Ανταποκρίσεις Απόστολου Θηβαίου: Η Σφίγγα της συνοικίας Χαριλάου

[…Πού ακούστηκε
Ο Άλκης
Να πεθαίνει…]

«Η θανάσιμη μοναξιά
Του Αλέξη Ασλάνη»

 Ανταποκρίσεις από χαμένα ματς

Η μυθολογική Σφίγγα αποτέλεσε ένα φριχτό, απαίσιο γέννημα της ελληνικής, μυθολογικής καταγραφής. Μισή με σώμα λιονταριού και όψη γρύπα, το απόκοσμο αυτό πλάσμα γύρευε από τους περαστικούς μια απάντηση. Σκαρφαλωμένη πάνω στον βωμό της επαναλάμβανε το αίνιγμα προσμένοντας την απάντηση. Εκείνος που θα λάθευε είχε κιόλας γράψει την μοίρα του. Τα σιδερένια νύχια του πλάσματος θα του έπαιρναν την ζωή. Οι θεοί το είχαν πει καθαρά. Όταν το αίνιγμα θα απαντηθεί η Σφίγγα θα ριχτεί στον γκρεμό και η Θήβα θα σωθεί.

Ακόμη την θυμάμαι στα όνειρά μου να γυρεύει μια απάντηση, τα μάτια της λαμπερά γεμάτα από τα βλέμματα εκείνων που χάθηκαν κιόλας, η φωνή της στραγγαλισμένη, το κοίταγμά της παγωμένο. Πέρασαν χρόνια από εκείνον τον καιρό, το αίνιγμα το λησμόνησα, έμαθα να μην φοβάμαι, έφτιαξα και εγώ τα αινίγματά μου και αφοσιώθηκα στην ζωή.

Μα είναι κάτι φορές που οι παλιοί εκείνοι εφιάλτες επιστρέφουν. Ρίχνονται από τα παράθυρα μες στο σπίτι. Βρίσκουν μια διέξοδο στην παρατήρηση, ακουμπούν στην γλώσσα και στερεώνονται μες στους κόλπους της φαντασίας, καραβάκια πολύχρωμα που όλο ανηφορίζουν τον Τίβερη. Η Σφίγγα ζητά μια απόκριση, το πλήθος με συνθλίβει, πέρα στα τείχη φτιάχνουν έναν ολοκαίνουριο πυργίσκο,  η φωνή της χάνεται και επιστρέφει σαν μια φοβερή αντήχηση. Έχει μια μαρμάρινη ζωοφόρο γύρω από τα μάτια της. Εκεί υπάρχει το γραμμένο καθώς το λένε οι άνθρωποι.

Πριν από μερικές μέρες  συνειδητοποίησα πως το τέρας υπάρχει και βασιλεύει εκεί έξω. Συλλογίστηκα πως πρέπει κανείς να δίνει σημασία στα όνειρα προτού αυτά βγουν αληθινά. Έπειτα έκλαψα πικρά που η Σφίγγα είχε επιστρέψει και που εγώ, σαν άλλος Οιδίποδας θα έπρεπε να καταβάλλω την ολέθρια απειλή της.

Αποδέχτηκα την μοίρα μου και από τα μισόλογα του πλήθους που συζητούσε εκστατικό για την φοβερή συγκυρία τράβηξα για να την βρω. Δεν ξέρω να σας πω ακόμη αν ήταν όνειρο, ωστόσο ακόμη θυμάμαι τις μυρωδιές στους δρόμους, τις σιωπές, τους κήπους και τις μαργαριταρένιες αυλές. Ακόμη θυμάμαι το φεγγάρι, την στάση του σώματός του παράταιρου πλάσματος.

Έστησαν τον βωμό της εκεί που άλλοτε έσφυζε από παρέες και γέλια το περίφημο γιαουρτάδικο «Λέανδρος» που το΄κανε διάσημο ο λογοτέχνης Σφυρίδης. Την ξεχώρισα από το βάθος, τίποτε δεν είχε αλλάξει, παρέμενε φοβερή. Πήρα την οδό Πλαστήρα και προχώρησα αποφασιστικότερα. Κόντρα σε εμένα έρχονταν τα κύματα του πλήθους. Έκλαιγαν, θρηνούσαν, φώναζαν, καταριόνταν τους προγόνους τους και προσεύχονταν όλο υπερβολή για τα μελλούμενα, έσερναν τις καρδιές τους και μάκραιναν. Έτσι νόμιζα.

