Κώστας Αρκουδέας, Η νόσος της αδράνειας και άλλες ιστορίες, εκδόσεις Καστανιώτη
Κάθε φορά που θέλω να μιλήσω για κάποιο βιβλίο βρίσκομαι αντιμέτωπος με το ίδιο πρόβλημα. Όντας και στο διάβασμα, όπως και στο φαγητό, λαίμαργος, το καταπίνω γρήγορα, έτσι που μου είναι αδύνατο να περιγράψω τα συστατικά του ή την τεχνική της δημιουργίας του, αλλά καταφέρνω, κι όχι με ιδιαίτερη επιτυχία πάντα, να ανακαλέσω τα συναισθήματα που μου προκάλεσε την ώρα της βρώσης. Έτσι και με την Νόσο της αδράνειας του Κώστα Αρκουδέα. Το διάβασα με την λαιμαργία που έφαγα και τα αγαπημένα μου χριστουγεννιάτικα εδέσματα, έτσι που κόντεψαν πνιγώ από τον καταιγισμό των λέξεων, των χρωμάτων και των αρωμάτων που με κυρίευσαν. Έτσι για να μιλήσω γι’ αυτό αναγκάστηκα για μέρες να αναμασώ σαν το μηρυκαστικό την τροφή του, τις εντυπώσεις μου και να τις βάλω σε μια τάξη έτσι που να μπορούν να γίνουν λέξεις.
«Αφήνεις το χαμηλοτάβανο δώμα σου και βγαίνεις στην αυλή του πατρικού σου σπιτιού. Κάθεσαι στο «πηγάδι», έτσι το λες – κι έτσι θα το λες πάντα. Θυμάσαι, μικρός, να σκύβεις στο στόμιό του και να βλέπεις του κόσμου τα τέρατα να ξεπετάγονται από μέσα» κι αναρωτιέμαι από που ξέρει ότι είχαμε πηγάδι και, όταν σκύβαμε μικροί από πάνω του, μας φοβέριζε και πολλές φορές, ιδίως αν η μέρα κόντευε να σβήσει, πέρα στα χαμηλά υψώματα, που περιτύλιγαν το χωριό και μας προφύλαγαν από το άγνωστο, και οι ίσκιοι έπαιρναν τα πράγματα στα χέρια τους, ξερνούσε πάνω στα κεφάλια μας τα τέρατά του, γιατί έτσι μας λέγαν οι μεγάλοι ότι γίνεται και ήμασταν στην ηλικία που μπορούσαμε να ορκιστούμε ότι γίνονταν όλα όσα οι μεγάλοι έλεγαν. Ίδια τώρα, σκύβοντας με την λαχτάρα και την απορία του παιδιού, πάνω από τη Νόσο της Αδράνειας, νιώθουμε να ξεπηδούν απ’ το άπατο πηγάδι της έμπνευσης του Αρκουδέα, τα θαύματα της φαντασίας του και να και να μας καθηλώνουν. Ναι, δεν χωρεί αμφιβολία ότι αληθεύουν όσα μας λέει, όπως αναμφισβήτητα, αλήθευαν στα μικράτα μας τα λόγια των μεγάλων. Ή, ίσως κι ανάποδα, ο Αρκουδέας στα διηγήματα τα, τα απλωμένα σε σαράντα και πάνω χρόνια, παραμένει το παιδί, το σκυμμένο πάνω απ’ το πηγάδι, κι αγναντεύοντας στο βάθος του τα τέρατα, κάνει να αληθεύουν τα λόγια μας, τα λόγια εμάς των μεγάλων, με τη φαντασία του.
