Μαρία Μανδάλου, Βασκανία

Δις Καλλιόπη Θεριανού, σώμα κουκούτσι σε αγκάλη κυκλώπια. Με πασουμάκια λιλά και πετράδι αρμύρα στο ρυάκι του κόρφου, ίμερος ανήμερος. Μεσούλα σφήκα ενσταντανέ απ’ τα παλιά σινεμά, σιθρού βεραμάν, κοχύλια στους τρυφερούς των αυτιών της λοβούς και φύκια πλεγμένα στα ξανθούλια σγουρά της μαλλιά κι αγγέλων φτερουγίσματα στο φιλιατρό τού αφαλού, του συνορίτη ελαφισμός στον ισημερινό δεινής παραμυθίας. Τα τσίνορά της πινελιά μεταξωτή, της αμφιλύκης οπάλιο τα μάγουλά της, καταμεσής στο μέτωπο ελίτσα ξεπατηκωτούρα με άφθαρτη κηρομπογιά, εξ’ ορισμού το στόμα άλικο, αυτές που μπογιατίζονται είν’ κακογεννημένες. Η ομορφάδα της, εν ολίγοις, κέντημα σταυροβελονιά σε πίνακα ναΐφ, εμπριμέ και σατέν υβριδικό ο περίγυρος, αειθαλείς οι λεπτομέρειες, όλα κατά πώς πρέπει. Πομφόλυγες και φληναφήματα.

Αχ, αυτή η δεσποινίς Καλλιόπη, ράφτρα σε άσμα λαϊκό, των μνηστήρων την τράπουλα σε τσόχα γαλαντόμο μοιράζει, απ’ τα ρουθούνια της υψώνεται κνίσσα η προσευχή, σταυρώνει τα ποδάρια της κάτω από το τραπέζι, πίνει λευκό ντεμεζουρέ και βάφει τα νυχάκια της πορφύρα και ντύνει όνειρα μοναχικά της λησμονιάς τους σατράπηδες και τους πιτσικουλέ Κιχώτες.

Ο Θόδωρος αν την έβλεπε, πήγε και χάθηκε νωρίς, ίσως και να την έψηνε να βγει σε πλάνο εναλλακτικό με χιόνι αίμα άλογα και λάβαρα, να μηρυκάζει αρχαία χορικά κι απ’ το φουστάνι της να κρέμονται επτά βασανάκια παιδιά, εν συνεχεία να βυθίζεται σε παλίμψηστη λίμνη, φέικ θυσία. Κι εκεί στις εσχατιές της Εσπερίας, ο Πέδρο αν την έβλεπε, πιχί, θα τη γουστάριζε σίγουρα τρελά, θα την περνούσε βερνίκι ισοτονικό και θα την κρέμαγε τ’ ανάποδα σ’ ένα παράθυρο βιτρώ με θέα της Καστίλλης τους ερειπιώνες. Αίφνης και απ’ το πουθενά, θάνιωθε εκείνη ένα γαργαλητό περίεργο στα σωθικά, θα της καιγόντουσαν τα σκέλια και θα ξημέρωνε πουτάνα transgender στις όχθες του Γουαδαλκιβίρ. Ως εξαντρίκ απόδειξη υπόπτου παλιγγενεσίας.

Η δις Καλλιόπη Θεριανού, ως άλλη Ωραία της Ημέρας, αμάν πια αυτή η intertextualité, με γιασεμιά γεράνια και λάμβδα στο μπαλκόνι της, στον μεσημεριανό υπνάκο μου έκανε ψες την παρουσία της, με σκούντησε ανόρεχτα και μούπε τοκαιτό, εγώ είμαι η Πόπη, η Πόπη είμαι ρε συ, βλαμμένο, που παίζαμε μαζί τα καλοκαίρια στο χωριό και θάβαμε σπουργίτια στου τυφλού το περιβόλι κι εκεί στο κατώι σε βασάνιζα κωλόπαιδο και σού’ παιρνα τις κούκλες και τους έβγαζα τα μάτια… Ειδικά εκείνη τη Λάουρα θυμάμαι, με το πράσινο βελούδινο παλτό, εκείνη πια, την είχα ντιπ για ντιπ ξεπουπουλιάσει…

*

©Μαρία Μανδάλου

φωτο: Στράτος Φουντούλης