
(ακροθιγώς μια συνομιλία )
Το τέλος γράφτηκε στην ακτή, δίπλα στο σβήσιμο των κυμάτων. Εκεί βρήκα ίχνη της εξαφανισμένης, το ποδήλατο παρατημένο, πιο `κει τα πέδιλα και το λευκό της σάλι, όπως κάποιοι πολίτες των πέριξ μού υπέδειξαν. Τά `φερα όλα στο μυαλό μου τέλος κι αρχή ξανά.
-Και μην μπερδεύεις τη ζωή με τη Λογοτεχνία! Μου πέταξε τη φράση μου σαν το δανεικό ρούχο που το επιστρέφεις στο συγκάτοικο λίγο πριν φύγεις απ’ το κοινό σας σπίτι. Πάρε κι αυτό πίσω σαν να μού ’λεγε. Στάθηκε ένα λεπτό κρατώντας την πόρτα, σαν να `θελε κάτι ακόμα να προσθέσει μα δεν είπε τίποτα. Χαμογέλασε – ειρωνικά ή πικρά, δεν κατάλαβα- την έγειρε και πάει…
– Του επέστρεψα τη δήθεν συμβουλή του, τη φράση που μου έλεγε κάθε τόσο, ο «ρεαλιστής», γιατί δεν κατανοούσε τις αντιδράσεις μου, τις φράσεις, τη διαφορετική γλώσσα προσέγγισης. Το δήλωσε εξαρχής σαν διακήρυξη: «είμαι ρεαλιστής και κυνικός». Μα πώς είναι δυνατόν με τόσα βιβλία γύρω, στα ράφια, στους πάγκους ανάμεσα σε βίδες και σε κατσαβίδια, στο πατάρι πάνω.
Με τόσα βιβλία πετάς, δε χτίζεις τοίχους, περιφράξεις σαν νά `ναι πέτρες οικοδομής (ή μήπως είναι;). Και πόσο ρεαλιστής; «Διορθωτής ποδηλάτων» έλεγε η επιγραφή, αντί «συνεργείο ποδηλάτων και καφενείο».
-Έσερνε δίπλα της ένα σκουριασμένο ποδήλατο, παρατημένο από χρόνους , ένα σαράβαλο σα να το μάζεψε απ’ τα σκουπίδια. Μάτια πυρετικά. Εξέτασε το χώρο γύρω της, ύστερα εμένα και μέτρησε ένα γύρω τα πράματα σα να κατέγραφε. Άφησε το ποδήλατο, παράγγειλε καφέ και βγήκε όξω. Σα να μην πίστευε τι `ναι αυτό που έβλεπε. Τη συνόδεψα στον καφέ κι έτσι άρχισαν οι συνομιλίες.
-Έψαχνα ένα συνεργείο στη γύρω περιοχή να ξεσκουριάσω το ποδήλατό μου, παρατημένο τόσα χρόνια στο υπόγειο. Ρόδες, πετάλια, τιμόνι μες στη σκουριά και σπασμένο φανάρι. Με σταμάτησε η επιγραφή: «Διορθωτής ποδηλάτων» ασυνήθιστη, καθώς η εξωτερική όψη ενός μικρού καφέ συνάντησης με τρία τραπεζάκια μόλις, σαν ντεζαβού, μου χαμογέλασε. Το εσωτερικό του συνεργείου ακόμα πιο παράξενο: στα δεξιά πάγκος με στροφή γάμμα προς τα έξω, υπερυψωμένος σε μορφή μπαρ κι από πίσω όλα τα συμπαρομαρτούντα παρασκευής καφέ και ροφημάτων, μηχανές , βραστήρες, φλιτζάνια , ποτήρια, κουτιά και κουτάκια. Στην αριστερή μεριά του γάμμα εργαλεία διάφορα , χύμα τα περισσότερα μαζί και μερικά βιβλία. Στ’ αριστερά του μαγαζιού, χώρος στάθμευσης ποδηλάτων παλιών και νέων. Από πάνω πατάρι- εξώστης με κάγκελο, όπου διέκρινα ένα ποδήλατο περιωπής και σωρούς βιβλίων, άλλα σε ντάνες και άλλα ταχτοποιημένα σε ράφια από πάνω. Κάτι σπίθισε μέσα μου. Εδώ αράζεις! είπα του εαυτού μου.
-Τόσα βιβλία, μου είπε έκπληκτη την πρώτη φορά, τα διαβάζεις, τα δανείζεις, τα πουλάς, ή κάτι άλλο; – «Απ’ όλα» της είπα και γράφτηκε κι άλλη έκπληξη στα μάτια της.
– Δηλαδή;
– Και για να γράφω
– Γράφεις;
-Ναι, μέσο επιβίωσης κι αυτό
– Μέσο ή τρόπος;
– Ένα και το αυτό.
Κούνησε το κεφάλι της σαν αμφισβήτηση.
