Ένα πακέτο φρυγανιές. Το ψωμί χαλούσε γρήγορα, το παξιμάδι δεν θα μπορούσαν πια να το σπάσουν τα δόντια της. Θυμήθηκε το χωριό. Τη μυρωδιά απ’ το προζύμι. Τη ζεστασιά του ξυλόφουρνου. Τώρα τουρτούριζε απ’ το κρύο. Στα ύψη το ρεύμα, το πετρέλαιο κι ο χειμώνας να μην λέει να τελειώσει. Στα μέρη της ανάβανε το τζάκι όλη μέρα. Τρώγανε κοντά στη φωτιά. Τρώγανε ο,τι είχανε. Ρεβίθια; Ρεβίθια. Κουνουπίδι; Καλό κι ευλογημένο. Κόκορα; Κόκορα και δόξα τω θεώ. Μετά ήρθανε στην πόλη. Καλύτερα θα είναι, να το δεις Θεοδοσούλα μου, η ζωή μας θ’ αλλάξει, έλεγε ο πατέρας της. Ένα πακέτο φρυγανιές. Αν τις είχαν προσφορά, ίσως να έπαιρνε ένα γάλα με τα ρέστα. Θ’ αγόραζε τις πιο φτηνές. Να δεις, θα περισσεύανε λεφτά.
Θεοδοσία Σούλη υπάλληλος καθαριστηρίου- ήξερε τα τερτίπια κάθε λεκέ- σύζυγος, μητέρα αργότερα. Ποτέ δεν περισσεύανε λεφτά. Αναπολούσε πάντα το χωριό. Ήθελε τα παιδιά της να τρώνε ψωμί φρεσκοψημένο και αυγά ημέρας, ήθελε να κυλιούνται στα χωράφια και να γελάνε, όπως εκείνη μικρή. Ήθελε να μάθουν να βοηθούν τον γείτονα στην ανάγκη. Όμως τον γείτονα στο μικρό διαμέρισμα που νοίκιαζαν, δεν τον γνωρίζανε. Κάποτε μάθανε ότι στην πολυκατοικία τους έμενε ένας παππούς. Το ανακαλύψανε όταν πέθανε. Ολομόναχος. Τον βρήκε μια μακρινή ανιψιά πεσμένο στο πάτωμα. Ίσως αν κάποιος τον πήγαινε στο νοσοκομείο, να γλύτωνε. Ίσως να φώναξε βοήθεια, μα δεν τον άκουσε κανείς. Ίσως… κι αυτό το ίσως απλωνόταν σαν λεκές που δεν μπορούσε να σβήσει απ’ την καρδιά της Θεοδοσούλας.
Μπήκε στο σούπερ μάρκετ κρατώντας τα κέρματα. Ευτυχώς η προσφορά ήταν καλή. Πήρε και ένα κουτί ΝΟΥΝΟΥ. Γύρισε στο σπίτι, έκατσε να φάει. Ως το τέλος του μήνα δεν έμενε φράγκο από την κουτσουρεμένη της σύνταξη. Ευτυχώς είχε πληρώσει το νοίκι, τη ΔΕΗ, τα φάρμακά της. Στο ράφι μισό σακουλάκι φακή και λίγο λάδι. Μπορούσε να πάει στα συσσίτια, μα αν την έπαιρνε κανένα μάτι; Δεν ήθελε να το μάθουν τα παιδιά. Με τόσες τρύπες να βουλώσουν στα σπίτια τους… Όταν πήγαιναν καμιά φορά να τη δουν, έκανε τη χορτάτη ή έλεγε πως κάνει δίαιτα, γιατί της το ‘πε ο γιατρός. Κυρία Θεοδοσία η χοληστερίνη χρειάζεται δίαιτα αυστηρή. Έτσι τους έλεγε. Αγόραζε καραμέλες για τα εγγόνια, ακόμα κι αν την επομένη έμενε νηστική. Ας είναι, δεν τα έβλεπε συχνά, ένιωθε πολύ περήφανη που κάτι τους έδινε.
