκτα στην ωριμότητα που επέρχεται και ας τις απεύχεται ως μέρος της διαδικασίας «Θεέ μου,/χωρίς σκιές/πώς βρίσκει κανείς τον δρόμο του;»

Μάτια στραβά

Κάποτε φτάνει κανείς ν’αγαπά
ακόμη και εκτυφλωτικούς ίσκιους.
Γίνεται συγκαταβατικός σε κάθε πράξη
που γεννά το άσχημο, απεριόριστος
παμφάγος γίνεται.

Γίνεται άνθρωπος
με στραβά μάτια
σε ευθύ δρόμο.

Ωστόσο, το φως, η ελπίδα καραδοκεί, αχνοφαίνεται πίσω από τις γρίλιες. Η ψυχή σαν πολύχρωμη πεταλούδα αρέσκεται στην ψευδαίσθηση, που ενίοτε της επιτρέπει να τρυπώνει ανάμεσα στις γρίλιες, να φωτίσει τη νύχτα και η ζωή έστω και συμβιβαζόμενη νικά την απώλεια, τη νύχτα και τον θάνατο. κι ο έρωτας, «Αντίδοτο», ενσυνείδητα, αναπόφευκτα πια, μας ξεγελά. Άλλωστε αφού…

Το αντίδοτο

Αφού η ανάσταση προϋποθέτει τον θάνατο
κι ο έρωτας τον άλλον
γιατί λοιπόν τόσος οδυρμός;

Βρέθηκε ποτέ αντίδοτο χωρίς αρρώστια;

*

©Κατερίνα Παπαδημητρίου