Μιχάλης Βλασόπουλος, Ο μουσικός

Είναι Μάρτης. Σε ένα στενό συνοικιακό διαμέρισμα στο κέντρο, που πότε λιάζεται, πότε ανεμοδέρνεται από τον αλλόκοτο καιρό, μένει ο Μουσικός. Στο γκρίζο αυτό χαρτόκουτο, που δοκιμάζονται οι νέοι και τιμωρούνται οι μεγαλύτεροι, ο ήχος τρυπάει τα μεσοτοιχία όπως οι λογαριασμοί τρυπούν τη τσέπη τους. Μονάχα ανήσυχα πνεύματα ζουν εδώ. Φοιτητές, φτωχές οικογένειες και πρόσφυγες μονοπωλούν το ετοιμόρροπο οίκημα. Αγωνία, άγχος και φόβος πεταμένα σε ένα καζάνι και σαν ατμός αναδύεται το μείγμα αυτό που ονομάζουν καθημερινότητα.

Ο Μουσικός ακούει το σφύριγμα του ατμού. Το αναγράφει στο πεντάγραμμό του. Προσπαθεί να ζυγίσει στο αυτί του τη μελωδία του καιρού και της συνταγής του ιατρού του και να δημιουργήσει τον σωστό ήχο. Τι είναι ο σωστός ήχος; Ίσως εδώ το σωστό να ήταν, να γραφτούν όλα φάλτσα. Στήνει το υποπόδιο του και κουρδίζει τη κιθάρα του. Δοκιμάζει, και αμέσως γυρνά πάλι τα κλειδιά της ταστιέρας από την άλλη ώστε να παίξει τα ‘δεύτερα’ στη μελωδία του καιρού. Η παρτιτούρα και τα τετράδια του είναι γεμάτα μουτζούρες. Νιώθει και ακούει μουτζούρες αλλά βλέπει καθαρά και δεν γνωρίζει ποίο από τα δύο αυτά να μετουσιώσει σε ήχο.

Πότε ένα μπλε κουφέτο είναι οιωνός για θάλασσες και ανέμους. Πλοία να μουγκρίζουν και τυφώνες τρομεροί να στριφογυρίζουν γύρω από την σειομένη μαούνα του. Πότε ένα κόκκινο κουφέτο φέρνει την άνοιξη και τη λιακάδα. Ρίζες πράσινες φυτρώνουν μέσα από τα παλιά μπετά με πολύχρωμους καρπούς στις άκρες τους. Οι σταγόνες που στάζουν από τα ταβάνια θυμίζουν μετρονόμο που χτυπά κατάλληλα για ταχύρυθμο χαρμόσυνο άσμα. Μα τα κουφέτα με τα μάτια διαφωνούν και η παρτιτούρα γεμίζει πάλι μουτζούρες. Οι ήχοι από τα περιστέρια έξω από τα παράθυρα, παρατηρητές που τιτιβίζουν όσα βλέπουν πάνω στα σύρματα, μαζί με παιδικά γέλια στα κοντινά πάρκα πολεμούν και σπάνε τα κουφέτα και τότε οι χορδές κυματίζουν αρμονικά για λίγο. Γι’ αυτό το λίγο που έρχεται και φεύγει περιοδικά, το χαρτόκουτο, όποια γλώσσα και αν μιλά, αποκαλεί τον κιθαρίστα, Μουσικό.
Τότε, ένα απόγευμα σαν και τα άλλα, τα κουφέτα χόρευαν με τις μουτζούρες και τα μάτια τόσο ανέμελα, τόσο ανεξέλεγκτα που οι χορδές σπινθήριζαν και γρήγορα άρπαξαν φωτιά . Το χαρτόκουτο ολόκληρο κουνιόταν, σαν να χόρευε στον ρυθμό, στο κυματισμό της φλόγας.

Επιστρατευμένος στη μάχη της κιθάρας του ενάντια στον κόσμο, ο Μουσικός τραγουδούσε ένα παράξενο άσμα, σαν σε διαύγεια να ψέλνει κάποιο θεϊκό ύμνο. Με αξιωματικούς τις χορδές και όλες του τις νότες στη πρώτη γραμμή, κάπου εκεί στο πεδίο των πεσόντων, πάνω σε μία μανιασμένη συγχορδία, μια φλεγόμενη συρμάτινη χορδή που άλλο δεν άντεχε να φλέγεται, σπάει.