Ο Αρκουδέας γεννάει τις ιδέες με την ευκολία που εγώ κι οι πλείστοι που θα διαβάσουμε το βιβλίο, αναπνέουμε και τις υπηρετεί με έναν τρόπο τόσο πειστικό που καθώς τελειώνει «ο Αλιέας κι ο Ψαράς», βλέπεις πλάι σου τον Μόρισον σε κάποια παραλία να παίζει ταυτόχρονα όλα τα όργανα της μπάντας του και να απορεί μαζί σου που δεν βλέπεις ότι ο μπλε καπνός που τον τυλίγει είναι αυτός που ελευθέρωσαν με το τελευταίο τους σπασμό τα ψάρια που μόλις λίγο πριν έχεις ψαρέψει, ή κάθεσαι φαρδύς πλατύς στο κουπέ του τρένου και σκέφτεσαι ότι η διαδρομή Αθήνα – Κατμαντού είναι πιο φυσική κι άπειρα γρηγορότερη απ’ όσο Αθήνα – Χαλκίδα, ή καταριέσαι που δεν γεννήθηκες τριάντα χρόνια αργότερα για να μην γλιστρούν τα παπούτσια σου στις πευκοβελόνες που συμμαχούν με την τίγρη της Βεγγάζης που σε κυνηγούν. Ίσως η λυτρωτική λειτουργία της τέχνης του Αρκουδέα να κρύβεται ακριβώς σ αυτό, στην ικανότητά του να σου χαρίζει την πίστη ότι το θαύμα, η ανατροπή δλδ των κανόνων, το σκάνδαλο για την λογική των αποδείξεων και των τεκμηρίων, όχι μόνο υπάρχει ως δυνατότητα αλλά πραγματώνεται λέξη τη λέξη, φράση τη φράση, σελίδα τη σελίδα και σε παίρνει μαζί του σε έναν κόσμο τόσο πραγματικό όσο κι αυτός που σε περιβάλει μόλις κλείνεις το βιβλίο, αλλά με αναδιατεταγμένα τα συστατικά του έτσι που να αποκαλύπτονται οι κρυφές συμμετρίες του και να αναδεικνύονται τα πραγματικά του συστατικά και χαίρεσαι που, επιστρέφοντας από το Κατμαντού με το τρένο, από την σύντομη επίσκεψη σου στο Μουσείο της Ακρόπολης, όχι μόνο διηγείσαι τις εντυπώσεις από τα εκθέματα του Ιερού Βράχου, αλλά και το θαυμασμό σου για το Μπίγκ Μπεν που βρίσκεται σε μια διπλανή αίθουσα.
Ο Αρκουδέας, με σύμμαχο μια φαντασία που οργιάζει και μια γλώσσα που ζωγραφίζει, καταφέρνει κρατώντας μας απ’ το χέρι να μας περπατήσει στο χρόνο, επιβάλλοντας την αίσθηση μιας συγχρονίας που καταργεί την, πλασματική έτσι κι αλλιώς, διάκριση του χρόνου σε παρελθόν παρόν και μέλλον, αφού στην πραγματικότητα αυτό που κάνει, με τα περισσότερα από τα διηγήματα της συλλογής, είναι να μας περπατήσει μέσα σε κρυφά ή σε γνωστά αλλ’ αλλιώς φωτισμένα δρομάκια της ύπαρξής μας, όπου τα τέρατα και τα θαύματα, αδιάφορα για την χρονολόγηση των ημερολογίων, μοιάζουν να είναι αδερφάκια κι αγκαλιασμένα στήνουν αυτό το υπέροχο πράγμα που λέμε ζωή, υπέροχη ακόμη και μέσα στη ακινησία της αδράνειας ή την μαυρίλα της νόσου. Γιατί η ομορφιά δεν είναι κάτι που αποτελεί το ένα απο τα μέρη κάποιου ζεύγους, δεν είναι το αντίθετο της ασχήμιας, δεν ορίζεται ως προς κάτι άλλο, αλλά είναι αυτή η ίδια η κατάσταση του να υπάρχεις και να στοχάζεσαι ότι υπάρχεις, να υπάρχεις και να συνειδητοποιείς ότι υπάρχεις, να υπάρχεις και να νιώθεις ότι υπάρχεις. Όλα τα άλλα, καλά και κακά, δίκαια κι άδικα, σωστά και λαθεμένα, είναι αποτελέσματα της ομορφιάς να υπάρχεις. Γιατί έτσι μόνο μπορείς να ανέβεις στο τρένο που περνάει κάτω απ’ το παράθυρό σου και να πας στο Κατμαντού αφού πρώτα επισκεφτείς το Μπιγκ Μπεν στην Αθήνα και σταθείς για λίγο να δεις τον μπλε καπνό από τον τελευταίο σπασμό που αφήνουν τα ψάρια που ψάρεψε ο τάχα νεκρός Μόρισον.
«Ο καλλιτέχνης δεν κάνει περιγραφές» συνήθιζε να της λέει. «Δεν είναι υπάλληλος για να αρχειοθετεί την πραγματικότητα. Κάνει κάθε στιγμή βουτιά στο κενό» γράφει ο Αρκουδέας στο διήγημα «Η Παναγιά του χάρου» και τη στιγμή που κλείνω το βιβλίο σκέφτομαι ότι τελικά αυτό που μένει είναι ο μικρός που όσο κι αν μεγάλωσε εξακολουθεί όχι μόνο να σκύβει στο στόμιο του πηγαδιού του κόσμου αλλά να βουτάει άφοβα στο κενό για να το γεμίσει με την τέχνη του.
*
©Δημήτρης Σινάκος, νομικός και αναγνώστης
*
Υ.Γ. Οι αναφορές είναι από τα διηγήματα «Τελικά τι μένει;» «Ο αλιέας και ο ψαράς», «Το τρένο για το Κατμαντού», «Η κλοπή του Μπιγκ Μπεν», «Βρεγμένες πευκοβελόνες», «Η Παναγιά του Χάρου» και «Η νόσος της αδράνειας».
❀
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.