Οι αρχές είχαν στρατοπεδεύσει λίγα μέτρα μακριά από το φοβερό τέρας. Κάθε τόσο της πετούσαν μερικά κομμάτια κρέας, στις τάξεις τους είχαν τους διασημότερους εκπροσώπους της πόλης. Μα δεν υπήρχε τίποτε για να κάνεις. Η Σφίγγα είχε επιστρέψει με ένα καινούριο όνομα. Οι αρχές που είχαν περιφράξει τον χώρο με ρώτησαν τι γύρευα. Τους είπα πως μόνον εγώ κατείχα την απάντηση και πως σε ολόκληρο το Χαριλάου εγώ, μόνο εγώ γνώριζα την ορθή απόκριση που θα γκρέμιζε το τέρας.

Στην αρχή έδειξαν δύσπιστοι μα έπειτα κάποιος ανώτερος βαθμοφόρος με χτύπησε φιλικά στην πλάτη και ανασήκωσε την κορδέλα. Όρμα παλικάρι μου. Και εγώ προχώρησα. Η Σφίγγα γύρισε και με κοίταξε και ένας ήχος απόκοσμος σηκώθηκε μέσα από το κορμί της. Τα νύχια της κατέτρωγαν το μάρμαρο, τα σιδερένια της νύχια. Πήγα και στάθηκα εμπρός της, καθώς λένε οι γραφές πως πρέπει κανείς να κάνει αν θέλει στα αλήθεια να αναμετρηθεί μαζί της.

Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Η Σφίγγα κάθε τόσο έβρισκε και έχανε την μορφή της. Πότε ντυνόταν την όψη παιδιών, όχι πάνω από είκοσι χρονών, με ωραία, θεληματικά πρόσωπα. Υιοθετούσε παράξενες φωνές, ήχους της πόλης, κραυγές και ουρλιαχτά, μιλούσε με προσευχές και βλαστήμιες, μιλούσε για ακονιστήρια, θέριζε τριγύρω όλη την ζωή. Θεέ μου, ολόκληρο το Χαριλάου κρεμόταν από μια κλωστή.

Και τότε ρώτησα. Λοιπόν, ποιο είναι το αίνιγμα αυτήν την φορά;

Και η Σφίγγα ησύχασε, τίναξε τα φτερά της, σάρωσε τους βρώμικους δρόμους ένας άνεμος. Πήρε μακριά τα αφιερώματα που τάχα μου θα κατεύναζαν την οργή της. Εκείνη την στιγμή όλα τα ανοιχτά παράθυρα κλείσανε απολύτως συγχρονισμένα. Το πλήθος που είχε κλάψει τώρα πια αποδεχόταν τον κίνδυνο και συνέχιζε να γράφει την βιογραφία της πολιτείας του.

Μα εγώ επέμεινα. Λοιπόν, το αίνιγμα;

Και η Σφίγγα με μια αφοπλιστική φωνή, μικρού κοριτσιού, είπε. Τις Κυριακές σκοτώνεται πάνω από τις ειρηνικές πεδιάδες, τις νύχτες μαχαιρώνεται στους δρόμους, θερίζει τις θημωνιές από τις πόλεις και ξεχνά. Σήκωσα το βλέμμα μου και την κοίταξα, χλωμή και πεινασμένη.

Και τότε ήταν που όλα ξεκαθάρισαν και το όνειρο τέλειωσε. Οι αρχές συνιστούσαν την μόνη σταθερά. Το πλήθος άνηκε σε κάποια ομάδα ποδοσφαιρική και τραβούσαν δακρυσμένοι από την χαρά τους προς το γήπεδο. Είχαν ανακηρυχτεί επιτέλους πρωταθλητές και η δόξα τους κατέκλυζε. Όσο για την Σφίγγα στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά μια φιγούρα καθημερινή και ουδόλως ξεχωριστή. Φορούσε το σώμα των ανθρώπων και γελούσε χαιρέκακα. Τα φτερά της που άνοιγαν δεν ήταν άλλο από ένα μεγάλο, κομμάτι ξύλο που ισάξια εκτείνεται στις δυο πλευρές. Το πλήθος πανηγυρίζει, το πλήθος διψά, η ανοσία της αγέλης που τόσο εποθήσαμε επιτέλους έφθασε.

Μες στον χαμό άκουσα την Σφίγγα που με ρωτούσε, τι ομάδα είσαι, τι ομάδα είσαι. Ήμουν βέβαιος πως είχα περάσει στους εφιάλτες.

Και τότε δέχθηκα δυο μαχαιριές και είδα την συνοικία του Χαριλάου γκρεμισμένη και τριγύρω σκόρπια μετέωρα τα αγκωνάρια του παλιού νόμου καθώς έπεφτα νεκρός.

*

©Απόστολος Θηβαίος

Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→