Η φλόγα πάγωσε. Ο πρώτος αξιωματικός έπεσε και οι άλλοι 5 γκρέμισαν απευθείας και πάγωσαν και αυτοί. Ο Μουσικός πάγωσε. Το σπίτι, οι ήχοι, οι χοροί πάγωσαν. Οι φωνές και οι χαιρετούρες πάγωσαν. Τα κουφέτα είναι πλέον 2 παγάκια, άγευστα. Οι μουτζούρες κρέμασαν από το πεντάγραμμο σαν σταλακτίτες και πλέον δεν μπερδεύουν, δεν ξεδιαλύνουν, μόνο τσιμπάνε. Το στενό χαρτόκουτο που πότε-πότε αποκτούσε χρωματιστές επισκιάσεις δεν είναι πλέον γκρίζο αλλά θαμπό λευκό και γλιστράει η κάθε επιφάνεια του. Κάθε διάδρομος, κάθε σκάλα είναι θαμπά λευκά και επικίνδυνα να πλησιάσει κανείς. Και πάγος σημαίνει σιγή.

Ο Μουσικός δε μιλά και το κουτί ακολουθεί και σιωπά. Θρηνεί μαζί του. Αλλά ποτέ δε μιλούσε. Κανείς μουσικός δε μιλά ποτέ. Τραγουδά, μουρμουρίζει, τραβάει τις λέξεις χαριτωμένα ή τις κόβει απότομα, θυμωμένα. Τις ανεβάζει οκτάβες να τους προσδώσει χάρη ή τις εναλλάσσει σε ψιλούς τόνους να ακουστούνε θλιβερές. Τις κατεβάζει να βρυχηθούν ή να θρηνήσουν πιο μεστά ή να επιβληθούν. Γιατί κανείς μουσικός δε μιλά ποτέ. Γελάει, κλαίει, φωνάζει, ψιθυρίζει. Κάνει ότι μπορεί για να αποφύγει το λεξικό, τον πεζό λόγο, τους άγραφους ή γραμμένους κανόνες της ομιλίας. Η ομιλία πέθανε, λέει. Την ομιλία την σκότωσαν. Ένας ζωντανός οργανισμός αιώνων μετατράπηκε σε μέσο για τρόμο, για παραπληροφόρηση, για άγχος, για μίσος, για εγωπαθείς συγκρούσεις. Η ομιλία λογοκρίνεται ξανά. Τα επιχειρήματα κατακτήθηκαν από το συμφέρον και τα λόγια στοργής έγιναν τεχνάσματα ή φόρεσαν μανδύα υποχρέωσης και έχασαν τη σημασία τους. Η ομιλία αυτή, που εξορίστηκε από τα αισθήματα, τα όνειρα και την ελευθερία δεν έχει χώρο στη μουσική. Η τυφλή υποταγή σε νόμους και πλαίσια, σε θεσμούς και απόλυτες έννοιες δεν έχει χώρο στη μουσική. Ποτέ δεν είχε. Έτσι ο Μουσικός δεν έχει χώρο στην ομιλία. Είναι πια βουβός.

Μα γιατί να μη μπορεί να αντικατασταθεί η σπασμένη χορδή με μια καινούρια, αναρωτιέται σύσσωμο το χαρτόκουτο και καλεί σε σύσκεψη. Προσεκτικά γλιστρώντας στους διαδρόμους, όλοι κάτοικοι κατευθύνονται στο διαμέρισμα του διαχειριστή. Οι φοιτητές, νέοι και αισιόδοξοι καταθέτουν πρώτοι μια πρόταση. «Εμείς δε γνωρίζουμε πολλά, αλλά μάθαμε τον αέρα να τον κάνουμε ύλη. Από έλλειψη παιδείας, χωρίς βιβλία και καθηγητές, χωρίς εστίαση και δομές, χωρίς την υπόληψη της κοινωνίας, με ταμπέλες –τεμπέληδες- και –κακομαθημένοι- οδεύουμε προς το πτυχίο. Μόνο που τώρα, αντί για αέρα, θα φτιάξουμε μια νέα χορδή από πάγο. Οι λοιπές πολυμελείς οικογένειες παίρνουν θάρρος. Παίρνουν τον λόγο. «Εμείς γνωρίζουμε λιγότερα, αλλά μάθαμε να επιβιώνουμε με λίγα. Με ρούχα, τρόφιμα και χρήματα λίγα, μεγαλώνουμε παιδιά και ιδέες. Με τα γέλια των παιδιών και τα όνειρα τους, θα φτιάξουμε μια χορδή με αυτά μέσα και θα τα τυλίξουμε απ’ έξω με 5-6 χαρτονομίσματα που περίσσεψαν. Μάθαμε και χωρίς αυτά.» Δειλά δειλά από τη γωνία του δωματίου, συνηθισμένοι να έχουν τον τελευταίο λόγο και τη λιγότερη προσοχή, ακούγονται σιγανά με σπαστά ελληνικά 3-4 προσφυγικές φωνές. Λίγο κουνώντας τα χέρια περιγραφικά, στη γλώσσα του ο καθένας: « Εμείς γνωρίζουμε μάλλον τίποτα -έτσι μας λένε- αλλά μάθαμε να φτάνουμε στο 0 και να ξεκινάμε από την αρχή. Θα πλέξουμε αναμνήσεις της πατρίδας μας με ανατολίτικο ύφασμα που διασώσαμε τη νύχτα εκείνη και θα προσφέρουμε μια νέα χορδή.»