Το κρύο αγρίευε ώρα την ώρα, μα τη σόμπα θα την άναβε το βράδυ. Οχτώ με εννιά, πριν κοιμηθεί. Έριξε στην πλάτη την κουβέρτα, όμως δεν τα κατάφερε. Η παγωνιά έμοιαζε να βγαίνει από το άδειο στομάχι της, από την μοναξιά της και να διαχέεται στο δωμάτιο. Θυμήθηκε τον παππού εκείνο που πέθανε σιωπηλά. Σαν να μην είχε περάσει ποτέ από τον κόσμο αυτό. Σαν να μην δούλεψε, να μην μόχθησε, να μην ονειρεύτηκε. Μπορεί μια μέρα να την βρίσκανε έτσι. Με τον ίδιο τρόπο. Υπήρχαν χίλιοι λόγοι να σταματήσει η καρδιά της ξαφνικά. Κοίταξε πάλι το ράφι. Το σακουλάκι με τη φακή φαινόταν τώρα λιγότερο από μισό. Το λάδι στέρευε, λες κι ήταν το καντήλι της. Σηκώθηκε κι έβαλε το παλτό της. Πήγε ξανά στο σούπερ μάρκετ. Έκανε μια βόλτα στο τμήμα με τα τρόφιμα. Στάθηκε μπροστά στο ψυγείο. Δεν ήταν ώρα αιχμής, είχε αρκετή ησυχία. Τυριά! Πόσος καιρός πέρασε από τότε που δοκίμασε φέτα; Η μάνα της ήξερε να πήζει τυρί. Η Νοστιμιά του δεν χάθηκε ποτέ απ’ τα χείλη της. Αυτά εδώ δεν είχαν ίδια γεύση. Μικρά-μικρά κουτάκια, μετρημένα, τσουρούτικα, πού να χορτάσει ο άνθρωπος. Συσκευασίες με γράμματα, στολίδια, πιο πολύ το πλαστικό απ’ το φαί τους. Κεφαλοτύρι, μανούρι, φέτα… Η φέτα ταίριαζε με τη φακή. Τράβηξε την συρόμενη πόρτα και χάιδεψε την συσκευασία. Την έκλεισε και πήγε στα κρέατα. Μπριζόλες σε διαφανή περιτυλίγματα που γυαλίζανε. Προχώρησε πιο πέρα. Ζυμαρικά σε λογής λογής χρώματα, ρύζια για σούπες, για πιλάφια, για γεμιστά. Ήξερε να κάνει μυρωδάτα γεμιστά, θα έφτιαχνε με χαρά αν της δινόταν πάλι η ευκαιρία, θα καλούσε την οικογένεια … Της ήρθε μια ιδέα. Πλησίασε τον υπεύθυνο και τον παρακάλεσε να της δώσει- αν υπάρχουν- ληγμένα τρόφιμα. Δεν θα δηλητηριαζόταν αν έτρωγε παλιά μακαρόνια. Εκείνος αδιάφορα της είπε να πάει έξω, στους κάδους των σκουπιδιών. Εκεί θα έβρισκε.
Έκανε άλλη μια βόλτα μέσα στο μαγαζί. Τουλάχιστον τα κλιματιστικά δούλευαν στο φουλ. Γύρισε στο ψυγείο με τα τυριά. Δεν κοίταζε κανένας. Άνοιξε την πόρτα και άγγιξε πάλι τη φέτα. Μαλακή, όπως της άρεσε. Της τρέξανε τα σάλια… Τα μεγάφωνα παρακινούσαν τον κόσμο να ψωνίσει απορρυπαντικά με έκπτωση είκοσι τοις εκατό. Ενώ έκανε πως ψάχνει κάτι στο πανωφόρι της, έριξε- χωρίς κι η ίδια να το καταλάβει- το πακετάκι στην εσωτερική τσέπη. Αυτή το ‘χε κάνει; Δεν το χώραγε ο νους της. Έπρεπε να το βάλει πίσω. Μα γιατί δεν το έκανε; Πήγε να φύγει, όμως ήξερε ότι δεν θα υπάρξει άλλη ευκαιρία. Πρώτη και τελευταία φορά που… Κοίταξε γύρω της. Ένας υπάλληλος ερχόταν στο μέρος της . Έστριψε στον επόμενο διάδρομο και την ακολούθησε. Τάχυνε το βήμα της. Της φάνηκε ότι το τάχυνε κι εκείνος. Νεαρός… θα την προλάβαινε με δυο δρασκελιές. Πάει, τελείωσε, με τσακώσανε. Κράτησε την αναπνοή της. Κοκκίνισε. Οι παλμοί της πιθανόν να ακούγονταν σε όλο τον όροφο. Έβαλε το χέρι στην τσέπη, να του δώσει το τυρί, να ζητήσει συγγνώμη, να τον ικετέψει να μην μιλήσει πουθενά… Εκείνος προσπέρασε και τρύπωσε βιαστικός στην αποθήκη. Κρατήθηκε από ένα σταντ με καλλυντικά για να μην λιποθυμήσει. Πήρε βαθιά ανάσα, επέστρεψε στα τρόφιμα. Έριξε στην άλλη τσέπη ένα ρύζι και έκανε να βγει προς την έξοδο. Ακόμα εδώ είσαι εσύ; Γρύλλισε ο υπεύθυνος. Αφού δεν έχεις να πληρώσεις, τι κάνεις εδώ μέσα; Θες μήπως να ψάξω τις τσέπες σου; Εδώ δεν είναι μέρος για ζητιάνους. Κάποιοι πελάτες είδαν τη σκηνή μα δεν αντέδρασε κανένας. Ευτυχώς δεν τη γνώριζαν. Αν θέλεις παιδί μου ψάξε με, ορίστε. Έκατσα μια στάλα να ζεσταθώ, θα φύγω αμέσως. Δεν ήξερε πώς ξεπήδησαν απ’ το στόμα της τα λόγια. Ήταν που δεν ήθελε να φτάσει κάτι στ’ αφτιά των παιδιών της, που δεν ήθελε να μάθουν ότι η μάνα τους είναι μια κλέφτρα, μια αποτυχημένη. Θα φύγω αμέσως κι έφυγε όσο πιο γρήγορα της επέτρεπαν τα πόδια της. Πήρε τον δρόμο για το σπίτι με την φέτα και το ρύζι να θρυμματίζονται, να σκορπίζουν , ν’ απλώνονται- καινούριοι, ανεξίτηλοι λεκέδες στην καρδιά της.
*
©Καίτη Παπαδάκη
φωτο: Στράτος Φουντούλης
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.