-Οι συναντήσεις μας αυτές ήταν συζήτηση κι ανίχνευση του άλλου μας προσώπου, του εσώτερου. Κατάλαβε ή δεν κατάλαβε; Νόμισα πως ανοίγαμε πόρτες κλειστές, με άλλη προοπτική να δεις τον κόσμο. «Η ποίηση είναι ένα είδος χορού, η πρόζα είναι, και πρέπει να είναι, ένα βάδισμα που μας οδηγεί κάπου»* θυμάσαι αυτό που έγραψε ο ποιητής μας; Δε θυμόταν. «Να λέμε ιστορίες» είπε, «όπως μιλάμε, όπως μασάμε, όπως τρώμε, όπως γαμιόμαστε». Με ξάφνιασε. Μιλούσε αλλιώς . Βάδισμα, αλλά ξυπόλητος σε πυρωμένο χώμα σπαρμένο άγριες πέτρες. –«Μα και τα ποδήλατα που διορθώνεις;» Ρώτησα.
-«Μπορείς και με ποδήλατο τροχήλατος να πας στον προορισμό σου. Ανεβαίνεις και πετάς, ταχύτητα κόντρα στον άνεμο, μια άλλη διάσταση . Αυτό είναι δουλειά και πρέπει να ξέρεις πού θα πας».- «Εδώ σε τσάκωσα ρεαλιστή!» είπα μέσα μου, «πετάς λοιπόν και συ»;
-Μου γέμισε το κεφάλι μυστήρια ποιητικά με φτερά, θάλασσες κι ανέμους. Αυτό το πλάσμα αεροβατεί, μιλά με ανύπαρκτα, φαντασίες στο κεφάλι της για τα καθημερνά. Τι έχει στο μυαλό της;
«Η ζωή», της είπα, «δεν είναι έτσι. Η ζωή εδώ κάτω είναι και θέλει να πιάνεται δεν είναι φαντασία». «Και η Λογοτεχνία;» Ρώτησε έκπληκτη. «Και η Λογοτεχνία έτσι, και θέλει το μιλητό και την προφορικότητα. Και είναι Λογοτεχνία ό,τι γράφεται σ’ όποια μορφή, αν το δηλώσεις έτσι».
-Πάλι αντιφάσεις. Βάζεις ή δε βάζεις όρια; Σχεδόν θυμωμένα τα είπα αυτά γιατί αισθάνθηκα κάποια προσποίηση. «Προφορικότητα στο γραπτό, όσο πιο ζωντανό να γίνει», είπε. «Μίμηση είναι κι αυτό», του είπα, «μα προτιμώ τις αφηγήσεις των καφενείων απ’ τους εναπομείναντες γέροντες, παρά ένα σιντί μες στο βιβλίο για ν’ ακούσω και τη φωνή. . Άλλο βέβαια να μου διαβάζει ένας ηθοποιός το κείμενο. Καλύτερα να διαβάσω το βιβλίο, να φανταστώ μορφές και εικόνες, αλλιώς πάω στο θέατρο». Διαφωνήσαμε. Απέρριψε με ζωηρό μορφασμό το θέατρο.
-«Όχι μόνο χορός η ποίηση», είπα μια μέρα και του μίλησα για το πέταγμα και το περπάτημα στη θάλασσα. «Το πέταγμα στα όνειρα, αλλά το περπάτημα στο νερό τώρα στα άμεσα σχέδια, σαν πάρω πίσω το ποδήλατο και κατεβώ στη θάλασσα». Έβγαλε γλώσσα και με σκληρότητα με ειρωνεύτηκε.
-Οι συζητήσεις μας σε αδιέξοδο. « Εγώ είμαι απ’ αλλού και ήρθα απ’ τη θάλασσα» μου κοπάνισε για δεύτερη φορά. Είπα να προκαλέσω βάζοντας το στοίχημα. « Λοιπόν, ορίστε πάρε το ποδήλατό σου και περπάτα στο νερό σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο, όχι στη φαντασία σου. Γράψε πρώτα τη σελίδα αυτή και μετά συνεχίζουμε τη συζήτηση».
– Αδιέξοδη συζήτηση. Άρνηση της άλλης διάστασης, άρνηση κατηγορηματική του άλλου τόπου. Παίρνω το ποδήλατο ξανά και φεύγω. Θα γράψω τη σελίδα αυτή όχι για το στοίχημα, όχι γιατί σαν εντολή ειρωνικά μου υποδείχτηκε, όχι. Θα τη γράψω, γιατί θα γυρίσω εκεί που είναι ο τόπος μου. Επιστρέφω λοιπόν, επιστρέφω στη θαλασσοσπηλιά του Οδυσσέα. Αφήνω το ποδήλατό στην ακτή και αυτό θα `ναι το μήνυμα. Θα περπατήσω στα κύματα για λίγο, μα θα περάσω κολυμπώντας. Στην άλλη μεριά με περιμένει ο Οδυσσέας..
Ήσυχα τώρα με τ’ απαραίτητα μονάχα, σκέφτομαι το τέλος και την αρχή της συνομιλίας και συνεχίζω το γράψιμο της σελίδας. Μα ποιος το στοίχημα θα επικυρώσει;
_____________
*Η φράση είναι του Γιώργου Σεφέρη, Δοκιμές, Δ’έκδ., Α’ τομ., (Ένας Έλληνας- ο Μακρυγιάννης) σελ.254,ΙΚΑΡΟΣ.
*
©Καίτη Παυλή
❀
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.