Το κουτί είναι τώρα μηχανή. Είναι εργοστάσιο. Γνώριμο σε όλους σκηνικό με κάποιο τρόπο. Σε δυσμενείς συνθήκες, παγωμένες ελπίδες τρίβονται η μία με την άλλη σαν τσακμακόπετρες να πετάξουν σπίθα να διαλύσει ο πάγος. Ορμώμενες από σκληρά ανθρώπινα χέρια και από ταλαιπωρημένα μυαλά, τρίβονται ατέρμονα όπως ατέρμονα γυρνά το γρανάζι μηχανής στις βιοτεχνίες. Όπως αυτό γυρνάει σκουριασμένο χωρίς να περιμένει κάτι να έρθει να το φρενάρει, να το λυτρώσει, έτσι οι ελπίδες αναμένουν καρτερικά να αστράψει η σπίθα, να αποκτήσουν μορφή και να διαχυθούν λυτρωμένες φέρνοντας πίσω τη μουσική. Τώρα, στο βουβό παγωμένο οίκημα, ακούγονται μονάχα ήχοι από τις χειροτεχνίες και τις σπινθηροβόλες πέτρες που κουτουλάνε μεταξύ τους.
Περνάν οι μέρες, βουβές και κρύες, άχρωμες. Ο Μουσικός σκεπασμένος με μουτζουρωμένα χαρτιά, ότι πιο κοντινό είχε σε πηγή θερμότητας, περνά τις μέρες του άπραγος και αμίλητος. Όταν δε μασάει άγευστα κουφέτα, κοιτάζει τους γαλάζιους τοίχους που καθρεφτίζουν τη θαμπή μορφή του. Η θύμηση των πιστών αξιωματικών του είναι ακόμα ισχυρή για να ξεχάσει, αλλά ισχυρή είναι και η επιθυμία να μάθει να πετά όπως τα ελεύθερα πουλιά που τόσο ζήλευε. Συλλογίζεται. Τα χαζεύει ατελείωτα, τόσο που τα παρατηρεί καθώς αλλάζουν παραστάσεις και από καλά φωτισμένες σκηνές με γαλάζιο φόντο και το κοινό χαμηλά να κραυγάζει, σε παρκέ σκοτεινά με μοναδικό προβολέα το φεγγαρόφωτο, ενώ έως τότε οι θέσεις του θεατρικού πεζοδρομίου έχουν αδειάσει σε όλα τα διαζώματα. Ακούει το κάλεσμα τους και πλησιάζει. Αποφάσισε. Θα επιχειρήσει να χορέψει μαζί τους ως τελευταία ωδή ελευθερίας.

Ακούει τότε το γρανάζι να σταματά. Το χαρτόκουτο σαν να αναστέναξε ατμό όπως μια μηχανή που σβήνει και το βλέμμα του γυρνά αργά προς τη πόρτα. Είναι οι ένοικοι και έχουν έρθει ως ταπεινοί επισκέπτες με δώρα, όπως οι 3 μάγοι ακολούθησαν το άστρο να τους πάει στην ελπίδα. Οι 3 χορδές έμοιαζαν πιο πολύτιμες από χρυσό, λιβάνι ή σμύρνα και ήλπιζαν να γιορτάσουν και αυτοί τη γέννηση ή μάλλον την ανάσταση. Δε μπορεί, μία από τις 3 σφυρηλατημένες με κόπο και πάθος χορδές θα είναι ικανή αντικαταστάτρια του ένδοξου πεσόντα. Ο Μουσικός κοιτά και υποδέχεται με συγκίνηση και δέος μα σύντομα θα απογοητεύσει τους μάγους. Πως μιλούν για αντικατάσταση σε κάτι ζωντανό που πέθανε, σε κάτι μη αναλώσιμης φύσης; Ο αγώνας για σπουδές, ο φόβος, η απομάκρυνση από γνωστούς και φίλους, ο δύσβατος ανήφορος προς τη μόρφωση και την ανεξαρτησία δεν ισοσταθμίζεται έτσι εύκολα με επιχορηγήσεις, με οικογενειακά τηλέφωνα και βιντεοκλήσεις. Οι τύψεις του γονιού για όσα δε κατάφερε να προσφέρει στα παιδία του δεν ξεθυμαίνουν ποτέ γιατί ο χρόνος δε γυρίζει πίσω και τα παιδία μεγάλωσαν και φύγανε. Η πληγή μιας χαμένης πατρίδας, μιας ζωής που πυρπολήθηκε ή εξερράγη δε κλείνει ποτέ ολόκληρη γιατί περιοδικά θυμάται και ματώνει ξανά. Πως λοιπόν μια νέα χορδή τόσο αγνή, παρθενική στην όψη, να καταφέρει να αντηχήσει γλυκά και μελωδικά τόσο μίσος και πόνο και να τα κάνει άσμα;

Νεκρική σιγή επικρατεί για λίγα λεπτά. Ο Μουσικός με το ίδιο βλέμμα να κοιτά και να προσπαθεί να διαβάσει τα γύρω πρόσωπα. Εκείνα κοιτιούνται μεταξύ τους.
Ορισμένα μορφάζουν σαν να κατάλαβαν γιατί ότι άκουσαν το ζήσανε, το νιώσανε. Άλλα απορούν θυμωμένα γιατί τη θεία δύναμη που είχε έως τώρα και τόσο θαρραλέα περιφρονούσε τη θλίψη, τώρα την είχε παραδώσει.

Η σιγή σπάει από μια δόνηση στην άκρη του δωματίου και όλα τα βλέμματα κατευθύνονται προς τα εκεί. Η παγωμένη κιθάρα με τις κρεμασμένες χορδές δονείται. Δονείται εξοργισμένη σαν να θέλει να φωνάξει, να χτυπηθεί. Ο ηττοπαθής αυτός λόγος που άκουσε από τον σύντροφο της ήταν παραπάνω από αρκετός για να ζωντανέψει και να τον ξεφωνήσει γι’ αυτό που τόλμησε να πει. Σιγά σιγά αναδύει ολόκληρη από τον πάγο και με οργή όμοια με 2 συγκλίνουσες τεκτονικές πλάκες που καβαλάει η μία την άλλη και σείεται η γη, σπάει ολοκληρωτικά τη κρούστα που την κρατούσε εγκλωβισμένη. Ο περιφρονητής της μιζέριας, ο άνθρωπος που κοιτά κατάματα και περιγελά την τραγική του κατάσταση και του κόσμου γύρω του, που θερίζει καρπούς από τσιμεντένια χώματα, που απορροφά το σκοτάδι και φωσφορίζει, που μέσα σε γκρίζο στενό κελί επικεντρώνει τη σκέψη του στις ακτίνες που διαρρηγνύουν από τα μισάνοιχτα παράθυρα, είχε σχεδόν απαρνηθεί τη φύση του και βρίσκονταν στα πρόθυρα της ύβρις προς την ίδια τη Μουσική.

Οι 5 αξιωματικοί σηκώνονται, τεντώνουν ξανά και περιπαιχτικά, γυρίζοντας σε σπείρες, μπαίνουν πίσω στη θέση τους, αγκαλιάζουν τα πλαστικά κλειδιά της ταστιέρας και με ένα χάδι τα γυρνάνε στο κατάλληλο κούρδισμα. Σαν πέντε σάλπιγγες που καλούν σε μάχη ξεκινάν και χτυπούν αυτόνομες. Ξαφνικά, οι 3 δωρισμένες χορδές αναδύονται στον αέρα και αρχίζουν να χορεύουν μεταξύ τους. Από κάθε σημείο από το οποίο περνάνε ο πάγος λιώνει και σαρώνουν φουριόζες ολόκληρο το οίκημα, μέσα-έξω και γύρω του, το οποίο φαίνεται να βρίσκεται εντός ενός αυτόφωτου κυκλώνα. Το χαρτόκουτο θερμαίνεται, τα πρόσωπα χάνονται καθώς επισκιάζονται από πολλά ζευγάρια μάτια που σπινθηρίζουν και καμία σκάλα και διάδρομος δε γλιστράει πια.

Ορμώμενες οι χορδές ανοίγουν διάπλατα κάθε παράθυρο στο πέρασμά τους και τότε ανοιξιάτικα τιτιβίσματα και γέλια συνοδεύουν και πάλι το κάλεσμα του οργάνου. Η
τελευταία πράξη του χορού πλησιάζει και αυτές συνεπαρμένες δένουν μεταξύ τους με έναν επιδέξιο κόμπο και γίνονται μία. Ο 6ος στρατιώτης συναντάει τους συντρόφους του και ξαπλώνει όλο χάρη στην σκονισμένη κενή θέση που είχε απομείνει. Η κιθάρα προστάζει το υποπόδιο να σταθεί περήφανο στο πόστο του και εκείνη κάθεται επιβλητικά στα πόδια του αιώνιου συντρόφου της. Ο Μουσικός τραγουδά ξανά.

*

©Μιχάλης Βλασόπουλος